Η άφιξη της νέας Αμερικανίδας πρέσβειρας, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, σηματοδότησε κάτι παραπάνω από μια τυπική αλλαγή σκυτάλης στην αμερικανική διπλωματική παρουσία στην Αθήνα. Η πιο lifestyle δημόσια εικόνα της, και η έντονη επικοινωνιακή δραστηριότητα στις πρώτες της ημέρες, συντονίζονται με μια ευρύτερη «αμερικανική επιστροφή» σε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δίκτυα της χώρας. Η Ουάσινγκτον δείχνει να επιδιώκει επανατοποθέτηση στην περιοχή, αξιοποιώντας την Ελλάδα ως «δεδομένο» χώρο εξόρμησης προς την Αν. Ευρώπη και την Αν. Μεσόγειο.
Τόσο οι θεσμικές συναντήσεις, όσο και τα πάρτι υποδοχής της κας Γκίλφοϊλ, ανέδειξαν το άγχος των εγχώριων ελίτ να ευθυγραμμιστούν (πολλές φορές άγαρμπα) με τον ευρύτερο αμερικανικό σχεδιασμό. Η χρονική σύμπτωση με την έλευση Αμερικανών υπουργών για τη σύνοδο P-TEC δεν ήταν τυχαία: οι συζητήσεις της συνόδου επιταχύνουν συμφωνίες σε όλο το εύρος των διμερών «συνεργασιών», από την ενέργεια μέχρι τις ψηφιακές υποδομές και τα επενδυτικά projects. Το μήνυμα ήταν σαφές: οι ΗΠΑ επιθυμούν να ανοίξουν πολλαπλούς διαύλους διείσδυσης στα ελληνικά κέντρα αποφάσεων, αξιοποιώντας το παράθυρο ευκαιρίας που δημιουργεί η περιφερειακή αστάθεια και η αναζήτηση νέων ενεργειακών ισορροπιών στην Ευρώπη.
Το δίλημμα της ενέργειας και τα deals
Η αμερικανική πρωτοβουλία συνοδεύεται από σαφή προώθηση του LNG και της αξιοποίησης υδρογονανθράκων (βλ. εξορύξεις στο Ιόνιο και συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών). Η Ελλάδα παρουσιάζεται ως ο φυσικός μοχλός για την απεξάρτηση της Ν.Α. Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο: μια στρατηγική που προϋποθέτει επενδύσεις, αλλά και πολιτικό ρίσκο, ανάλογα με το πώς θα διαμορφωθούν οι ενεργειακοί συσχετισμοί τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή, όμως, η χώρα έχει δεσμευτεί, στο πλαίσιο της Ε.Ε., σε μια πράσινη μετάβαση που βασίζεται στην ταχεία αύξηση των ΑΠΕ και στη μείωση των ορυκτών καυσίμων…
Αυτή η διπλή δέσμευση δημιουργεί (και θα δημιουργεί) αντιφάσεις, οι οποίες έγιναν ορατές ακόμη και στον λόγο του Πρωθυπουργού. Η αναφορά κατά την ομιλία του στην σύνοδο P-TEC, ότι «πρέπει να είμαστε αμείλικτα τεχνολογικά ουδέτεροι, δεν μπορούμε να επιλέγουμε νικητές», έρχεται σε αντίστιξη με τις αποφάσεις για ενίσχυση υποδομών LNG, εξορύξεις και νέα έργα για την προώθηση της αμερικανικής διείσδυσης στην αγορά ενέργειας της Ε.Ε. Είναι εμφανές ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει κι αλλού δεσμεύσεις, τις οποίες καλείται να διαχειριστεί ταυτόχρονα με τις αμερικανικές πιέσεις. Από την άλλη, κορυφαίοι υπουργοί του εμφανίστηκαν στη σύνοδο ως άνευ όρων υποστηρικτές των αμερικανικών deals: η αντίφαση αυτή ίσως αποτελέσει πεδίο πολιτικής έντασης.
Στο περίπλοκο σκηνικό προστίθενται και τα deals με τους εφοπλιστές. Η Ελλάδα αναδεικνύεται από τις ΗΠΑ ως «πύλη εισόδου» του αμερικανικού LNG στην ήπειρο, τη στιγμή που σημαντικό τμήμα του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου έχει μπει βαθιά στη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου μέσω του λεγόμενου «σκιώδους στόλου». Η Ουάσινγκτον δείχνει να επιδιώκει τη σταδιακή ενσωμάτωση των ελληνικών ναυτιλιακών συμφερόντων σε ένα πλαίσιο μεγαλύτερης συμμόρφωσης προς τους δικούς της κανόνες. Οι πρόσφατες αναφορές Αμερικανών αξιωματούχων σε ανάγκη «προσαρμογών» στο ρυθμιστικό πλαίσιο της ναυτιλίας –συχνά σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες– δεν μπορούν παρά να ερμηνευτούν ως προσπάθεια δημιουργίας όρων για τον αναπροσανατολισμό του ελληνικού στόλου προς τη Δυτική αγορά ενέργειας.
Ανακατέματα στο πολιτικό σύστημα
Το πολιτικό σύστημα στέκεται «σούζα» μπροστά στην αμερικανική απόβαση, οι δε Αμερικανοί προωθούν τα deals με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με εμφανώς αναβαθμισμένο τον ρόλο του υπουργού Ενέργειας κ. Παπασταύρου (και με ειδικούς ρόλους του υπουργού Ναυτιλίας κ. Κικίλια). Τα τετ α τετ της Κίμπερλι με υπουργούς και θεσμικά στελέχη κάνουν εμφανείς αυτούς τους διαύλους, που μάλλον προϋπήρχαν της άφιξής της. Αυτό δεν σημαίνει «ψήφο εμπιστοσύνης» των ΗΠΑ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως σπεύδει να υποστηρίξει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος. Η ενίσχυση διαφόρων κέντρων προς εμφανιζόμενους εναλλακτικούς πόλους (βλ. Δένδιας, Σαμαράς, Τσίπρας κ.ά.) δεν μπορεί παρά να μας ψυλλιάζει ότι η πρεσβεία ενδιαφέρεται να αναδιαμορφώσει το σύνολο του εσωτερικού πολιτικού τοπίου.
Πώς θα διαχειριστεί η Ελλάδα αυτή τη νέα συνθήκη πλήρους πρόσδεσης; Ποιο θα είναι το περιθώριο αυτονομίας σε μελλοντικές στροφές της ιστορίας; Πώς θα ισορροπήσει ανάμεσα σε πράσινες δεσμεύσεις στην Ε.Ε. και ενεργειακές προτεραιότητες των ΗΠΑ; Και κυρίως, τι θα συμβεί εάν οι περιφερειακές γεωπολιτικές διευθετήσεις –με την Τουρκία ή συνολικότερα– μεταβληθούν, τη στιγμή που η Αθήνα έχει στοιχηματίσει σχεδόν τα πάντα στη μία πλευρά του Ατλαντικού; Όλα αυτά μένει να φανούν, όμως σε καμιά περίπτωση δεν επιβεβαιώνουν το αφήγημα σταθερότητας που προσπαθεί να πλασαριστεί ως μοναδική εθνική πραγματικότητα, ενώ τα deals σημαίνουν πλήρη παράδοση πόρων και κυριαρχίας, η δε μετατροπή σε «κόμβο» μεταφράζεται σε πεδίο ανεξέλεγκτων ανταγωνισμών που συχνά μυρίζουν μπαρούτι.






































































