Του Αριστοτέλη Γ. Καλλή*
Ερχόταν για πολλά χρόνια σχεδόν την ίδια ώρα, γύρω στις 10 με 10 και μισή πριν από το μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο. Ήταν ένα από κείνα τα παιδιά που ανέφερε στο ομώνυμο τραγούδι της η Σοφία Βέμπο. Παιδιά της Ελλάδος παιδιά…
Έπαιρνα το μπλοκ μου κι ένα στυλό, πλησίαζα κοντά του κι άρχιζα τις ερωτήσεις.
Κι έτσι για πολλά χρόνια χτίσαμε μια φιλία μέχρι τα 105 του χρόνια, που έφυγε για πάντα.
Κάθε φορά χανόμασταν σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο. Μου περιέγραφε με λεπτομέρειες τον πόλεμο, τα νεανικά του χρόνια, την κατοχή, τον εμφύλιο, τους αγώνες του για μια καλύτερη, ομορφότερη ζωή με την κυρούλα του, την αρχόντισσά του που έφυγε πιο πριν από τον ίδιον.
Αγαπούσε όλο τον κόσμο κι έπαιρνε τα πράγματα όπως έρχονταν. Όταν μιλούσε τα μάτια του έβγαζαν μια σπίθα, μια αισιοδοξία, μια ελπίδα, ένα «θέλω να ζήσω»…
Όταν ξεκινήσαμε Τέλη για το μέτωπο, μου είπε κάποια μέρα, έκανα το σταυρό μου και είπα… «Θεέ μου, Παναγία μου, ούτε να σκοτώσω, ούτε να με σκοτώσουν». Πολέμησε στην πρώτη γραμμή πυρός με ηρωισμό, και με τη χαρακτηριστική του αισιοδοξία αντιμετώπισε επιτυχώς την κάθε δυσκολία.
Όταν συνέλαβε έναν Ιταλό, νέο παιδί, που έτρεμε από το φόβο του, τον κάθισε κάτω, του χάιδεψε τα μαλλιά, του έδωσε νερό, ένα στριφτό τσιγάρο και τον καθησύχασε λέγοντάς του: «Μην φοβάσαι βρε, όλα θα πάνε καλά, κι εμείς το ίδιο μ’ εσάς είμαστε, τα συμφέροντα είναι που μας βάζουνε να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον». Εκείνος τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη, σταμάτησε να κλαίει κι έβγαλε τις οικογενειακές του φωτογραφίες από την τσέπη για να του τις δείξει. Τον αισθανόταν πια δικό του άνθρωπο, το χέρι του Θεού στη μαυρίλα του πολέμου.
Κι έτσι με τις ιστορίες του τα χρόνια πέρναγαν όπως μια σχεδία έναν ωκεανό.
Κι εγώ να ρωτάω και να ξαναρωτάω… χωρίς ποτέ να χορταίνω απ’ τις ατέλειωτες αφηγήσεις του.
Πώς αυτό, πώς εκείνο, πώς το άλλο…
Ποτέ δεν μου χάλασε χατίρι, μονάχα όταν μετά από ώρες κουραζόταν, σηκωνόταν με το μπαστουνάκι του, φόραγε την τραγιάσκα του και μου ’λεγε: «αύριο πάλι, θα πάω πρώτα στο καφενείο να δω τους φίλους και μετά θα ’ρθω να συνεχίσουμε».
Στις εθνικές γιορτές κατέθετε το στεφάνι εκ μέρους των πολεμιστών του ‘40… Αγέρωχος, με τον καλό του λόγο, τα χωρατά του κι ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Φύλακας άγγελός του η αγαπημένη του κόρη η Παρασκευή… σκιά της σκιάς του.
Την τελευταία φορά λίγο πριν καταθέσει το στεφάνι εκεί όπου θα γίνονταν τα αποκαλυπτήρια της μαρμάρινης στήλης όπου αναγράφονταν τα ονόματα των πεσόντων Νεμεατών στο πόλεμο του ‘40, με κοίταξε και μου είπε: «Τέλη να ξέρεις, αυτό είναι το τελευταίο στεφάνι που καταθέτω». «Δεν θέλω να ακούω τέτοια», του είπα… «μην ξεχνάς ότι έχουμε πολλές σελίδες να γράψουμε ακόμη».
Μετά από λίγο καιρό αρρώστησε κι ένα βράδυ έγειρε το κεφαλάκι του κι έφυγε με συνοδεία αγγέλων, όπως συμβαίνει με όλους εκείνους που στη ζωή τους χάρισαν στους άλλους αγάπη και χαρά, για να συναντήσει την αγαπημένη του γυναίκα, εκείνη που του έστελνε τα γράμματα στον πόλεμο, εκείνη που του κρατούσε το χέρι στα δύσκολα, εκείνη που του χάρισε δύο υπέροχα παιδιά.
Κι έτσι διακόπηκε για πάντα η καθημερινή μας συνομιλία, τα ταξίδια στο χρόνο.
Τώρα στη γωνία παραμένει η καρέκλα του άδεια, και πάνω απ’ το γραφείο μου κρεμασμένη η τραγιάσκα του για να μου θυμίζει εκείνες τις μέρες, όπου ένας ήρωας μου δίδασκε μέσα από τις αφηγήσεις του την αρετή, την τόλμη, την ταπεινότητα, αλλά και τη χωρίς όρια αγάπη προς τον κάθε άνθρωπο.
Καληνύχτα μπάρμπα Χαράλαμπε, να ’σαι καλά όπου κι αν είσαι…
Σ’ ευχαριστώ.
Υ.Γ.: Το κείμενό μου αυτό το αφιερώνω στον ήρωα Χαράλαμπο Κουρελη, και το συνοδεύω με δύο τραγούδια: 1) του Νίκου Γούναρη το «Κορόιδο Μουσολίνι», και 2) της Σοφίας Βέμπο το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»…






































































