Κλιμάκωση μιας εμπρηστικής για την ειρήνη πολιτικής
του Σπύρου Παναγιώτου
Η πρόσφατη εκπαραθύρωση του Νταβούντογλου, αν και δεν είναι η αιτία, σηματοδοτεί το πέρασμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας σε άλλη φάση. Η εκκαθάριση του εσωτερικού τοπίου που προωθείται, με πιο ορατούς στόχους την εξαπόλυση εσωτερικού πόλεμου κατά των Κούρδων, το σχέδιο για συνταγματική κατοχύρωση υπερεξουσιών του Τούρκου προέδρου, τους διωγμούς των βουλευτών του HDP και το φίμωμα του Τύπου, συνδυάζεται με ηχηρές διεθνείς παρεμβάσεις προς όλες τις κατευθύνσεις με εμπρηστικό για την ειρήνη περιεχόμενο.
Το νέο στοιχείο είναι η ενδυνάμωση των εξουσιών του Τούρκου προέδρου και η ανάληψη, εκ μέρους του, των ηνίων, αλλά και του ύφους άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Τα πρώτα μηνύματα επιβεβαιώνουν ότι όσο περισσότερο έλεγχο αποκτά ο Τούρκος πρόεδρος καθώς και η πολιτική και στρατιωτική ελίτ που τον στηρίζει, τόσο πιο επιθετική και επικίνδυνη γίνεται η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Θα είχε μικρό ενδιαφέρον να εστιασθεί η προσοχή μόνο στο ύφος των δηλώσεων του Ερντογάν. Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό. Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια ουσιαστική αλλαγή στη στρατηγική της τουρκικής διπλωματίας. Η Τουρκία γνωρίζει ότι η πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες και η ανάδειξή της, μέσω αυτού του δρόμου, σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου στη Μ. Ανατολή έχει υποστεί σημαντικά πλήγματα. Γνωρίζει ακόμα ότι η προσωρινή συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας για το μέλλον της Συρίας και το ενδεχόμενο δημιουργίας (ημι) ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο νότια σύνορά της αποτελεί δομικό κίνδυνο για την υπόστασή της. Σε αντιρρόπηση των δυσμενών εξελίξεων, η Τουρκία επιλέγει να αναγορευθεί σε δύναμη αιχμής κατά της Ρωσίας. Ποντάροντας στην ένταση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας και την πιθανή όξυνση αυτής της αντίθεσης μετά τις αμερικανικές εκλογές (και την πιθανή εκλογή της Χ. Κλίντον) επιχειρεί να αναλάβει το βάρος της αντι-ρωσικής εκστρατείας και να αναδειχθεί με αυτό τον τρόπο κρίσιμος εταίρος των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να εξαναγκάσει το ΝΑΤΟ να αποδεχθεί και τελικά να εναρμονιστεί στα στρατηγικά σχέδια και επιλογές της Τουρκίας συνολικά στην περιοχή. Με αυτή τη λογική και σε αντίθεση με το παρελθόν, η Τουρκία δεν διστάζει να εμπλέξει άμεσα το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και στα εσωτερικά της προβλήματα και στον άμεσα γειτονικό «ζωτικό της χώρο». Η στάση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως στάση «αδυναμίας». Είναι ενταγμένη σε ένα σχεδιασμό που επιχειρεί να επιβάλει συνολικές αλλαγές στις ισορροπίες μιας ευρύτατης περιοχής με τη «χρησιμοποίηση» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ώστε να εναρμονισθούν με τα στρατηγικά της σχέδια.
Ας δούμε πώς έχει η κατάσταση με παραδείγματα…
Επιθετικότητα στη Μαύρη Θάλασσα
Σε άρθρο της αγγλόφωνης έκδοσης της τουρκικής εφημερίδας Hürriyet (18/05/2016) παρατίθεται μέρος της ομιλίας του Ερντογάν προς αρχηγούς επιτελείων από Βαλκανικές Χώρες που επισκέφτηκαν την Τουρκία, ως εξής: «Πρέπει να μετατρέψουμε τη Μαύρη Θάλασσα σε μια λεκάνη σταθερότητας και πάλι στη βάση της συνεργασίας μεταξύ παράκτιων κρατών γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα. Πρόσφατα, o γενικός γραμματέας του NATO, Γ. Στόλτενμπεργκ, ήταν στην Τουρκία. Κατά την επίσκεψή του, του είπα: «Δεν είστε ορατοί στη Μαύρη Θάλασσα. Και η απουσία σας από τη Μαύρη Θάλασσα τη μετατρέπει, τρόπον τινά, σε ρωσική λίμνη. Ώς παράκτια κράτη, πρέπει να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας. Ως μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένων της θάλασσας, του αέρα και της ξηράς. Διαφορετικά, η Ιστορία δεν θα μας συγχωρέσει».
Δεν πρόκειται για ένα αντι-ρωσικό παραλήρημα. Η εμπλοκή της Τουρκίας στην ένταση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, είναι μάρτυρας ενός σχεδίου κλιμάκωσης της αστάθειας στην περιοχή, ενταγμένο στην ήδη αποσταθεροποιημένη περιοχή με τη συνέχιση της κρίσης στην Ουκρανία και την ανάπτυξη της ΝΑΤΟϊκής πυραυλικής ασπίδας προστασίας στη Ρουμανία. Παράλληλα, οι προτάσεις αυτές της Τουρκίας συναντιούνται με τα σχέδια του ΗΠΑ για ανάπτυξη ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα με στόχο τον έλεγχο των ρωσικών δυνάμεων που κινούνται μέσω αυτής προς τη Μεσόγειο και τη Συρία. Οι αναφορές Ερντογάν, όμως, για «κλειστή Μαύρη Θάλασσα» επιχειρούν να εξωθήσουν το ΝΑΤΟϊκό σχεδιασμό σε πιο ακραία σενάρια, τον πλήρη έλεγχο, κλείσιμο δηλαδή των Στενών του Βοσπόρου τινάζοντας έτσι στον αέρα την Συνθήκη του Μοντρέ και τη μεταπολεμική ισορροπία δυνάμεων. Είναι αυτός ο λόγος που η σφοδρή διπλωματική απάντηση της ρωσικής διπλωματίας συνοδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό του Ερντογάν ως «ψυχοπαθούς».
Κλιμάκωση στη Συρία
Το ίδιο προκλητικά επιθετική συνεχίζει να είναι η στάση της Τουρκίας στο νότιο μέτωπο, τη Συρία. Ας παρακολουθήσουμε πάλι ορισμένες δηλώσεις Ερντογάν, όπως μεταδίδονται από τα τουρκικά ΜΜΕ: «Όσο οι πολίτες μας βρίσκουν κάθε μέρα μαρτυρικό θάνατο στους δρόμους του Kilis από ρουκέτες που εκτοξεύονται από την άλλη πλευρά, τι μπορούμε να ελπίζουμε από τους συμμάχους μας; Ας γίνει ξεκάθαρο ότι δεν θα διστάσουμε να προβούμε μόνοι μας στις απαραίτητες ενέργειες, αν αυτό κριθεί απαραίτητο». Και αλλού:
«Είναι αδύνατον για μας να συμφωνήσουμε είτε με τους συμμάχους είτε με την ανήθικη αντιμετώπιση των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάποιων άλλων χωρών ως προς τη μάχη της Τουρκίας ενάντια στην τρομοκρατία». Για να συνεχίσει: «Κάνουμε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για την εκκαθάριση της άλλης πλευράς των συνόρων με αφορμή τα προβλήματα στο Kilis», αφήνοντας υπόνοιες για χερσαία τουρκική επιχείρηση στη Συρία. Ήδη έγινε γνωστό ότι την περασμένη βδομάδα επίλεκτο σώμα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων διείσδυσε ανιχνευτικά στη Συρία, ενώ σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ υπάρχει έντονη κινητικότητα και ενδυνάμωση του εξοπλισμού στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Παρά τη συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας και το διακανονισμό της μεταπολεμικής εποχής στη Συρία, η Τουρκία δεν ανέχεται τη δημιουργία κουρδικού κράτους στο νότια σύνορά της και δείχνει ότι, σε συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, προετοιμάζει μια μεγαλύτερη κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή.
Προκλήσεις στον άξονα Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο
Ο συνεχείς παραβιάσεις των θαλάσσιων και εναέριων συνόρων στο Αιγαίο και η διαχειριστική διχοτόμηση του Αιγαίου στον 25ο Μεσημβρινό, υπό τα αδιάφορα βλέμματα Ε.Ε., ΗΠΑ και ΝΑΤΟ αποτελούν μια κατάκτηση «στην πράξη» της τούρκικης πολιτικής. Την τελευταία, όμως, βδομάδα, είχαμε συνέχιση των τουρκικών επεκτατικών επιδιώξεων σε όλο τον άξονα από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο. Με επιστολή του Χ. Τσεβίτ, μόνιμου αντιπρόσωπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ προς τα Ηνωμένα Έθνη, αμφισβητεί την κυπριακή κυβέρνηση λέγοντας ότι «δεν υπάρχει μια Αρχή η οποία νομικά ή στην πράξη να εκπροσωπεί τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους και την Κύπρο ως σύνολο» και επαναφέρει την τουρκική διεκδίκηση για περιορισμό της κυπριακής ΑΟΖ στα όρια που έχει ανακοινώσει μονομερώς η Άγκυρα από το 2004. Με τον τρόπο αυτό καταργεί την συμφωνία Κύπρου-Αιγύπτου που σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο συμφώνησαν στην οριοθέτηση της ΑΟΖ των δύο χωρών, αλλά και ουσιαστικά στρέφεται κατά κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας καθώς ακυρώνει την επήρεια του Καστελόριζου στην ΑΟΖ της Αθήνας και «δημιουργεί» θαλάσσια σύνορα της Τουρκίας με την Αίγυπτο. Με βάση αυτούς τους ισχυρισμούς, ο Τούρκος αντιπρόσωπος δηλώνει πως «τα τουρκικά πολεμικά πλοία στις περιοχές αυτές έχουν δικαίωμα παρέμβασης σε οποιαδήποτε επιστημονική ερευνητική δραστηριότητα, που γίνεται χωρίς τη συναίνεση και άδεια της Τουρκίας».
Την ίδια στιγμή, η τούρκικη διπλωματία «χτυπά» και στην άλλη άκρη του χάρτη, στη Θράκη. Σύμφωνα με ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ: «Το σημερινό στάτους της τουρκικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, που θέλουν να επωφεληθούν από τα μειονοτικά δικαιώματα στην Ελλάδα και να αντιμετωπίζονται ως ισότιμοι πολίτες, είναι πολύ μακριά από την αισιόδοξη σκοπιά που αντανακλάται σε δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων». Εδώ, η εμμονή στην αναφορά σε «τουρκική μειονότητα», αντί της μουσουλμανικής που προβλέπει η Συμφωνία της Λωζάνης, επιχειρεί να νομιμοποιήσει τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή. Η επιλογή της τουρκικής διπλωματίας να αναδείξει αυτή τη στιγμή «μειονοτικό πρόβλημα» στη Θράκη συνδυάζεται με τη στήριξη της Τουρκίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της ΠΜΔΓ και αποσκοπεί στην ενίσχυση του μουσουλμανικού τόξου στα Βαλκάνια που από μόνη της αποτελεί θρυαλλίδα εξελίξεων σε μια ακόμα υπό αποσταθεροποίηση περιοχή.