του Βασίλη Κεχαγιά
Η «έξοδος» του Λουκιανού από την πολύβουη σκηνή του Κόσμου δεν ήταν απλώς το τέλος μιας συναυλίας, ενός μουσικού βίου. Ήταν αυτό που καταχρηστικά αποκαλείται πολλές φορές «τέλος εποχής», μα εδώ κυριολεκτείται. Βλέπετε, εμείς τα παιδιά των έιτις (αναγκαστικά συγκαταλέγω και τον εαυτό μου σε αυτά) δεν είχαμε πολλές ευκαιρίες να ορθώσουμε το ανάστημά μας, να επιδείξουμε απόδοση πρωταθλητισμού στις λεγόμενες «επαναστατικές ασκήσεις». Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 είχαν προσφέρει γόνιμο ιστορικό χωράφι για να καλλιεργηθεί η «ματαιοδοξία» των γενεών, δίπλα, βέβαια, στην αγωνιστικότητα, την οποία απαιτούσε η βυσσοδόμηση ενός λαίμαργου για εξουσία κράτους. Όταν οι μπόρες τελειώσαν, όσοι έτρεξαν θαρραλέα από κάτω τους και γίναν μούσκεμα είχαν όλο το δικαίωμα να επαίρονται: «ήμουν κι εγώ εκεί…».
Με τούτα και με κείνα, φτάσαμε στη δεκαετία του ’80, με το ΠΑΣΟΚ να περνάει πρώτο από το ταμείο της Ιστορίας για να εισπράξει αυτά που θα μπορούσαν να θεωρηθούν οφειλόμενα. Μόνον που την είσπραξη την είχαν αναλάβει οι -κυριολεκτικά και μεταφορικά- καταχραστές. Κι όσοι δε συντάχθηκαν από νωρίς μαζί τους, έψαχναν να βρουν τι θα μπορούσε, πλέον, να λογισθεί ως επαναστατικό. Ήταν τότε που εμφανίσθηκε ο Λουκιανός και μας μάζεψε στη Βουλιαγμένη. Ήσουν δεν ήσουν εκεί, ήταν σαν να… Αρκεί να πίστευες αυτό που γράφτηκε τότε ότι η Βουλιαγμένη του Λουκιανού ήταν η απάντηση στη Βάρκιζα. Η ηττημένη Αριστερά απαντούσε, δια στόματος και στίχων Λουκιανού, φέρνοντας στο προσκήνιο τη χαρά της ζωής, που μόνον η αριστερά μπορούσε να αντιληφθεί, χάρη στο ανοιχτό πνεύμα της, την ώρα που η νικήτρια δεξιά βρισκόταν εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους της συντήρησης. Το σκηνικό συμπλήρωνε η γειτνίαση Βάρκιζας και Βουλιαγμένης, η οποία υποβοηθούσε την ασφαλώς εκβιασμένη αναγωγή.
Ωστόσο, μέσα από τις υπερβολές και τη διάθεση μιας γενιάς να αποκτήσει επαναστατική ταυτότητα, διαμορφώθηκε ένα κλίμα αισιοδοξίας στις ψυχές όλων αυτών που αναζητούσαν έναν μπούσουλα για να πορευτούν στη ενηλικίωσή τους. Ο Λουκιανός τους μάζεψε όλους, ένωσε τις γενιές, τους πρόσφερε λόγια, μουσικές και κυρίως έναν τόπο αναφοράς για το παρακάτω της ζωής τους. Λίγοι πρόσεξαν την ειρωνεία απέναντι σε ό,τι προηγήθηκε, στο συμβιβασμό της Ρίτας, στην ενοποιό δύναμη της διακογιαννικής φωνητικής χροιάς, στη γελοία αυταρέσκεια του βολεμένου δημόσιου υπάλληλου, σε αυτά που τον έκαναν να αισθάνεται «φτωχός και μόνος καουμπόι».
Κι αν η ειρωνεία δεν είναι επαναστατική, τότε τι είναι; Ακόμη και τα λογής λογής βαφτίσια της Βουλιαγμένης -πότε Βάρκιζα, πότε Γούντστοκ -, μόνον με ειρωνεία μπορούν, πλέον, να αντιμετωπισθούν. Ακόμη και η μουσική του δεν διεκδίκησε εύσημα υψηλής τέχνης, τι κι αν ο συνθέτης της γνώριζε πολύ καλά τα μυστικά της. Προτίμησε την ειρωνεία του φαινομενικά ανάλαφρου, μας τη χάρισε ο Λουκιανός, εμάς τους έιτις για επαναστατικό αντιζύγι και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε.