«Έξοδος στις αγορές» και «αριστερή υπογραφή» – Με αφορμή το πρόσφατο άρθρο του Γ. Δραγασάκη
Σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββάτου με τίτλο «Να σχεδιάσουμε από τώρα τη μεταμνημονιακή εποχή», ο Γ. Δραγασάκης έδωσε το πλήρες περίγραμμα της κυβερνητικής αφήγησης σε αυτή τη νέα πολιτική φάση.
Το άρθρο του κυβερνητικού στελέχους είναι πολύ χρήσιμο, αφού φανερώνει πλήρως την επικοινωνιακή τακτική του Μαξίμου, μαζί με την πληθώρα αντιφάσεων, αποκρύψεων και επιδιώξεων που αυτή εμπεριέχει.
Ο Γ. Δραγασάκης ξεκινά από την πρόσφατη «διαπραγμάτευση», ξεχνά όλους τους στόχους που η ίδια η κυβέρνηση είχε θέσει και βλέπει το αποτέλεσμά της θετικό και με «δυνατότητες προς αξιοποίηση».
Υπερθεματίζει για «επιτυχίες» όπως η «ρήτρα ανάπτυξης» και τα («αιματοβαμμένα» επί Σαμαρά…) πρωτογενή πλεονάσματα ή το γεγονός ότι η Ελλάδα ίσως καταφέρει να πληρώνει κάθε χρόνο μέχρι 15% του ΑΕΠ (περίπου 30 δισ. ευρώ δηλαδή) και όχι παραπάνω, για χρέος και τοκοχρεολύσια.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επιδίδεται σε μια συνειδητή διαστρέβλωση σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι η χώρα «θα βγει στις αγορές», την απαλλάσσει αυτομάτως από το μνημονιακό καθεστώς και την επιτροπεία.
Θα αρκούσε να θυμηθεί κανείς τι έλεγαν τα σημερινά κυβερνητικά στελέχη τον Απρίλιο του 2014, όταν η κυβέρνηση Σαμαρά είχε επιλέξει την ίδια τακτική και ο σημερινός πρωθυπουργός την κατηγορούσε ότι «πυροβολεί τα πόδια της».
Το σχήμα όμως που παρουσιάζει τις αγορές σαν έναν χώρο ελευθερίας για να καταλήξει ότι η έξοδος σε αυτές σημαίνει λήξη των μνημονίων, είναι απολύτως παραπλανητικό και ο Γ. Δραγασάκης το γνωρίζει καλά.
Πρώτον, τα μνημόνια είναι ένα καθεστώς που έχει οικοδομηθεί με εκατοντάδες νόμους, συμβάσεις για 40, 50 και 100 χρόνια, εφαρμοστικές διατάξεις και νέους θεσμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ τα παρέλαβε, τα διατήρησε όλα και έφερε άλλα τόσα πάνω στα υπάρχοντα, βαθαίνοντας αυτό το καθεστώς.
Δεύτερον, οι αγορές είναι και οι ίδιες ένας άκαμπτος μηχανισμός επιβολής μέσα από τους –κατά τα άλλα– αντικειμενικούς νόμους τους. Αποτελούν πεδίο καθόλου ανταγωνιστικό αλλά συμπληρωματικό με τους πολιτικούς θεσμούς αποικιοποίησης και επιτροπείας.
Ο αρθρογράφος διευκρινίζει βέβαια ότι δεν θα είναι απαραιτήτως όλα ρόδινα. Πού βλέπει όμως τους μελλοντικούς κινδύνους; Στο γεγονός ότι υπάρχουν ακραίες δυνάμεις που υποχώρησαν αλλά μπορεί να επανέλθουν σε συμμαχία με εγχώρια συμφέροντα «με στόχο μια δεξιά, αντιδραστική παλινόρθωση».
Ο Γ. Δραγασάκης αφαιρεί μπροστά από τα μάτια μας την πραγματικότητα και τοποθετεί στη θέση της το γνωστό σχήμα σύμφωνα με το οποίο ελάχιστοι μόνο «κακοί» Ευρωπαίοι μαζί με την ελληνική Δεξιά απεργάζονται την «παλινόρθωση».
Παλινόρθωση βέβαια σημαίνει επαναφορά ενός καθεστώτος που είχε πέσει. Όταν απουσιάζει το πότε, πώς και τι ακριβώς «έπεσε», τότε τι άλλο μένει από το ποιος θα κάθεται στις υπουργικές καρέκλες;
Πίσω από την «αντιδεξιά» αφήγηση, μπορούμε να διακρίνουμε την πρόσκληση στον πασοκικό χώρο για μελλοντικές συνεργασίες, σε αντιστοίχιση με τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές που αντιμάχονται τον νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρεται σε μια σειρά ενδεικτικές προτεραιότητες. Μαζί με στόχους όπως η προσέλκυση επενδύσεων, η «τρίτη αξιολόγηση» και η οργάνωση της πρόσβασης στις αγορές, εξαγγέλλεται και η προστασία των μικρομεσαίων, των τοπικών οικονομιών, της ενδογενούς ανάπτυξης, καθώς και μια «νέα γενιά (δίκαιων αυτή τη φορά) μεταρρυθμίσεων».
Έτσι, φτάνουμε σιγά-σιγά στον πυρήνα της κεντροαριστερής απάτης, αφού την ίδια στιγμή που στην πραγματική ζωή, μέσα από διαρκή νομοθέτηση, εξοντώνονται κοινωνικά στρώματα και δυνατότητες, λανσάρεται μια παράλληλη ρητορική προστασίας και ενίσχυσής τους που φυσικά δεν βασίζεται πουθενά.
Το «αφήγημα» συνεχίζεται με κάλεσμα στην κοινωνία να συμμετέχει μέσα από εναλλακτικούς θεσμούς και συλλογικές ομάδες. Στο σημείο αυτό, διακρίνει κανείς μια ακόμα σημαντική στόχευση της κυβερνητικής προπαγάνδας, την προσπάθεια να συγκρατήσει ένα αριστερό κοινό μέσα από μια ρητορική ανέξοδη και φιλική προς τα κινήματα και τις συλλογικότητες, τη στιγμή που η πολιτική της καθορίζεται κατά γράμμα από το πλαίσιο το οποίο έχει αποδεχτεί.
Τέλος, ο Γ. Δραγασάκης φτάνει στην περιγραφή του κεντρικού στόχου που είναι το τέλος των μνημονίων και η μεταμνημονιακή εποχή να έρθουν «με αριστερή υπογραφή».
Στην πραγματικότητα, η μεταμνημονιακή Ελλάδα που σήμερα την προαναγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ και χτες η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, είναι η Ελλάδα της ολοκλήρωσης και διαιώνισης των μνημονίων. Είναι η Ελλάδα που έχει εσωτερικεύσει την υποτέλεια και βαδίζει πλέον με τον αυτόματο πιλότο, έχοντας υπογράψει την καταδίκη της για δεκαετίες.
Όσοι προαναγγέλλουν μια τέτοιου είδους «μεταμνημονιακή εποχή», πίσω από τις λέξεις ζητούν απλώς λίγη περισσότερη αυτονομία του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Να μπορεί κάπως να «κυβερνά», όντας στο τιμόνι μιας θεσμοποιημένης αποικίας.
Η «αριστερή υπογραφή» τη στιγμή που το δεξί χέρι υπογράφει και ψηφίζει την εμβάθυνση του ειδικού καθεστώτος, είναι σκέτη απάτη. Δεν μπορούν να βγάλουν τη χώρα από τον βούρκο όσοι τη βούλιαξαν μέσα σε αυτόν.