Οι εφημερίδες της Aριστεράς (και όχι μόνο) είναι γεμάτες από τα τερατώδη αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής στα σχολεία.

Της Έλενας Πατρικίου

Σχολεία που ερειπώνονται, υλικοτεχνικές υποδομές που καταρρέουν, δάσκαλοι και καθηγητές με πετσοκομμένους μισθούς, παιδιά που λιποθυμούν από εξάντληση κοκ. Ζητήματα άκρως επείγοντα, τόσο επείγοντα που οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία του σχολείου να μοιάζει επιπόλαιη, περιττή, ραπανάκι για την όρεξη και ίσως τελικά στρεψόδικη. Οι ρυθμοί, άλλωστε, με τους οποίους ξεχαρβαλώνονται τα εκπαιδευτικά συστήματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμα και στην κραταιή Γαλλία που γέννησε το λαϊκό σχολείο, μας επιτρέπουν να συγχωρέσουμε εις εαυτούς κάποιες υπόνοιες για ένα είδος «συνωμοσίας» που διαλύει τα σχολεία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Από την εποχή του Γληνού τουλάχιστον, η Αριστερά, κομμουνιστική όλων των τάσεων και σοσιαλδημοκρατική ωσαύτως, παρέπαιε (και τελικά σκόνταφτε) στην λογική αντίφαση που της δημιουργούσε μία κοντόφθαλμη ταξική ερμηνεία του σχολικού και εκπαιδευτικού φαινομένου: Aν καταγγέλουμε την υπάρχουσα αστική παιδεία ως ταξική, πώς θα εξηγήσουμε ότι η δική μας αντίστροφα ταξική παιδεία θα είναι καλύτερη, δικαιότερη, παιδαγωγικότερη και, κυρίως, ανθρωπιστικότερη; Αν καταδικάζουμε την αστική παιδεία ως καταπιεστικό μηχανισμό ιδεολογικής αναπαραγωγής, πώς είμαστε σίγουροι ότι η δική μας σχολική δομή θα είναι, αντιθέτως, ένας μηχανισμός παραγωγής ελευθερίας; Ανάμεσα στο ουμανιστικό (και, δυστυχώς, αστικό) ιδεώδες μίας ουμανιστικής παιδείας, και στον καπιταλιστικό ρεαλισμό της επαγγελματικής κατάρτισης (του οποίου την πεπονόφλουδα συχνότατα πατήσαμε), πώς θα ισοζυγιάσουμε μια παιδεία που θα προωθεί την ελευθερία στην γνώση με την εξασφάλιση ενός συγκροτημένου δικαιώματος στην εργασία; Και, τελικά, το σχολείο που προσπαθούμε να διορθώσουμε, πολύ περισσότερο αυτό που ευαγγελιζόμαστε, θέλουμε να έχει σχέση με την ελεύθερη γνώση του ανθρωπισμού ή θα είναι μία εμπαλωτισμένη κουρελού, με υφάδι τον αστικό μηχανισμό καταπίεσης και στημόνι τις αριστερές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις;

Η πεποίθηση πως «η Μάχη του Μαραθώνα» (ή οποιαδήποτε άλλη μάχη, αδιάφορο) «έγινε στη σελίδα 42» (ή σε οποιαδήποτε άλλη σελίδα, αναλόγως), είναι εδώ και δεκαετίες κοινός τόπος μεταξύ Ελληνοπαίδων. Και την πεποίθηση αυτή την ενστάλαξαν στα κεφάλια τους τόσο αριστεροί όσο και δεξιοί γονείς, τόσο αριστεροί όσο και δεξιοί δάσκαλοι. Γονείς και δάσκαλοι οι οποίοι υπηρέτησαν ένα και μοναδικό ιδανικό, το ιδανικό του Lower. Το ιδανικό της επετηρίδας, των «αντικειμενικών» εξετάσεων, της αποστήθισης, των φροντιστηρίων, της εξαντλητικής και αποβλακωτικής προσπάθειας για την κατάκτηση του απολύτου τίποτα.

Ακόμα κι αν έβρεχε, ως παιδαγωγικό μάννα εξ ουρανού, θρανία, κιμωλίες, εργαστηριακούς εξοπλισμούς και δίκαιους μισθούς για τα σχολεία μας εν μέσω μνημονιακών καταστροφών, το ερώτημα του «πότε έγινε η μάχη του Μαραθώνα» θα παρέμενε. Όπως θα παρέμενε το ερώτημα του τι ακριβώς θέλουμε να μάθουν τα παιδιά στα σχολειά του παρόντος και του μέλλοντος. Και, πολύ περισσότερο, πώς. Πώς θέλουμε να μάθουν. Και γιατί. Και από τι είδους δασκάλους.

Προφανώς δεν «φταίει ο εκπαιδευτικός για τα εξαθλιωμένα παιδιά» και όλες τις άλλες (φοβερές) ελλείψεις, όπως γράφτηκε και στον Δρόμο προσφάτως. Αλλά αν ο δάσκαλος δεν πιστεύει ότι είναι υπεύθυνος και δεν δρα, όχι σε συνδικαλιστικό επίπεδο, αλλά σε παιδευτικό, σαν να είναι αυτός ο μόνος υπεύθυνος για την ζωή, την ευτυχία, το παρόν και το μέλλον του κάθε παιδιού που έχει στην (ελλιπή) τάξη του, και πως αυτό είναι το πιο αμείλικτο στοίχημα διαρκούς αξιολόγησής του, τότε η σοσιαλιστική παιδεία δεν έχει πολλές ελπίδες να αποδειχτεί καλύτερη από την καπιταλιστική. Ούτε πιο ελεύθερη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!