Η νεοτερικότητα ως άρνηση της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας – Μοναρχευομένη ολιγαρχία, αντιπροσώπευση και δημοκρατία – Σχετικά με τη φύση και το μέλλον του σημερινού πολιτικού συστήματος
Του Γιώργου Κοντογιώργη
B’ Μέρος (Διαβάστε εδώ το Α’ μέρος)
5. Ερωτάται ποιος είναι ο χρόνος της δημοκρατίας. Με μια λέξη είναι το τέλος μιας μακράς διαδρομής στη διαδικασία ολοκλήρωσης του ανθρωποκεντρικού ανθρώπου, και όχι η αρχή της εξόδου του από τη φεουδαρχία/δεσποτεία. Όπως ο κάθε άνθρωπος έτσι και ο κοινωνικός άνθρωπος δεν γίνεται να γεννηθεί στη φάση της ολοκλήρωσής του. Η κοινωνική βιολογία έχει τις δικές της προδιαγραφές…
Η επισήμανση αυτή, από μόνη της, εξηγεί γιατί ουδείς διαδηλώνει στις ημέρες μας για τη δημοκρατία, ουδέ καν για την αντιπροσώπευση. Εάν δεν είχε προϋπάρξει ο ελληνικός κόσμος είναι προφανές ότι ο διάλογος για τη δημοκρατία σήμερα θα ήταν εκτός «ατζέντας» και το πολίτευμα θα περιγραφόταν όπως και στην ομόλογη περίοδο της ελληνικής πόλης. Κατά τον χαρακτήρα του.
Η εμμονή, όμως, να ορίζεται η απλώς μοναρχευομένη ολιγαρχία ως δημοκρατία έχει κρίσιμες επιπτώσεις. Εάν λ.χ. αντιτείνει κάποιος ότι δεν αρέσκεται στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, θα είναι υπόλογος προσήνειας στο αυταρχικό καθεστώς. Με άλλα λόγια, η παραδοχή ότι το σημερινό σύστημα είναι δημοκρατικό δεσμεύει τη σκέψη και απαγορεύει το μέλλον. Εξίσου περιοριστικό και μάλιστα διαστρεβλωτικό είναι το επιχείρημα της «αμεσοδημοκρατίας». Δεν είναι τυχαίο ότι η νεοτερικότητα δεν έχει πρόταση για το μέλλον της εξέλιξης, αφού το μέλλον κατ’ αυτήν, ο καταληκτήριος σταθμός της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, είναι εδώ. Το παρόν αντανακλά την τελείωση και άρα η αμφισβήτησή του μόνο δεινά προοιωνίζεται.
Τα ανωτέρω φανερώνουν ότι τελικά η νεοτερικότητα πάσχει από έλλειμμα γνωσιολογίας και από υπερβολική δόση μονοσήμαντης ιδεολογίας που οδηγεί στην ηγεμονία της ενιαίας σκέψης και πράξης. Ένα σύστημα για όλον τον κόσμο, ένας σκοπός της πολιτικής, μια λύση για τα προβλήματα… Μόνο που η ιδεολογία αυτή λειτουργεί εφεξής συντριπτικά σε βάρος των κοινωνιών.
6. Εάν έτσι έχει το πράγμα ποια αξία έχει η συζήτηση για τη δημοκρατία και την αντιπροσώπευση.
Πρώτον, για να απελευθερωθεί η αλήθεια και η σκέψη ώστε να ανοίξει ο ορίζοντας της προβληματικής για την ανθρώπινη κατάσταση και να μην είναι εγκιβωτισμένος στο δίλημμα κοινοβουλευτισμός ή δικτατορία. Που, εξάλλου, είναι ετεροθαλή αδέλφια και εξίσου υπόλογα για την κακή τροπή των σημερινών πραγμάτων.
Δεύτερον, δεδομένης της διαπίστωσης ότι η εποχή μας σηματοδοτείται από τη μετάβαση σε μια άλλη φάση, που αφήνει πίσω της εποχή του Διαφωτισμού, το σύστημα, οι αξίες, οι ιδεολογίες, που υπηρέτησαν την προηγούμενη περίοδο, έχουν χάσει τη χρησιμότητά τους και μάλιστα έχουν αποβεί η χειραγωγός αιτία της δυσανεξίας των κοινωνιών. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι έχουν ανατραπεί άρδην οι συσχετισμοί καθώς η μεν οικονομία έχει μεταβεί στο μέλλον του πλανητικώς επιχειρείν, η δε κοινωνία παραμένει δέσμια στις βεβαιότητες και στον τρόπο πολιτικής δράσης του 18ου αιώνα. Εάν συνομολογήσουμε ότι ο παλαιός τρόπος δράσης (οι διαδηλώσεις, οι απεργίες, η συμμετοχή στα κόμματα ή στις εκλογές) και μαζί τους οι ομόλογες ιδεολογίες, στη βάση των οποίων συναντιόνταν οι ηγεσίες με το λαό, δεν παράγουν αποτέλεσμα, η λύση οφείλει να αναζητηθεί αλλού. Η Ιστορία διδάσκει ότι όσο η οικονομία αυτονομείται και εξέρχεται του κράτους τόσο οι κοινωνίες για να αντισταθμίσουν τη δύναμη της επιχειρούν να εισέλθουν στην πολιτεία.
Η επανείσοδος των κοινωνιών στην Ιστορία δεν θα γίνει με την ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης ούτε με την παγκοσμιοποίηση των κινημάτων, ούτε με τη διαμαρτυρία στους δρόμους, ούτε και με την εναλλαγή των πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία, ούτε με την επίκληση της δεοντολογίας ούτε, προφανώς, με «αμεσοδημοκρατικές» ανοησίες. Επιπλέον, οφείλουμε να συνομολογήσουμε ότι ακόμη και εάν η δημοκρατία θα μπορούσε να γοητεύσει κάποιους μεμονωμένους ρομαντικούς, δεν είναι ο χρόνος της. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, που ανάγονται στην οικονομία, στην κοινωνική ωριμότητα και στο ομόλογο αξιακό σύστημα. Εξού και ουδείς ενδιαφέρεται γι’αυτήν ούτε και συλλαμβάνει την ουσία του σκοπού και το σύστημά της.
Η μετάβαση των κοινωνιών στο μέλλον και η ανάκτηση των συσχετισμών θα γίνει κατά μικρόν, με την είσοδό τους στην πολιτεία, δηλαδή με την αντιπροσωπευτική μεθάρμοση του πολιτικού συστήματος, αρχής γενομένης από την αφετηρία μιας σχετικής προσομοίωσης. Η μεταβολή της κοινωνίας σε καθημερινό πολιτικό θεσμό με άμεση συνεκτίμηση της βούλησής της στην πολιτική διαδικασία, είναι η μόνη ικανή να αλλάξει τον χάρτη των συσχετισμών τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και στο πλανητικό πεδίο. Αρκεί να σκεφθούμε ποιο θα ήταν το μίγμα των πολιτικών του κράτους, της Ευρώπης, εάν έπρεπε για την τελείωση των αποφάσεων να συναινέσει έστω απλώς η κοινωνία.
Εξού και επιμένω ότι η μετάβαση στο μέλλον της εποχής μας και η αναπροσανατολισμός των πολιτικών υπέρ της κοινωνίας, αντί των αγορών, διέρχεται από μια επανάσταση των εννοιών. Ήτοι από ένα νέο πρόταγμα που θα αξιώνει την ανάκτηση της ιδιότητας του εντολέα από την κοινωνία, που θα μετεξελιχθεί σε δήμο. Το πώς θα γίνει αυτό, που κάποιοι προβάλλουν ως το βασικό εμπόδιο όταν δεν έχουν κάτι άλλο να πουν, είναι απλό. Στο μέλλον η αντιπροσωπευτική πολιτεία, όπως και αργότερα η δημοκρατία, θα οικοδομηθούν στο επίπεδο της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Στο παρόν, η λύση είναι ανέξοδη και πιο απλή. Η καθιέρωση του «δημοκοπικού δήμου» με στατικό ή και διαμορφωτικό της πολιτικής ατζέντας περιεχόμενο.
Όσο πιο γρήγορα υπάρξει επίγνωση του γεγονότος αυτού, τόσο λιγότερες θα είναι οι αρνητικές συνέπειες από την συντριπτική ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος των κοινωνιών και την συντηρητική περιχαράκωση των πολιτικών ελίτ και της διανόησης, όλων των αποχρώσεων, οι οποίες εμμονικά εξακολουθούν να θύουν στο οστεοφυλάκιο του Διαφωτισμού, ουσιαστικά όμως να λειτουργούν ως θεραπαινίδες της διεθνούς των αγορών.
Σε κάθε περίπτωση είναι εφιαλτικό να εξακολουθεί σύσσωμος ο νεοτερικός κόσμος από τη Δεξιά έως την Αριστερά, να παραμένει εγκιβωτισμένος σε ένα πολιτικό σύστημα που παρέχει σε έναν (ή έστω σε ολίγους) την απόλυτη εξουσία να αποφασίζει τι είναι συλλογικό, τι συμφέρει στη χώρα, ποια είναι η βούληση της κοινωνίας ή του σύνολου κόσμου, προνοώντας συγχρόνως αυτός ο ένας (και οι περί αυτόν παρακοιμώμενοι) να τοποθετείται υπεράνω του νόμου (της πολιτείας δικαίου), να μην ελέγχεται ούτε να υπέχει ευθύνη για τις πράξεις του και τις πολιτικές του, και ουσιαστικά να εξουσιοδοτείται από το Σύνταγμα να εξαπατά χωρίς συνέπειες το εκλογικό σώμα, να αντιστρατεύεται τη βούληση της κοινωνίας και σε τελική ανάλυση, να τη βλάπτει με τις πολιτικές του επιλογές ή ακόμη να εκχωρεί συμφέροντα ή να καθορίζει τη διεθνή της θέση. Το οποίο επιπλέον να αποκαλείται δημοκρατία!…