ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Σταμάτη Μαυροειδή

 

O ΣΥΡΙΖΑ και η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση δεν απέτυχαν στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, ή έστω δεν απέτυχαν μόνο εκεί. Αν και τα πράγματα είναι ακόμη νωπά για εκτιμήσεις κι απολογισμούς, φαίνεται πως η αποτυχία είχε ήδη συντελεστεί σ’ ένα άλλο, εξίσου σημαντικό πεδίο. Αναφερόμαστε στην ανικανότητα και αυτής της κυβέρνησης να συμβαδίσει με τη λαϊκή προσδοκία, να κάμψει το θυμό της, να ανατάξει το φρόνημα, να κάνει έστω «…ένα ή δύο πράγματα» από αυτά που περιείχαν οι προεκλογικές της εξαγγελίες. Όπως και οι προκάτοχοί της, απέφυγε να επωμισθεί την ευθύνη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, σημειώνει ο Βασίλης Καραποστόλης, καθηγητής Πολιτισμού & Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με δυο λόγια, συνεχίζει, δεν υπήρχε στρατηγική, επειδή συνεχώς οι φορείς της ριζικής κοινωνικής αλλαγής θεωρούσαν ότι βρίσκονταν υπό την πίεση των τρεχουσών εξελίξεων. Είναι ένα άγχος που προήλθε από την έκβαση του εμφυλίου. Αλλά αυτό το άγχος λιγότερο προστάτεψε την Αριστερά και περισσότερο τής στένεψε τον ορίζοντα…

 

Ένας ακόμη κύκλος φαίνεται ότι κλείνει με πάταγο. Η κυβέρνηση σύρεται σε εκλογές μεγεθύνοντας -άθελά της ίσως- την ήδη τεράστια διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία και το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Ξεκινώντας τη συζήτηση θα ήθελα τη ματιά σας στις τελευταίες εξελίξεις.

Η διάσταση ανάμεσα στην κοινωνία και το εγχώριο πολιτικό σύστημα αφορά κυρίως το αίσθημα της ασφάλειας. Το πολιτικό σύστημα απέδειξε πως δεν είναι κατ’ ουσίαν σύστημα εφόσον αδυνατεί να παράσχει στους πολίτες και ιδίως στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ορισμένες στοιχειώδεις εγγυήσεις ότι η θέση τους δεν είναι εντελώς ανοχύρωτη απέναντι στις οικονομικές συγκυρίες. Οι πολίτες αγωνιούν βλέποντας πως οι εκπρόσωποί τους έφθασαν να αποτελούν οι ίδιοι απειλή, εξαιτίας της ανικανότητάς τους. Η ανικανότητα προστέθηκε στη διαφθορά. Και ενώ ως προς την διαφθορά η εμπειρία έδειχνε πως είναι μάλλον μια ανίατη πάθηση, ως προς τις διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες των εκάστοτε κυβερνώντων και των αξιωματούχων του κράτους, υπήρχε ανέκαθεν μια κάποια προσδοκία πως θα βελτιωνόταν. Μερικές αποτελεσματικές ενέργειες ενός υπουργού ή ενός διοικητή δημόσιου οργανισμού θα μπορούσαν να μετριάσουν ή ακόμη και να αντισταθμίσουν την ελλειμματική πολιτική ηθική του. Αυτή ήταν μια λαϊκή προσδοκία που ξεγελούσε κάπως τον θυμό. Αλλά και αυτή ακόμα διαψεύσθηκε τα τελευταία χρόνια.

 

Υπάρχει ένα παράδοξο κ. Καραποστόλη: Από τη μια μεριά βλέπουμε μια βίαιη ωρίμανση στη συνείδηση των πολιτών και απ’ την άλλη ένα ανυπόληπτο και απαξιωμένο σύστημα που δεν θέλει ή δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τις αυταπάτες του. Πρόκειται για επιλογή ή για άγνοια των εκπροσώπων του;

Αν κοιτάξουμε προσεκτικά τα γεγονότα θα δούμε ότι οι κυβερνήσεις πολύ πριν από την κρίση λίγο ως πολύ σήκωναν τα χέρια τους μπροστά στα προβλήματα. Υπήρχε κάτι σαν παράλυση συνδυασμένη με εθελοτυφλία. Αρκεί να θυμηθούμε τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή ότι η επερχόμενη κρίση δεν υπήρχε περίπτωση να πλήξει τη χώρα. Σε ανάλογους εξορκισμούς προέβαινε και ο υπουργός Οικονομικών λίγο πριν ξεσπάσει η χρηματιστηριακή κρίση το 2000. Η τύφλωση αυτή είναι πραγματικά σκανδαλιστική. Συνεχίσθηκε δε έως πρόσφατα. Με ρωτάτε αν πρόκειται για άγνοια ή για επιλογή των πολιτικών. Είναι μάλλον «εκούσια άγνοια»: αποφεύγουν να δουν την πραγματικότητα για να μην επωμισθούν την ευθύνη να την αντιμετωπίσουν.

 

Πού οφείλεται αυτό;

Οφείλεται στο ότι γενικά στη χώρα μας σε όλο το πολιτικό φάσμα, αν και σε διαφορετικούς βαθμούς, η στρατηγική σκέψη είναι υποτυπώδης. Η αστική τάξη δεν επιδόθηκε στο πεδίο της εξουσίας παρά μόνο σε μανούβρες. Έκανε περίπου το ίδιο με αυτά που έκανε και στην οικονομία. Όμως και στην Αριστερά η σκέψη των ιθυνόντων όλο και περισσότερο περιοριζόταν στη λεγόμενη «ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων». Την ενδιέφερε πιο πολύ ο συσχετισμός των δυνάμεων παρά η κατεύθυνση που παίρνουν οι δυνάμεις, ο προσανατολισμός τους, η ιστορική προοπτική τους. Με δυο λόγια, δεν υπήρχε στρατηγική, επειδή συνεχώς οι φορείς της ριζικής κοινωνικής αλλαγής βρίσκονταν –για την ακρίβεια θεωρούσαν ότι βρίσκονταν– υπό την πίεση των τρεχουσών εξελίξεων. Είναι ένα άγχος που προήλθε από την έκβαση του εμφυλίου. Αλλά αυτό το άγχος επιβίωσης λιγότερο προστάτεψε την Αριστερά και περισσότερο τής στένεψε τον ορίζοντα. Οι συνέπειες φθάνουν μέχρι σήμερα, μέχρι την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Η κοινωνία εμπιστεύθηκε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ύστατο ανάχωμα ελπίδας απέναντι στη μνημονιακή συντριβή. Το αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης κατέληξε σε μια ακόμη ταπεινωτική συμφωνία. Θεωρείτε ότι τα επιχειρήματα της κυβέρνησης για το πώς φθάσαμε σε αυτήν είναι επαρκή και πειστικά;

Μπορεί κανείς να δεχθεί την άποψη ότι το βάρος που παρέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ από τους προκατόχους του ήταν πολύ μεγάλο. Αυτό δικαιολογεί τη δυσκολία του να κάνει τα πρώτα του βήματα. Από εκεί και πέρα όμως εμφανίσθηκε το πρόβλημα της δικής του αδυναμίας να εκτιμήσει την κατάσταση με στοιχειώδη ρεαλισμό. Φάνηκε εδώ πόσο έλειψε η σκέψη εκείνη που τοποθετεί μια χώρα, ένα έθνος σε μια προοπτική, που καθορίζει τις επιδιώξεις της λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς και τα συμφέροντα άλλων κρατών. «Πολιτική -έλεγε ο Μοντεσκιέ- είναι να θέλεις αυτό που μπορείς». Στη διάρκεια της περιβόητης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές τι ήθελε η ελληνική πλευρά; Ήθελε να πάρει αυτό που δεν ήθελε να ξέρει αν το μπορεί. Δεν είναι όμως πολιτική ανάλογη των περιστάσεων μια τέτοια στάση.

 

Ας έρθουμε στο μέλλον της χώρας που δεν είναι άλλο από τα παιδιά. Στο πρόσφατο δημοψήφισμα η… ακίνητη νεολαία αντέδρασε στηρίζοντας αποφασιστικά το «όχι». Για σας, που ως πανεπιστημιακός έχετε επαφή και εμπειρία με τις συμπεριφορές των νέων, το «όχι» αυτό ήταν χειρονομία αντίστασης;

Για να ήταν, πραγματικά, χειρονομία αντίστασης θα έπρεπε να συνοδευόταν από μια ετοιμότητα να γίνουν αποδεκτές οι πιθανές δυσάρεστες επιπτώσεις. Νομίζω πως το αρνητικό αυτό ενδεχόμενο κατά κάποιον τρόπο το απώθησαν αρκετοί από τους υποστηρικτές του «Όχι». Τους ενδιέφερε περισσότερο να προβάλουν στα ίδια τους τα μάτια την εικόνα ενός ατόμου που δεν υποτάσσεται σε ξένες θελήσεις, παρά να βρουν, μέσα από την πράξη τους, το ποιος είναι πραγματικά ο εαυτός τους, στο όνομα τίνος θα υποφέρουν και θα αγωνιστούν. Με έναν τρόπο το «Όχι» δηλώνει την άρνηση να μας καθορίζει ολοκληρωτικά ως ανθρώπους το χρέος και η φτώχεια. Δεν αρκεί όμως αυτό για να βρούμε τι αξίζουμε. Πρέπει και να εργαστούμε εις πείσμα των δυσκολιών, να πούμε ένα αρχικό «ναι» σε ό,τι ανάποδο μας τυχαίνει προκειμένου να πάμε πέρα από αυτό.

 

Είναι πολλοί εκείνοι που εύκολα μιλούν για την απάθεια των νέων και το έλλειμμα συμμετοχής τους στα κοινά. Τι ελκυστικό προσφέρουν τα κοινά ώστε να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον και την έμπνευσή τους;

Είναι αξιοσημείωτο –και παρήγορο– ότι αρκετοί νέοι σήμερα, αντιμέτωποι με την κρίση αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η ατομικότητά τους και η φιλαρέσκεια που συχνά τη χρωματίζει δεν οδηγούν παρά σε έναν αδιάκοπο μετεωρισμό. Κινούνται μέσα σε ένα είδος κενού που δημιουργείται από την απουσία δεσμών με τους άλλους. Και μόνο η λέξη δεσμός μέχρι τώρα σχεδόν τους απωθούσε. Την ταύτιζαν με την υποχρεωτική στασιμότητα, με το να στριμώχνεται κανείς μέσα σε ένα στενό κύκλο προσώπων. Η καταναλωτική κοινωνία, εξάλλου, τους καλούσε να είναι γενικώς ευκίνητοι: να μην προσκολλώνται πουθενά, να αλλάζουν τις γνωριμίες και τους φίλους τους, όπως αλλάζουν και τις προτιμήσεις τους για διάφορες μάρκες προϊόντων. Αλλά να που οι ίδιοι μηχανισμοί που τους έριχναν τα δολώματα της αγοράς, σήμερα τους σπρώχνουν αδυσώπητα στην κατηγορία ενός πληθυσμού περισσευούμενου. Είναι τρομακτικά αφύσικο να λέει μια κοινωνία στους νέους της ότι δεν τους χρειάζεται. Αυτό το σοκ δεν ξεπερνιέται εύκολα και ούτε κατά μόνας. Γι’ αυτό οι δεσμοί, η συλλογικότητα αποκτούν μια καινούργια σημασία για τη νέα γενιά. Είναι ο τόπος μιας κοινής άμυνας. Τη δεκαετία του ’60 η νεολαία διαισθάνθηκε αυτό που την περίμενε και αντέδρασε επιθετικά. Σήμερα, είναι υποχρεωμένη να αμυνθεί. Το ζήτημα βέβαια είναι να αποφευχθεί η συσπείρωση που χαρακτηρίζει συχνά εκείνους που νιώθουν ότι διώκονται και φοβούνται ότι οι διώκτες δεν θα πάψουν ποτέ να τους κυνηγούν. Το σύνδρομο του αδίκως και πρωίμως κατατρεγμένου δεν θα έφερνε καμιά καλυτέρευση στο μέλλον. Άμα νιώθει κανείς θύμα είναι πιο πιθανό να αγανακτεί και να ξεθυμαίνει διαμαρτυρόμενος παρά να σφίγγει τα δόντια και να ετοιμάζει την αντεπίθεσή του.

 

Η εργασία όλων είναι ο κλήρος μας

Χρειάζεται να χαθούν πολλά για να σωθούν τα ελάχιστα… Είναι μια φράση δική σας, που μου άρεσε. Τι πρέπει να χάσουμε για να σώσουμε τι, κύριε Καραποστόλη;

Οι προηγούμενες γενιές παρέδωσαν στους νεότερους μια πείρα που έλεγε: φυλαχθείτε από τα γυρίσματα των καιρών. Δεν έφθασε όμως ποτέ η προειδοποίηση αυτή να γίνει συγκεκριμένες οδηγίες προς τα άτομα, όπως συνέβη στην εβραϊκή παράδοση όπου το χειρότερο σενάριο θεωρείται σκόπιμο να εξετάζεται πρώτο και μετά να ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα. Για τους Έλληνες ο κόσμος και η μοίρα δεν μοιάζουν τόσο αυστηροί. Συντηρήθηκε, έτσι, η ελπίδα ότι για τα δεινά που υφίστανται οι πιο αδύναμοι θα έρθει κάποτε μια αποζημίωση καταλυτική (δώρο της Τύχης ή παλαιότερα κάποιου αρωγού Αγίου). Τώρα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτήν την ελπίδα, πράγμα οδυνηρό. Αλλά είναι κάτι που επιβάλλεται να γίνει. Πρέπει να σωθεί η πίστη ότι η εργασία όλων είναι ο κλήρος μας και ότι ακόμη και αν μας κλέβουν, δεν είναι άδικος κόπος να προσπαθούμε να δικάσουμε τους κλέφτες, ενώ παράλληλα θα συνεχίζουμε τη δουλειά μας, που είναι το κύριο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!