Η επιδημία αναστατώνει κυβερνήσεις και επιτελείς υγείας σε Ελλάδα και Ευρώπη
Κείμενα: Χριστόδουλος Δολαψάκης, Μαρία Κουρούση
Πολύς λόγος γίνεται ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό διάστημα στα ΜΜΕ για την επιδημία της ιλαράς. Οι επιστήμονες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας εκτιμούσαν ότι το 2010 θα είχε εξαλειφθεί αυτή η ασθένεια όμως δεν υπολόγισαν τις νέες διαστάσεις που πήρε η ιλαρά λόγω της μη πρόληψης της με εμβολιασμό για διάφορους αλλά σοβαρούς λόγους. Το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα εκδηλώθηκε φέτος τον Μάιο ενώ μέχρι τα τέλη του Σεπτεμβρίου έχουν καταγραφεί 166 κρούσματα ιλαράς στη χώρα μας. Έξι από αυτά τα κρούσματα αφορούσαν άτομα που εργάζονται στο ΕΣΥ. Την ίδια στιγμή στη γειτονική Ιταλία μέχρι στιγμής από τον ιό της ιλαράς έχουν προσβληθεί 300 γιατροί δημοσίων νοσοκομείων ενώ ανάλογες καταστάσεις εμφανίζονται στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση της Ελλάδα τα αίτια της επιδημίας αφορούν κατά κύριο λόγο την πλήρη απαξίωση του, υπό μνημονιακού καθεστώτος, δημόσιου συστήματος υγείας ενώ στην περίπτωση της Ευρώπης και των ΗΠΑ έρχονται να προστεθούν και οι συνέπειες της δράσης του «αντιεμβολιαστικού κινήματος» στις ήδη προβληματικές δομές υγείας.
Τι είναι η ιλαρά;
Η ιλαρά είναι μια ιογενής νόσος, με υψηλή μεταδοτικότητα (περισσότερο από 90% μεταξύ ανεμβολίαστων ατόμων) και σοβαρές επιπλοκές στο 30% των ασθενών (εγκεφαλίτιδα, πνευμονία, θάνατος). Πριν την εφαρμογή συστηματικού εμβολιασμού τα κρούσματα ανέρχονταν στα εκατό εκατομμύρια και οι θάνατοι ως και έξι εκατομμύρια ανά έτος. Στις ανεπτυγμένες χώρες, πριν την καθιέρωση του εμβολιασμού, νοσούσε περίπου το 90% του πληθυσμού ως την ηλικία των 15 ετών.
Σε χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, η επίπτωση της ιλαράς μειώθηκε έως και 98%, ενώ σταμάτησαν οι επιδημικοί κύκλοι της νόσου. Για τον λόγο αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει εμβολιαστική κάλυψη τουλάχιστον του 95% του πληθυσμού, ώστε μέσω της «ανοσίας της αγέλης» να προστατεύονται άτομα που δεν μπορούν να εμβολιαστούν όπως βρέφη κάτω του έτους, ανοσοκατεσταλμένοι κ.λπ.
Αν και η ιλαρά αποτελεί νόσο-στόχο προς εξάλειψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, και παρά την σημαντική μείωση των κρουσμάτων την τελευταία διετία, από τις αρχές του 2016 έχουν αναφερθεί 14.000 κρούσματα ιλαράς στην Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, Ρουμανία, Ουκρανία), 43 από τα οποία κατέληξαν στο θάνατο. Στη χώρα μας, μιλάμε πλέον για επιδημική έξαρση της ιλαράς, καθώς από την άνοιξη έως τις αρχές Οκτωβρίου, έχουμε 215 διαπιστωμένα κρούσματα, την ίδια στιγμή που κατά τα έτη 2012-2014 η επίπτωση ήταν μόλις 8 κρούσματα ανά έτος.
Τα κρούσματα αφορούν κυρίως σε μικρά παιδιά κάτω της ηλικίας των 5 ετών (αλλά και επαγγελματίες υγείας) ελληνικής υπηκοότητας, που είναι ανεμβολίαστα ή ατελώς εμβολιασμένα, με σοβαρές επιπλοκές σε κάποιες περιπτώσεις. Η επιδημία δεν φαίνεται να συνδέεται με τα πρόσφατα προσφυγικά ρεύματα στην Ευρώπη, αλλά αντίθετα έρχεται ως αποτέλεσμα της μειωμένης εμβολιαστικής κάλυψης του ντόπιου πληθυσμού, παρά την δυνατότητα δωρεάν εμβολιασμού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Κακά τα μαντάτα για τη χώρα μας
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, το «αντεμβολιαστικό κίνημα» φαίνεται πως δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παρούσα επιδημία ιλαράς. Συνδέεται όμως στενά με μια νέα κατεύθυνση που φαίνεται να παγιώνεται στο χώρο της υγείας. Σε μια Ευρώπη που η υγεία σταδιακά θεωρείται πολυτέλεια και το κράτος αποποιείται των ευθυνών του, τα ζητήματα υγείας τελικά αποτελούν προσωπικά προβλήματα και η πρόληψη από συλλογική έγινε ατομική υπόθεση, με την βοήθεια του διαδικτύου ή του… Θεού.
Παρά τις συνεχείς εξαγγελίες περί του αντιθέτου, η πρωτοβάθμια υγεία όχι απλά δεν ενισχύθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, αλλά «ξεζουμίστηκε» για να ενισχυθούν τα νοσοκομεία, τα οποία παραπαίουν. Η πρόσβαση των πολιτών σε δομές υγείας αφορά επομένως κυρίως οξέα νοσήματα, ενώ η προληπτική ιατρική έχει πεταχτεί στο περιθώριο, υπό το βάρος της επίλυσης πιο «επειγόντων ζητημάτων». Δεν χρειάζεται κανείς να δουλεύει στο χώρο της υγείας για να γνωρίζει πώς ο τομέας αυτός διέπεται από την αρχή του «μπαλώματος τρυπών». Αυτή είναι άλλωστε και η επίσημη τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Π. Πολάκη, ο οποίος δήλωσε πως «παραλάβαμε καμένη γη», χρησιμοποιώντας την ιστορική ρήση του Α. Παπανδρέου. Τα κέντρα υγείας από δομές πρωτοβάθμιας περίθαλψης έχουν γίνει κέντρα διαλογής για τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των γειτονικών νοσοκομειακών μονάδων, η υποστελέχωση σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό ενισχύει την «αναγκαστική» προχειρότητα και η ταλαιπωρία των ασθενών εντείνεται κάνοντας την πρόσβαση στην Υγεία αδύνατη. Η Υγεία στην Ελλάδα είναι σε μια κατάσταση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Και αυτή η κουτσουρεμένη Δημόσια Υγεία δεν αφορά πλέον μόνο τις μειονότητες ή τους διαχρονικά κοινωνικά αποκλεισμένους. Μπορεί η πλειοψηφία των κρουσμάτων στην παρούσα επιδημία να αφορούσε μικρά παιδιά Ρομά, που ανήκουν σε μια «παραδοσιακά» περιθωριοποιημένη κοινωνικά ομάδα, όμως η συνεχής φτωχοποίηση και η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, η τεράστια διεύρυνση των ανισοτήτων, η εξαθλίωση και τα άμεσα αποτελέσματα του μνημονιακού καθεστώτος είναι εδώ και επισφραγίζουν τον επί της ουσίας αποκλεισμό μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από το δημόσιο σύστημα υγείας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών στη χώρα μας, επισκέπτονται παιδίατρο, συνήθως στα επείγοντα των νοσοκομείων, μόνο όταν νοσήσουν, δεν έχουν τακτική παιδιατρική παρακολούθηση και κατά συνέπεια επαρκή εμβολιασμό. Αυτό έως πρόσφατα αποτελούσε αποκλειστικό «προνόμιο» των εξαθλιωμένων που δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη παιδιάτρων στο δημόσιο σύστημα υγείας με το να πληρώσουν έναν ιδιώτη.
Μέσα σ ’αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η επιδημία ιλαράς δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη. Η επιτυχής εξάλειψη αλλά κυρίως η πρόληψη μιας τέτοιας επιδημίας, απαιτεί συνολικό επαναπροσανατολισμό της πολιτικής που ασκείται, της στάσης απέναντι στην κοινωνία ως σύνολο, της έννοιας της υγείας.
Το «αντιεμβολιαστικό κίνημα» και η επανεμφάνιση ξεχασμένων ασθενειών
Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων σε επίπεδο κοινότητας στηρίζεται στην λεγόμενη «ανοσία αγέλης», ένα όμορφο παράδειγμα αλληλεγγύης: όσα περισσότερα άτομα εμβολιάζονται, τόσο προστατεύονται τα άτομα που είτε είναι ακόμα ανεμβολίαστα είτε αδυνατούν για διάφορους λόγους να εμβολιαστούν. Η επιδημία ιλαράς στην Ευρώπη αποκαλύπτει ότι αυτή η αλυσίδα αλληλεγγύης έσπασε, όχι μόνο επειδή συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. Ρομά) είναι ανεμβολίαστες αλλά και επειδή το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης στο γενικό πληθυσμό είναι χαμηλό. Ο σκεπτικισμός έναντι των εμβολίων, η άρνηση των γονέων να εμβολιάσουν τα παιδιά τους θεωρείται πλέον μία υπαρκτή τάση και άποψη και δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός «αντιεμβολιαστικό κίνημα».
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα εμβόλια, οι αρνητές των εμβολίων ήταν άνθρωποι κατά βάση των κατώτερων οικονομικά τάξεων με φτωχή μόρφωση και βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές δεισιδαιμονίες. Η πρόσβαση στο σύστημα υγείας ολοένα και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού και η εξαφάνιση θανατηφόρων ασθενειών έκαναν να σβήσει γρήγορα αυτό το πρώτο, σχεδόν γραφικό, κύμα αμφισβήτησης. Σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας καινούργιας «γενιάς» σκεπτικιστών, γονείς κατά κανόνα νέοι, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, οικονομικά ανεξάρτητοι.
Ίσως ο κύριος λόγος για την επανεμφάνιση του φαινομένου αποτελεί η ίδια η επιτυχία των εμβολίων. Οι καινούργιες γενιές δεν έχουν καν την ανάμνηση ασθενειών που παλιότερα προκαλούσαν θανάτους ή σοβαρές αναπηρίες αλλά χάρις στα εμβόλια έχουν πια σχεδόν εξαφανιστεί. Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια υπήρξαν κριτικές –όχι πάντα αδικαιολόγητες– για καινούρια υποχρεωτικά εμβόλια έναντι ασθενειών των οποίων η μετάδοση και η πιθανότητα νόσησης είναι εντελώς διαφορετικές π.χ. από αυτές της ιλαράς, όπως το εμβόλιο έναντι της γρίπης ή εμβόλια έναντι της πιθανότητας ασθενειών, όπως το εμβόλιο έναντι του HPV. Ο ρόλος των φαρμακευτικών εταιρειών σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αμελητέος και έτσι μία κριτική μπορεί εύκολα να γενικευτεί σε κριτική των εμβολίων γενικώς.
Η έκταση του φαινομένου μάλλον αποκαλύπτει ότι αποτελεί εκδήλωση ενός σύγχρονου «εναλλακτικού» συντηρητισμού και ενός τρόπου σκέψης που αρέσκεται στην συνομωσία, αποθεώνει οπτικές πιο «υπόγειες» και μυστικές και ανάγει σε κύριο γεγονός το οποιοδήποτε δευτερεύον, αρκεί να είναι «θεαματικό». Ο παιδικός αυτισμός, αυξανόμενος και εν πολλοίς ανεξήγητος, πιθανότητα τρομακτική για τους γονείς, θα ήταν «βολικό» να οφειλόταν σε ένα εμβόλιο γιατί θα γινόταν αίφνης εξηγήσιμος και προβλέψιμος. Φυσικά το διαδίκτυο αποτελεί τον ιδανικό χώρο να ανθίσουν και να διαδοθούν τέτοιες οπτικές. Το «κίνημα» ενισχύεται ακόμα και από γιατρούς, ενώ απέκτησε και πολιτικούς εκπροσώπους όπως τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Η παρούσα επιδημία καλεί επειγόντως σε ανάγκη σκέψης και κριτικής σε πολιτικές που όχι μόνο γκετοποίησαν πληθυσμούς αλλά διαμόρφωσαν και τον τρόπο σκέψης γύρω από αυτά τα ζητήματα. Το σύγχρονο «αντιεμβολιαστικό κίνημα» είναι παιδί των ίδιων πολιτικών που κατόρθωσαν να επανεμφανιστεί ως επιδημία μια ασθένεια που είχε σχεδόν εξαφανιστεί στο δυτικό κόσμο.