της Ιζαμπέλ Γκαρό
Η Ιζαμπέλ Γκαρό είναι Γαλλίδα, πρόεδρος του εκδοτικού οίκου GEME, που εκδίδει τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς στα γαλλικά, και συνδιευθύντρια της επιθεώρησης ContreTemps. Έχει συγγράψει αρκετά πολιτικά και φιλοσοφικά έργα, μεταξύ των οποίων το «Φουκό, Ντελέζ, Αλτουσέρ και Μαρξ – Η πολιτική στη φιλοσοφία». Εργάζεται διδάσκοντας Φιλοσοφία σε λύκεια.
Ο Μαρξ αντιμετωπίζει το ζήτημα του λαού με τρόπο σύνθετο, και όχι υπερβολικά απλουστευτικό, όπως συχνά κατηγορείται. Με μια επιφανειακή προσέγγιση, πράγματι τείνει κανείς να θεωρήσει πως ο Μαρξ ορίζει την πολιτική έννοια του προλεταριάτου σε αντιπαράθεση με την κλασσική έννοια του λαού, η οποία τα περικλείει και κυρίως τα ομογενοποιεί όλα, καταλήγοντας να αποκρύβει τις ταξικές συγκρούσεις. Από αυτή την άποψη, η έννοια του λαού είναι παραπλανητική και φορέας επικίνδυνων ψευδαισθήσεων, όταν την εκμεταλλεύονται πολιτικά.
Ωστόσο, αν ο Μαρξ είναι επιφυλακτικός στη χρήση της λέξης «λαός», τη χρησιμοποιεί ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν καταπιάνεται με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της εποχής του, πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί έχουν ως στόχο την ανεξαρτησία από τους αποικιοκράτες. Επίσης, ανατρέχει στον όρο προκειμένου να προσδιορίσει τις εθνικές ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τους ειδικούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, οι οποίοι σταθερά εμφανίζονται με ξεχωριστή μορφή και για αυτόν το λόγο, πρέπει κατά τη γνώμη του να αναλύονται πάντα στα εθνικά τους πλαίσια. Τέλος, η λέξη «λαός» καθορίζει και έναν ορισμένο τύπο ταξικής συμμαχίας σε ένα πλαίσιο διευρυμένων κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων.
Σε αυτές τις τρεις περιπτώσεις, ο Μαρξ ποτέ δεν διαχωρίζει τον όρο «λαός» από τις όποιες κοινωνικές συγκρούσεις, κάθε άλλο μάλιστα. Πρέπει να έχουμε κατά νου πως αυτός συνεχίζει την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης και των πολιτικών αντιλήψεων που την πλαισίωναν, από τον Ρουσώ μέχρι τον Μπαμπέφ και τον Μπουοναρότι. Σύμφωνα με την κληρονομιά αυτή, η έννοια του λαού περιλαμβάνει τις κοινωνικές ομάδες που αντιτίθενται στην ολιγαρχία, καμία σχέση λοιπόν με τη γενική και αδιαφοροποίητη χρήση της λέξης από τους μεταγενέστερους.
Θα αναλύσω αυτές τις τρεις διαφορετικές χρήσεις του όρου από τον Μαρξ, συγκρίνοντάς τες με το ζήτημα του προλεταριάτου που ταυτόχρονα επεξεργαζόταν ο Μαρξ. Σε αυτή την επεξεργασία, ο Μαρξ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους αγώνες της χειραφέτησης, της αποαποικιοποίησης, όσον αφορά την Ινδία και την Κίνα, ενώ στηρίζει ενεργά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της Ιρλανδίας και της Πολωνίας.
Λαός και προλεταριάτο είναι ανταγωνιστικές έννοιες;
Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η έννοια «προλεταριάτο» έρχεται από πολύ παλιά. Αρχικά, δεν σημαίνει τον λαό, αλλά ένα κομμάτι του, το οποίο προσδιορίζεται από την κοινωνική του θέση. Θέση που εξαρτάται από δύο συγκεκριμένους όρους: από τη στέρηση και τη φτώχεια του, και από την κατάσταση εκμετάλλευσης και εξάρτησης όταν μιλάμε για τη θέση του στην παραγωγή, δηλαδή για μια ενεργή κοινωνική λειτουργία, και όχι αποκλειστικά για την υποτελή οικονομική του θέση. Σχηματικά, οφείλουμε να τονίσουμε πως στον Μαρξ η έννοια αυτή περνά αμετάκλητα από τον πρώτο στον δεύτερο προσδιορισμό.
Η διαδρομή της έννοιας του προλεταριάτου
Ας ξαναδούμε, συνοπτικά, τη διαδρομή αυτής της ιστορίας: Στο ρωμαϊκό δίκαιο, οι προλετάριοι προσδιορίζουν την κατώτερη τάξη των πολιτών, οι οποίοι στερούνται οιασδήποτε ιδιοκτησίας, και θεωρούνται χρήσιμοι μόνο λόγω της καταγωγής τους. Ως εκ τούτου, απαλλάσσονται από την καταβολή φόρων. Ο όρος επανεμφανίζεται στη γαλλική γλώσσα τον 19ο αιώνα, καταγράφοντας ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον, όταν αναπτύσσεται η κοινωνική κριτική και η οικονομική πολιτική του ανατέλλοντος βιομηχανικού κόσμου.
Στα πλαίσια αυτά, το ουσιαστικό «προλεταριάτο» εμφανίζεται το 1832 για να προσδιορίσει το σύνολο των φτωχών εργατών, η ανέχεια των οποίων εκλαμβάνεται σαν το αποτέλεσμα του εγωισμού των κυρίαρχων τάξεων. Τη θέση αυτή υποστηρίζει ο πρώτος εμπνευστής της, ο Αντουάν Βιντάλ στην πρώτη γαλλική εργατική εφημερίδα, «Η ηχώ του εργοστάσιου» (1). Αυτός χρησιμοποιεί τον όρο το 1832, στον απόηχο της εξέγερσης των «canut» (σ.μ.: εργάτες της μεταξο-υφαντουργίας) στη Λυών το 1831. Κατά τον Βιντάλ, η «προλεταριακή τάξη» είναι ταυτόχρονα η πιο χρήσιμη και η πιο περιφρονημένη της κοινωνίας. Προκαλεί εντύπωση ακόμη το γεγονός ότι αυτός υποστηρίζει πως η τάξη αυτή είναι «κάτι», επαναλαμβάνοντας τα λόγια και τη θεματική του Σιεγιές στο έργο του «Τι είναι η Τρίτη τάξη» (1789), επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα τα κοινωνικά όρια μιας λαϊκής τάξης που δεν ταυτίζεται πλέον με τα νομικά όρια της τρίτης τάξης του παλαιού καθεστώτος.
Αργότερα, η λέξη «προλεταριάτο» εντάσσεται και στη γερμανική γλώσσα, το 1842 από τον οικονομολόγο Λόρεντς Φον Στάιν, ο οποίος αν και πολέμιος του κομμουνισμού, ήταν μελετητής των σοσιαλιστικών τάσεων, κύρια των γαλλικών. Στη συνέχεια, τη συναντούμε στον Μόουζες Χες, τον νεαρό οπαδό του Χέγκελ, ο οποίος τότε ήταν κοντά στον Μαρξ και τον Ένγκελς, δηλωμένοι κομμουνιστές και οι τρεις. Τη βρίσκουμε πάλι στα γραπτά του Μαρξ το 1843, όπου αποκτά νέο περιεχόμενο και κεντρική θεωρητική βαρύτητα. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της από τον Μαρξ γίνεται σε τρεις φάσεις.
Μαρξ και Ένγκελς για το προλεταριάτο
1 Για πρώτη φορά ο όρος εμφανίζεται το 1843, στην κριτική που κάνει ο νεαρός Μαρξ στη φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ. Στην εισαγωγή που γράφει στο χειρόγραφο του Kreuznach (σ.μ.: πόλη της Γερμανίας) όπου κάνει κριτική στην αντίληψη του Χέγκελ για το κράτος, προσδιορίζεται το κοινωνικό υποκείμενο που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη γενική χειραφέτηση της σύγχρονης κοινωνίας. Το προλεταριάτο, ως τάξη που «υφίσταται την αδικία στο πετσί της», δεν μπορεί παρά «να ξαναβρεί τον εαυτό του ανακτώντας συνολικά την ανθρώπινη υπόστασή του» (2).
2 Στη «Γερμανική ιδεολογία» (1845) και μετά στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (1848), οι Μαρξ και Ένγκελς διατυπώνουν τον ρόλο της κινητήριας δύναμης της ιστορίας που ενσαρκώνει η ταξική πάλη και προσδιορίζουν τον σύγχρονο ανταγωνισμό που αντιπαραθέτει το προλεταριάτο στην αστική τάξη. Εμβαθύνεται έτσι η ανάλυση με την οποία αρχικά είχε καταπιαστεί ο Ένγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία». Το προλεταριάτο χαρακτηρίζεται από τη θέση που κατέχει στον τρόπο παραγωγής και στις κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από αυτόν. Αποτελεί, ταυτόχρονα, την τάξη που παράγει τον πλούτο χωρίς να κατέχει τα μέσα παραγωγής, και εκείνη που καλείται, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάστασης, να προχωρήσει στο ριζικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού.
3 Τέλος, στο Κεφάλαιο και στο πλήθος των προπαρασκευαστικών του χειρογράφων, η ανακάλυψη της υπεραξίας και της προέλευσής της, το τμήμα του μη αμειβόμενου εργατικού χρόνου που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής, επιτρέπει στον Μαρξ να διευκρινίσει την έννοια αυτή και να αναλύσει τη διαλεκτική της διάσταση. Αυτό που κύρια χαρακτηρίζει το προλεταριάτο δεν είναι η φτώχεια του, αλλά η απαλλοτρίωσή του από τον κοινωνικό πλούτο που αυτό παράγει. Σαν συνέπεια της κατάστασης αυτής, η ενότητά του και η ταξική του ταυτότητα συγκροτούνται σε αντιπαράθεση με τον ιδιωτικό χαρακτήρα της αστικής ιδιοποίησης, προεικονίζοντας τον κομμουνισμό. Όμως από την άλλη, το προλεταριάτο υφίσταται μια μορφή ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέλη του, που στηρίζεται από την αστική τάξη, και αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη συνολική του συνειδητοποίηση και στον επαναστατικό του ρόλο.
Προλεταριάτο και λαός
Το προλεταριάτο, από τη μαρξιστική άποψη, είναι έννοια κοινωνικά περιγραφική, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει μια πολιτική και φιλοσοφική θεμελιακή διάσταση. Θα ήθελα να σταθώ κύρια στην πρώτη φάση αυτής της συγκρότησης.
Πράγματι, στην εισαγωγή του έργου «Για την κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ», που γράφτηκε στα τέλη του 1843, ο Μαρξ αναπτύσσει τη θεωρία του για τον ιστορικό ρόλο του σύγχρονου προλεταριάτου, και ιδιαίτερα του γερμανικού προλεταριάτου. Σε αυτήν, όχι μόνο δεν ταυτίζει το προλεταριάτο με τον λαό, αλλά συνδέει διαλεκτικά τις δύο έννοιες. Από τη μια, ο Μαρξ διαχωρίζει δύο ιστορικές εθνικές διαδρομές, και δύο σενάρια χειραφέτησης: «Εμείς πράγματι συμμετείχαμε στη συγκρότηση των σύγχρονων λαών χωρίς να συμμετέχουμε στις επαναστάσεις τους. Υποστήκαμε τη συγκρότηση, πρώτα και κύρια επειδή άλλοι λαοί τόλμησαν μία επανάσταση, και μετά επειδή άλλοι λαοί υπέστησαν μία αντεπανάσταση (3).
Εδώ οι έννοιες «λαός» και «επανάσταση» (ή αντεπανάσταση) ανακαλούν η μία την άλλη. Υπάρχουν πολιτικές λαϊκές αντιλήψεις, και οι πολιτικές αυτές οδηγούν στην υποστήριξη ή την αντίθεση στην επανάσταση, επανάσταση που έχει σαν πρότυπο τη «μεγάλη» γαλλική αντιφεουδαρχική επανάσταση. Σε σχέση με αυτή την προοπτική, που συνδέει τον λαό με την επανάσταση, ο Μαρξ χρησιμοποιεί την έννοια του προλεταριάτου συνδέοντας το με έναν νέο τύπο πιο προχωρημένης επανάστασης, που μπορεί να χαρακτηριστεί αντικαπιταλιστική ή κομμουνιστική, που ριζοσπαστικοποιεί την προηγούμενη μορφή της. Από εδώ προκύπτει, από τη μια, πως οι αγώνες των Γερμανών, όσο παρωχημένοι κι αν ήταν, είχαν παγκόσμιο αντίκτυπο, παρόμοιο με αυτόν της Γαλλικής Επανάστασης στην εποχή της.
Αργότερα θα ξαναβρούμε, πολύ πιο ανεπτυγμένη, την ιδέα σύμφωνα με την οποία οι χειραφετητικοί αγώνες ενός λαού είναι σημαντικοί για τις τύχες όλων των λαών. Από την άποψη αυτή, η αλληλεγγύη με τους καταπιεσμένους λαούς ξεπερνάει κατά πολύ τη φιλανθρωπία. Με άλλα λόγια, αυτή δεν έχει μόνο ηθικό χαρακτήρα, αλλά βαθιά πολιτικό: «Και για τους σύγχρονους λαούς, αυτός ο αγώνας ενάντια στην αθλιότητα του γερμανικού καθεστώτος δεν είναι ασήμαντος. Το γερμανικό καθεστώς είναι πράγματι η ανοιχτή έκφραση του Παλαιού Καθεστώτος, και το Παλαιό Καθεστώς είναι η καλυμμένη φύση του σύγχρονου κράτους» (4).
Έτσι, η έννοια του λαού εξακολουθεί να ισχύει, παρά τους περιορισμούς της, λόγω της επιμονής του παλαιού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών που έχουν επιτύχει την αντιφεουδαρχική τους επανάσταση. Δηλαδή, αυτή η μερική και ημιτελής επανάσταση, γίνεται μήτρα πολύ πιο ριζοσπαστικών επαναστάσεων, με τον ίδιο τρόπο που οι λαοί προσδιορίζονται σαν λαϊκές τάξεις, περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές, με το προλεταριάτο να εκφράζει αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση, που είναι ταυτόχρονα και κοινωνική και πολιτική.
Στο σημείο αυτό, πέφτουμε επάνω σε έναν εξαιρετικά αυθεντικό προσδιορισμό του προλεταριάτου: τμήμα του λαού, που τον εκπροσωπεί συνολικά, όπως και προοπτικά όλη την ανθρωπότητα, λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκεται και των πολιτικών και κοινωνικών αναγκών των οποίων είναι φορέας. Άρα βρισκόμαστε πολύ μακριά από έναν κοινωνικό διαχωρισμό που θα απομόνωνε το προλεταριάτο από τις άλλες συνιστώσες, ανεβάζοντάς το στον ρόλο της κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας. Αντίστροφα, το προλεταριάτο είναι κάτι σαν παγκόσμιος εκπρόσωπος της ανέχειας, της εκμετάλλευσης και της θέλησης για χειραφέτηση, που διαχωρίζεται σαν επιθετική τάξη ικανή να οργανωθεί πολιτικά.
Ο πανανθρώπινος χαρακτήρας
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ακριβώς λόγω αυτής της καθολικής διάστασης, η μελλοντική επανάσταση δεν είναι, και δεν θα είναι, μια απλή πολιτική επανάσταση.
«Πού βρίσκεται λοιπόν η θετική δυνατότητα της γερμανικής χειραφέτησης;», είναι το ερώτημα που διατυπώνει ο Μαρξ. Ερώτημα στο οποίο απαντά ως εξής: «στη διαμόρφωση μιας τάξης με ριζοσπαστικές αλυσίδες, μιας τάξης της κοινωνίας των πολιτών που να μην είναι τάξη της κοινωνίας των πολιτών, μιας τάξης που να είναι η διάλυση όλων των τάξεων, μιας σφαίρας που να έχει χαρακτήρα καθολικότητας εξαιτίας της καθολικότητας των παθών της (…), μιας σφαίρας, τέλος, που να μη μπορεί να χειραφετηθεί χωρίς να χειραφετηθεί από όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας, και χωρίς με αυτό τον τρόπο να χειραφετήσει όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας, που να είναι, με μια λέξη, η ολική απώλεια του ανθρώπου και, άρα, να μην μπορεί να επανακτήσει τον εαυτό της χωρίς μια ολική επανάκτηση του ανθρώπου. Αυτή η αποδόμηση της κοινωνίας, σαν τάξη διακριτή, είναι το προλεταριάτο» (5).
Ο Μαρξ δεν θα αλλάξει άποψη σχετικά με τον πανανθρώπινο χαρακτήρα, δηλαδή αυτόν που εξανθρωπίζει όλο τον κόσμο, της κοινωνικής χειραφέτησης. Παρόλα αυτά, μετά την είσοδο του σε αυτό που χαρακτηρίζει σαν «εργαστήριο της παραγωγής», δηλαδή μετά την ενασχόλησή του με την κριτική της πολιτικής οικονομίας, θα αναπτύξει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη και λιγότερο αισιόδοξη έννοια του προλεταριάτου σαν τάξη επιθετική, αφήνοντας όλο και περισσότερο χώρο στις αντιθέσεις που το διαιρούν. Ο εργατικός ανταγωνισμός εγγράφεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και υπόκειται συστηματικά σε χειρισμούς από την αστική τάξη, ιδιαίτερα από το βιομηχανικό της κομμάτι. Όμως, ο Μαρξ θα επιμείνει το ίδιο στην ανάδειξη, στα πλαίσια της ανατέλλουσας μεγάλης βιομηχανίας, του συνολικού συλλογικού εργαζόμενου, φορέα αναπτυγμένων ανθρώπινων δεξιοτήτων και κουλτούρας, ξένου από κάθε μιζεροποίηση και «ενοχοποίηση». Τέλος, θα αφήσει χώρο στην πολυπλοκότητα της πολιτικής διαδικασίας που πρέπει να οδηγήσει στην κατάργηση της ατομικής ιδιοποίησης του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, δηλαδή στον κομμουνισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η αντίληψη της σχέσης προλεταριάτου – λαού αποκαλύπτεται εξ αρχής αντιφατική, ή για την ακρίβεια κατ’ εξοχήν διαλεκτική, που είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Γιατί ο Μαρξ, παρόλο που ασχολείται με την πολιτική ή την οικονομία, δεν παύει ποτέ να είναι φιλόσοφος. Εδώ η ιδιαιτερότητα είναι ο τόπος όπου αναδύεται το καθολικό, και όχι ο τόπος σχηματισμού μιας ξεχωριστής, κλεισμένης στον εαυτό της ταυτότητας. Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικότητες: υποδιαιρέσεις της ανθρωπότητας σε πολιτικές οντότητες, που δεν είναι ποτέ απόλυτα απομονωμένες, τα έθνη είναι σε ορισμένες περιπτώσεις, σε καθορισμένες στιγμές, η έκφραση μιας χειραφετητικής ιστορίας που τα καθιστά καθολικά.
Αγωνιζόμενοι λαοί και εθνική απελευθέρωση
Έτσι, παράλληλα με την κοινωνική και πολιτική ιδιαιτερότητα των τάξεων στα πλαίσια του κόσμου της καπιταλιστικής παραγωγής, η έννοια του λαού εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τον Μαρξ για να προσδιορίσει τις διαφορετικές και αδιαμφισβήτητες εθνικές οντότητες, στις οποίες εκδηλώνονται με ξεχωριστό τρόπο οι ταξικές σχέσεις. Και για το θέμα αυτό, συχνά κατηγορείται ο Μαρξ για υποτίμηση των εθνικοτήτων και των εθνικών διαφορών, από όσους υποστηρίζουν ένα διεθνοποιημένο προλεταριάτο, αποτελούμενο από εργάτες «χωρίς πατρίδα», όπως διακηρύσσει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (6) του 1848, παραμονή της «άνοιξης των λαών», όταν ξυπνούν οι εθνικές συνειδήσεις. Για άλλη μια φορά, η ανάλυση του Μαρξ είναι πιο πολυσύνθετη, από ό,τι συνήθως θεωρείται.
Η εθνική διάσταση για τους Μαρξ, Ένγκελς
Από μια άποψη, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αναγνωρίζουν αυτή την εθνική διάσταση που βρίσκεται στη βάση της συγκρότησης συγκεκριμένων εργατικών κινημάτων, σαν αποτέλεσμα μιας δοσμένης κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και μιας δοσμένης πολιτικής κουλτούρας.
«Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι κατ’ αρχήν εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη» (7).
Εδώ η έννοια του έθνους τείνει να υποκαταστήσει την προηγούμενη έννοια του λαού, που προσδιορίζεται στη βάση του ανταγωνισμού του με την αριστοκρατία. Το έθνος είναι το πλαίσιο μιας κοινωνικής σχέσης που περιλαμβάνει όλες τις τάξεις, είτε ανήκουν στους καταπιεστές, είτε στους καταπιεσμένους. Όμως η ανάλυση επεκτείνεται και σε άλλο επίπεδο: από τη μια, τονίζεται η ενοποιητική ικανότητα της παγκόσμιας αγοράς, που, από την άλλη, έρχεται σε αντιπαράθεση, με τη διατήρηση και την ενίσχυση, των εθνικών οντοτήτων. Με αυτό τον τρόπο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξακολουθούν να πιστεύουν πως η γερμανική επανάσταση, αρχικά αντιφεουδαρχική και στη συνέχεια αστική, «μπορεί να είναι μονάχα το άμεσο προοίμιο μιας προλεταριακής επανάστασης» (8). Σενάριο που στη συνέχεια, και επανειλημμένα, θα τροποποιηθεί.
Αν και παίρνουν υπόψη την εθνική διάσταση, οι Μαρξ και Ένγκελς επιβεβαιώνουν ταυτόχρονα τη δύναμη της παγκόσμιας εξάπλωσης του καπιταλισμού, δύναμη που στην αρχή θεωρούν ομογενοποιητική, αλλά για την οποία αργότερα ο Μαρξ θα αλλάξει άποψη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πως σε ένα κείμενο που παρουσιάζεται σαν πολιτικό μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς προσπαθούν να αναδείξουν μια προοπτική που αργότερα θα χαρακτηριστεί «διεθνιστική», ίδιας βαρύτητας με την παγκόσμια αγορά που τότε μορφοποιείται, που ωστόσο προαναγγέλλει μια εντελώς διαφορετική προοπτική. Πράγματι, στο κείμενο που έπεται της γνωστής ρήσης «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», προσθέτουν: «Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει κατ’ αρχήν να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη» (9). Προφανώς θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε: κάθε άλλο παρά με τον τρόπο των σωβινιστικών εθνικισμών.
Συνεχίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς: «Οι εθνικοί χωρισμοί και οι εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την ελευθερία του εμπορίου, την παγκόσμια αγορά, την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και των συνθηκών ζωής που αντιστοιχούν σ’ αυτήν. Η κυριαρχία του προλεταριάτου θα τους εξαφανίσει ακόμα πιο πολύ».
Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: «Μαζί με την εξάλειψη της αντίθεσης των τάξεων στο εσωτερικό των εθνών, εξαλείφεται και η εχθρική στάση των εθνών μεταξύ τους» (10). Με διεθνή διάσταση, αν και προδρομικά, οι αγώνες των προλετάριων κάθε έθνους, έχουν το έθνος σαν πλαίσιο αλλά όχι σαν τελικό σκοπό.
Το προλεταριάτο αντιπροσωπεύει εδώ, έστω και προσωρινά, το λαό, ή για την ακρίβεια: την κοινωνική και πολιτική του αναδιαμόρφωση; Και ναι και όχι. Όχι σύμφωνα με τη δική μου επιχειρηματολογία, αλλά ναι, στα πλαίσια των εθνικών αγώνων που έχουν στόχο τη χειραφέτηση. Στην περίπτωση αυτή, αναδύεται ένας παραλληλισμός ανάμεσα στον αγώνα του προλεταριάτου, στο δοσμένο ιστορικό του πλαίσιο, και στους αγώνες ορισμένων λαών, στους οποίους η καταπίεση που υφίστανται δίνει έναν πρωτεύοντα ιστορικό ρόλο, και για μια ακόμη φορά, μια παγκόσμια διάσταση.
Μη ευθύγραμμα σενάρια
Στη λέξη «λαός» φαίνεται να συμπίπτουν οι δύο σημασίες που συγχωνεύονται σε έναν πρωτότυπο πλέον ορισμό. Ο λαός είναι μια πολιτική οντότητα που προσδιορίζεται εθνικά, αλλά ταυτόχρονα είναι εκείνη η κοινωνική οντότητα που αγωνίζεται μαζί και ενάντια σε άλλους σε διεθνές επίπεδο: μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η περιγραφική ή αναλυτική ισχύς του όρου ανακτά πάλι την πολιτική της διάσταση, που είναι ανοιχτή στη ριζοσπαστικοποίηση. Αν και η έννοια του «λαού» δεν αποτελεί αφορμή για μια ξεχωριστή θεωρητικοποίηση, ωστόσο δεν εξαφανίζεται από το μαρξιστικό λεξιλόγιο, αφού είναι η μόνη που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας που αποτελούν κι αυτά αγώνες με παγκόσμια διάσταση, πέρα από την προλεταριακή τους συνιστώσα. Είναι η περίπτωση των αγροτών που αγωνίζονται ενάντια σε μια αποικιοκρατική δύναμη.
Αυτή η επαναπροσέγγιση επιτρέπει μια νέα σκέψη απόλυτα ουσιαστική πάνω στις προοπτικές της κομμουνιστικής επανάστασης. Πράγματι, από τη στιγμή αυτή και μετά, ο Μαρξ προσανατολίζεται σε εντελώς μη ευθύγραμμα σενάρια, που δεν θεωρούν τη συγκρότηση ενός εθνικού προλεταριάτου σαν την αναγκαστική προϋπόθεση της χειραφέτησης. Για να το πούμε διαφορετικά, καθίσταται εφικτή η δυνατότητα να σκεφτούμε την προσέγγιση του κομμουνισμού χωρίς να περάσουμε απαραίτητα από το καπιταλιστικό στάδιο. Και η έννοια του λαού μοιάζει ξανά σαν η πιο κατάλληλη για να κατανοήσουμε τέτοια διαφοροποιημένα προτσές.
Πράγματι ο Μαρξ από τη δεκαετία του 1850, εγκαταλείπει σταδιακά τη θεωρία του θετικού εκπολιτιστικού ρόλου της αποικιοποίησης, ίχνη της οποίας βρίσκουμε στα προηγούμενα γραπτά του. Ειδικά στο φως των εξελίξεων στην Ινδία και την Κίνα, τις οποίες μελετά την περίοδο αυτή, ο Μαρξ θεωρεί πως η χειρότερη βαρβαρότητα χαρακτηρίζει την πλευρά των Βρετανών. Παράλληλα, αυξάνει το ενδιαφέρον αλλά και εμβαθύνει τη μελέτη του για την Πολωνία και την Ιρλανδία, καθώς και για τους Αμερικανούς που εναντιώνονται στη δουλοκτησία, λίγο πριν στρέψει το βλέμμα του προς τη Ρωσία.
Η Ιρλανδία και το εργατικό κίνημα
Η περίπτωση της Ιρλανδίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα στον λαό, την εργατική τάξη και το έθνος όπως προσπαθεί να τα ερμηνεύσει ο Μαρξ τροποποιώντας με την πάροδο του χρόνου την αρχική του άποψη. Στηρίζομαι σχετικά με αυτό, στο σημαντικό έργο του Κέβιν Άντερσον «Marx at the margins» (11). Στα άρθρα και τις δηλώσεις του για την Ιρλανδία, την περίοδο αυτή, ο Μαρξ εργάζεται για να συνδυάσει το θέμα της τάξης, της εθνικής ταυτότητας και της κατάστασης των εθνών, που είχε αντιμετωπίσει προηγούμενα.
Στην Ιρλανδία, το προλεταριάτο εμφανίζεται σαν τμήμα του βρετανικού προλεταριάτου, που υφίσταται υπερεκμετάλλευση και υποτέλεια. Ταυτόχρονα, η Ιρλανδία παρουσιάζεται σαν βρετανική αποικία που αγωνίζεται για την εθνική της ανεξαρτησία. Μπροστά σε μια τέτοια περίπλοκη κατάσταση, οι Μαρξ και Ένγκελς συμβουλεύουν τους Ιρλανδούς επαναστάτες να επικεντρωθούν στα ταξικά ζητήματα, κατηγορώντας τους πως χρησιμοποιούν βία, στη βάση της ταυτοτικής θρησκευτικής τους εμμονής.
Από την άλλη πλευρά, ο Μαρξ καταλήγει να θεωρήσει το ιρλανδικό κίνημα σαν σημείο στήριξης των αγγλικών εργατικών αγώνων, και όχι το αντίστροφο. Σε ένα γράμμα του προς τον Ένγκελς στις 10 Δεκέμβρη 1869, γράφει:
«Για πολύ καιρό σκεφτόμουν πως ήταν δυνατόν να χτυπηθεί το ιρλανδικό καθεστώς με τη βοήθεια της αγγλικής εργατικής τάξης (…), αλλά μια προσεκτικότερη μελέτη με έπεισε τώρα για το αντίθετο. Η αγγλική εργατική τάξη δεν θα καταφέρει τίποτα, αν πρώτα «δεν ξεμπερδέψει με την Ιρλανδία» (σ.μ.: αγγλικά στο κείμενο, «it has got rid of Ireland»). Για τον λόγο αυτό, το ιρλανδικό ζήτημα έχει τόση σημασία για το κοινωνικό κίνημα γενικά (12).
Παρούσα και στο αγγλικό έδαφος, η ιρλανδική εργατική τάξη είναι η αφορμή για εσωτερικές αντιδικίες στο εργατικό κίνημα, οι οποίες το παραλύουν και τροφοδοτούνται επιτήδεια από τα εγγλέζικα αφεντικά, που έχουν πρότυπο τον ρατσισμό και την υποστήριξη της δουλοκτησίας από τους Βορειοαμερικανούς. Στο σημείο αυτό, ο Μαρξ αναγνωρίζει την ανωτερότητα της καπιταλιστικής τάξης. Πράγματι, εκεί που η εργατική τάξη, είτε αγγλική είτε ιρλανδέζικη, δεν κατορθώνει να ξεπεράσει τους ανταγωνισμούς της, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, οι καπιταλιστές έχουν το πάνω χέρι στην πάλη των τάξεων, η οποία θα έπρεπε λογικά να συνενώνει το βρετανικό προλεταριάτο με το ιρλανδέζικο υποπρολεταριάτο.
Δύο παρατηρήσεις
Για να κλείσω, σχετικά με τη μεγάλη πολιτική βαρύτητα αυτών των επισημάνσεων, θεωρώ σημαντικές δύο παρατηρήσεις πάνω στο ζήτημα του λαού.
Η πρώτη αφορά την περιβόητη διαφωνία του Μαρξ με τον Μπακούνιν στα πλαίσια της Πρώτης Διεθνούς. Είναι γνωστό πως ο Μπακούνιν είχε κατηγορήσει τον Μαρξ για αυταρχισμό και κρατισμό. Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι η διαφωνία αυτή συμπεριελάμβανε και την κατάσταση στην Ιρλανδία. Εντελώς εσφαλμένα οι οπαδοί του Μπακούνιν θεωρούσαν το ιρλανδέζικο κίνημα βλαβερό για την υπόθεση της επανάστασης. Αντίθετα, για τον Μαρξ ήταν μια συνιστώσα, αφού η χειραφέτηση των καταπιεσμένων λαών θα συνέβαλε στη χειραφέτηση των εργατών, αλλά και ευρύτερα, όλης της ανθρωπότητας.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την ιδιαιτερότητα της ιρλανδικής κοινωνίας: η Ιρλανδία ήταν βασικά μια αγροτική αποικία της Αγγλίας, κι αυτό ωθούσε τους αυτονομιστές να θεωρούν την εξέγερση των αγροτών σαν το σημείο εκκίνησης για την εθνική επανάσταση. Ο ιρλανδικός λαός αγωνιζόταν πρώτα και κύρια ενάντια στην αγγλική αγροτική ολιγαρχία, κι αυτό οδήγησε τον Μαρξ να αντιμετωπίζει το θέμα της ιδιοκτησίας της γης σαν ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα-κλειδί, σαν βάση εκκίνησης μιας κοινωνικής επανάστασης μέσα στην ίδια την Αγγλία.
Αυτό θέτει με τη σειρά του το πρόβλημα των ταξικών συμμαχιών, ιδιαίτερα της συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους αγρότες, πολύ μακριά από την άποψη σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο είναι η μοναδική τάξη που θα έδινε ώθηση στην ιστορία και τις επαναστάσεις. Εξάλλου, μια τέτοια ανάλυση εντάσσεται στις πιο επεξεργασμένες απόψεις του Μαρξ για τους μη καπιταλιστικούς τρόπους ανάπτυξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, που αφορούν πολλές χώρες στον κόσμο και που ο Μαρξ αναλύει λιγότερο ή περισσότερο αναλυτικά (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Μεξικό, Περού, Αλγερία κ.λπ.), η κομμουνιστική επανάσταση δεν περνά αναγκαστικά μέσα από την κομμουνιστική εκβιομηχάνιση και τη διαμόρφωση μιας εργατικής τάξης.
Εξαφανίζεται λοιπόν κάθε ιστορική γραμμικότητα, και η αναγκαστική διαδοχή των τρόπων παραγωγής δίνει τη θέση της στη σημασία που έχουν οι παραδοσιακές κοινοτικές μορφές ιδιοκτησίας. Κατά τον Μαρξ, τέτοιες προϋπάρχουσες μορφές μπορούν να αποτελέσουν ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης για μια δίκαια οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, απαλείφοντας ή κάνοντας πιο ήπιο για ορισμένους λαούς, το πέρασμα από τον καπιταλισμό και τα δεινά που αυτό επιφέρει.
Συμπέρασμα
Όπως βλέπουμε, η μορφή του προλεταριάτου είναι σύνθετη. Για να την κατανοήσουμε, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες και, άρα, να τη συνδέσουμε με την έννοια του λαού. Αλλά για τον Μαρξ, είναι επίσης απαραίτητο, σε τελευταία ανάλυση, να προσβλέπουμε σε μια χειραφέτηση ικανή να ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και τους ανταγωνισμούς, χωρίς να ταυτίζουμε τις πολιτικές διαδρομές και τις κουλτούρες, σε ένα ομογενοποιημένο και προδιαγεγραμμένο σενάριο υπέρβασης του καπιταλισμού. Η προσοχή σε μια μη δυτική, περιφέρεια του καπιταλισμού, το διακύβευμα της οποίας θα αποκαλυφθεί πλήρως στα πλαίσια της αποαποικιοποίησης του 20ού αιώνα, υπάρχει μέσα στον Μαρξ, ο οποίος δεν αποκλείει τη δυνατότητα ορισμένων κοινωνιών να μεταβούν στον κομμουνισμό χωρίς να περάσουν αναγκαστικά από τον καπιταλισμό, αποφεύγοντας έτσι την κοινωνική του βία και την αποικιοκρατική του βαρβαρότητα.
Συνολικά, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως το προλεταριάτο δεν είναι μια σταθερή κοινωνιολογική κατηγορία, πολύ δε λιγότερο το όνομα ενός ενοποιημένου ιστορικού υποκειμένου, αλλά μια δυναμική δομή, που διαρκώς καθορίζεται από τον ανταγωνισμό της με ορισμένες κοινωνικές τάξεις, και από τις συμμαχίες της με άλλες. Ανταγωνισμός, όπως και συμμαχίες, που πρέπει να αντιλαμβανόμαστε πρώτα και κύρια σαν πολιτικές δομές, στη βάση μιας στρατηγικής προοπτικής, η οποία ορισμένες φορές θα εγκαταλειφθεί στον μαρξισμό που θα ακολουθήσει, αλλά τελικά θα ξαναβρεί το δρόμο της με τη βοήθεια ορισμένων από τις συνιστώσες του.
Ακριβώς λόγω της πλαστικότητας του περιεχομένου της, διατηρείται η κατηγορία του λαού, αν έχουμε κατά νου τον πάντα εθνικό χαρακτήρα μιας τέτοιας δομής. Ωστόσο, ο λαός δεν αποτελεί ποτέ μια οντότητα ουσιοκρατική και σταθερή. Άρα είναι πάντα η διαλεκτική σχέση προλεταριάτο – λαός, υποκείμενη στην ανάλυση της σημασίας της σε κάθε ιστορική συγκυρία, στη βάση του αν ανοίγει (ή κλείνει) τις πολιτικές προοπτικές χειραφέτησης, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση αφορούν όλη την ανθρωπότητα.
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Jacques Guilhaumou, «De peuple à prolétaire(s): Antoine Vidal, porte-parole des ouvriers dans L’Echo de la Fabrique en 1831-1832», Semen, n 25 (2008)
2. Karl Marx, «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου. Εισαγωγή» (1844)
3. Στο ίδιο
4. Στο ίδιο
5. Στο ίδιο
6. Karl Marx, Friedrich Engels, «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (1848)
7. Στο ίδιο
8. Στο ίδιο
9. Στο ίδιο
10. Στο ίδιο
11. Kevin B. Anderson, «Marx at the Margins– On Nationalism, Ethnicity and Non-Western Societies», The University of Chicago Press, 2010
12. Στο «Μαρξισμός, διεθνισμός και εθνικό ζήτημα», επιμέλεια: Renato Monteleone, Loescher (1982)
Δείτε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα του Δρόμου με τίτλο : Μαρξισμός και Αριστερά στον 21ο αιώνα