Τη δεκαετία του ’50, στις συγκοινωνούσες ταράτσες των σπιτιών της «καλής κοινωνίας», οι υπηρέτριες απλώνουν τα ρούχα και τότε, μαθαίνεται η αυτοκτονία της Τασίας, της μίας εκ των υπηρετριών. Έτσι, έρχεται ένα κορίτσι από το χωριό, η Αγγέλα, για να πιάσει δουλειά στο σπίτι που δούλευε η Τασία. Στο μεταξύ, απολύεται από τον στρατό ο Λάμπρος, ο αδελφός της Τασίας, και μαθαίνει για την αυτοκτονία της. Αγγέλα και Λάμπρος ξεκινούν μαζί το ταξίδι για την αναζήτηση της αλήθειας, που είναι επώδυνο και επηρέαζει όλους τους χαρακτήρες του έργου.

Σε ένα πολυεπίπεδο και λειτουργικό σκηνικό, με την επιμέλεια του Σάββα Πασχαλίδη (διαφορετικά επίπεδα με σκάλες για να δοθεί η εικόνα της αυλής/ταράτσας, μετατροπές σκηνικού σε καφενείο, δωμάτιο, πάρκο με παγκάκια), παρουσιάζεται ένα από τα πιο όμορφα έργα της ελληνικής δραματουργίας. Άνθρωποι της φτωχής Ελλάδας του ’50, εξαθλιωμένοι από τις συνέπειες του Β’Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, ψάχνουν να βρουν τρόπο να επιβιώσουν, να δημιουργήσουν μια όμορφη ζωή, να ζήσουν. Η ευρηματική σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου αναδεικνύει όλα τα θέματα που θίγει ο συγγραφέας, το κοινωνικό σκηνικό της εποχής εκείνης (συμπεριφορές βίαιες προς το υπηρετικό προσωπικό, ισοπέδωση της προσωπικότητας – την «Αγγέλα» εξακολουθούν οι εργοδότες να τη φωνάζουν «Τασία», από «συνήθεια»), το απόλυτο παράλογο του πολέμου και τις καταστροφικές συνέπειές του. Άνθρωποι μόνοι, με τη φτώχεια και την πάλη της επιβίωσης, που επιφέρει ηθική κατάπτωση και εκμετάλλευση του Άλλου. Παράλληλα, μέσα από τη σύγχρονη ματιά του, μας βάζει να αναρωτηθούμε πόσο (επικίνδυνα) κοντά μας είναι η Ελλάδα του τότε. Σε όλα αυτά βοηθούν οι ενδυματολογικές επιλογές της Δέσποινας Κολοκοτσά, που δεν αρκέστηκε σε μια απλή αναπαράσταση της εποχής, αλλά έδωσε σύγχρονες και συμβολικές προεκτάσεις (οι υπηρέτριες έχουν τα ίδια ρούχα και διαφέρει μόνον η Αγγέλα με το κόκκινο φόρεμά της, σύμβολο επανάστασης) και η πρωτότυπη μουσική της Ελένης Λομβάρδου, νοσταλγική, απόλυτα εναρμονισμένη με τη συνολική ατμόσφαιρα της παράστασης.

Ο Πέτρος Νάκος ανέδειξε και τους πολύ καλούς ηθοποιούς του. Πρώτα από όλα, ο ίδιος ερμήνευσε μοναδικά την αινιγματική προσωπικότητα του «Στράτου». Η Αγγελική Κοντού, στο ρόλο της «Αγγέλας», έφερε στη σκηνή το εφηβικό σύμβολο, που περικλείει την αθωότητα, την ελπίδα και την επανάσταση, τη διαφορά που μπορεί να κάνει η ασυμβίβαστη νέα γενιά. Η Έλενα Καστανά, πέρα ως πέρα αληθινή και συγκινητική στον απαιτητικό ρόλο της «Γεωργίας», η Κυριακή Στούρου («Νέρα») ερμήνευσε ένα κορίτσι με όνειρα, που η αληθινή ζωή τα κατακερμάτισε, η Μελανία Μπαλτσίδου απέδωσε το ρόλο της «Φανής» με ιδιαίτερη ευαισθησία, οι Στέλλα Κωνσταντάτου («Άννα» και «κυρία Παπά»), Γιάννης Ανδρουλακάκης («Μένιος») και Θάνος Κώτσης («Γκαρσόνι») υπηρέτησαν με την πρέπουσα δυναμική τους ρόλους τους.

Μία παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε στον υπέροχο χώρο του Altera Pars. Κλείνουμε με ένα πολύ μικρό αλλά ουσιαστικό κομμάτι από το σημείωμα του σκηνοθέτη: «Στο τελικό ερώτημα του έργου, ο θεατής καλείται να απαντήσει ο ίδιος στην αγωνιώδη κραυγή της ηρωίδας, αν η «ελπίδα», θα ζήσει. Η απάντηση μάλλον, βρίσκεται στη στάση που όλοι μαζί κι ο καθένας ξεχωριστά επιλέγει να κρατήσει…»

Μ.Α.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!