της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Μήπως τελικά ένας απ’ τους πιο διάσημους αυτόχειρες ζωγράφους, ο Ολλανδός Βίνσεντ Βαν Γκογκ (1853-1890), δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε;
Σ’ αυτό επιχειρούν να απαντήσουν με πρωτότυπο τρόπο οι σκηνοθέτες Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν, μεταφέροντας σε ευρύ κοινό την τυραννισμένη ζωή του ανυπέρβλητου καλλιτέχνη, μέσα από τη συναρπαστική μεγάλου μήκους χειροποίητη κινουμένων σχεδίων ταινία τους Loving Vincent.
***
Μοναδικό τεχνικό επίτευγμα στο σινεμά, η ταινία πρώτα κινηματογραφήθηκε σε ζωντανή δράση με πραγματικούς ηθοποιούς, πίσω από πράσινη οθόνη, και στη συνέχεια μετατράπηκε σε κινούμενα σχέδια. Καθένα από τα 12 καρέ ανά δευτερόλεπτο, φωτογραφήθηκε αρχικά και στη συνέχεια ζωγραφίστηκε στο χέρι σε ξεχωριστές ελαιογραφίες, με τη συμβολή εκατοντάδων ζωγράφων, για την απόδοση της χαρακτηριστικής τεχνοτροπίας του Βαν Γκόγκ. Για τα 853 συνολικά πλάνα, χρειάστηκαν 65.000 πίνακες. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε σε επτά χρόνια, σε εργαστήρια μεταξύ Πολωνίας και Ελλάδας.
Με αφηγηματικό άξονα μια υποθετική, αστυνομικού τύπου έρευνα των αιτίων θανάτου, που θα ζήλευε και η Αγκάθα Κρίστι, ανασυντίθενται βιογραφικά στοιχεία σε ένα πολύχρωμο παρόν και ένα ασπρόμαυρο παρελθόν, μέσα από αντικρουόμενες μαρτυρίες χαρακτήρων, βασισμένων στα αληθινά πρόσωπα που είχε απαθανατίσει στα πορτραίτα του. Ο γιατρός Γκασέ, ο ταχυδρόμος Ζοζέφ Ρουλέν με τον γιο του, ο Ζουάβος, η Αρλεζιάνα και ο Μπάρμπα-Τανγκί παίρνουν σάρκα και οστά, ενώ ζωντανεύουν τόποι και χώροι μέσα από τους γνωστούς πίνακές του Εξώστης καφενείου τη νύχτα, Υπνοδωμάτιο στην Άρλ, Σταροχώραφο με κυπαρίσσια, η Εκκλησία της Οβέρ-σιρ-Ουάζ, πίνακες με βάζα γεμάτα ηλιοτρόπια κ.ά. Συνοδεία της θλιμμένης μουσικής εγχόρδων του Κλιντ Μάνσελ, που κορυφώνει το μυστήριο, όλα αποτυπώνονται υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες και σε διαρκή ροή, αντίστοιχη με τη φούρια που διέκρινε τη ζωγραφική χειρονομία του: το Παρίσι των ιμπρεσιονιστών, η απομόνωσή του στην Άρλ, οι εντάσεις με τον ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν, που μετά την εγκατάλειψή του έκοψε γεμάτος απόγνωση το αυτί του, η νοσηλεία του στην κλινική του γιατρού Γκασέ και οι ρομαντικές βαρκάδες του ζωγράφου με την κόρη του γιατρού Μαργκερίτ (Σίρσα Ρόναν).
Στο κύκνειο άσμα του μεγάλου Ιάπωνα Ακίρα Κουροσάβα, Όνειρα (1990), σε μια προσέγγιση εικαστικού μαγικού ρεαλισμού, στο 5ο όνειρο με τίτλο Κοράκια, ένας σκηνοθέτης συνειδητοποιεί το αχαλίνωτο πάθος του Βαν Γκογκ, όταν καθώς βλέπει τους πίνακές του στο μουσείο, μπαίνει μέσα τους και συναντά τον ίδιο τον αεικίνητο ζωγράφο, που καταβροχθίζει τοπίο και φως, δίχως χρόνο για κουβέντες, ενώ στη βιογραφική δραματική ταινία Η ζωή ενός ανθρώπου (1956) του Βινσέντε Μινέλι, με τον εξαιρετικό Κερκ Ντάγκλας ως Βαν Γκόγκ, αναπαράγεται η στερεότυπη σύνδεση ιδιοφυίας-παράνοιας. Αντιθέτως, στο Loving Vincent, μέσα από τα πετυχημένα κινούμενα σχέδια μεταφέρεται πειστικά η ψυχική σημασία της δημιουργικής εικαστικότητας του Βαν Γκόγκ.
Οι διαφορετικές αφηγήσεις ζωντανεύουν στοιχεία της ιδιαίτερης προσωπικότητας του ταλαντούχου αυτοδίδακτου ζωγράφου, που έπιασε πρώτη φορά πινέλο είκοσι οκτώ ετών, κατόπιν παρότρυνσης του μικρότερου αδερφού του Τεό, που τον στήριζε οικονομικά και ηθικά, για να γίνει ολοκληρωμένος καλλιτέχνης μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια. Βιογραφικά στοιχεία αντλούνται από την ανάγνωση της αλληλογραφίας του προς τον αδερφό του, με το στερεότυπο κλείσιμο «ο δικός σου αγαπημένος Βίνσεντ», που σφράγισε και τον τίτλο της ταινίας. Στη σεναριακή δομή αστυνομικής ίντριγκας ανιχνεύεται και η διάσταση της κοινωνικής αποτύπωσης του Βαν Γκόγκ στην εποχή του, ως ακατανόητης και περιθωριοποιημένης προσωπικότητας που συχνά αντιμετωπίζεται με ταπεινώσεις, αφήνοντας να διαφανεί μέσα από την επίπονη δημιουργική διαδικασία η μοναξιά του ταλέντου του, ο ψυχικός βασανισμός και η εύθραυστη κυκλοθυμική ψυχοσύνθεση ενός καλλιτέχνη που επέλεξε να κρατήσει ηθική στάση, με όπλο την ειλικρίνεια, στην αυγή μιας αμοραλιστικής εποχής.
***
Γιος πάστορα και βαθιά θρησκευόμενος, ο Βαν Γκόγκ είχε δουλέψει και ως λαϊκός ιεροκήρυκας στο πλευρό των Βέλγων ανθρακωρύχων. Επηρεασμένος αρχικά από την κοινωνική θεματολογία του Γάλλου ρεαλιστή «ζωγράφου των χωρικών» Ζαν Φρανσουά Μιγιέ (1814-1875), καθώς και από τη δισδιάστατη χρήση χρώματος και την έλλειψη κεντραρισμένης τοποθέτησης του θέματος στο κάδρο, στα γιαπωνέζικα χαρακτικά, ο Βαν Γκόγκ καταγράφει με απαράμιλλη εκφραστικότητα τοπία, πορτραίτα, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες. Εμμένοντας στην ηθική σπουδαιότητα της τέχνης που λειτουργεί ως ψυχική παρηγοριά, χωρίς να εξιδανικεύει, ανακαλύπτει την ανθρωπιά των ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα. Βαθιά επηρεασμένος απ’ τον συμπατριώτη του Ρέμπραντ (1606-1669), απεικονίζει καθημερινές σκηνές και αντικείμενα γεμάτα ένταση, δηλωτικά ψυχικών καταστάσεων.
Ο Βαν Γκόγκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές, μεταξύ γαλλικού πουαντιγισμού (στιγματογραφία) και ιταλικού ντιβιζιονισμού, όπου τα χρώματα τοποθετούνται μεμονωμένα και απευθείας στον καμβά, με πλατιές ελεύθερες πινελιές, χωρίς να αναμειγνύονται προηγουμένως σε παλέτα, ώστε να συγχωνεύονται ως σύνολο εγκεφαλικά και όχι οπτικά, κοιτώντας τον πίνακα από απόσταση. Η απόδοση του τρισδιάστατου χώρου στον Βαν Γκόγκ αποδίδεται όχι μόνο με την προοπτική τοποθέτηση του θέματος στο κάδρο, αλλά και με αυτούσια χρώματα, χειρονομία που αργότερα επηρέασε τον φωβισμό του Ανρί Ματίς (1869-1954). Εκτός από την άγρια, παχύρευστη πινελιά, που προκαλεί ανάγλυφη αίσθηση, σήμα κατατεθέν του καλλιτεχνικού οίστρου του, ο Βαν Γκόγκ επινόησε μια τεχνική στροβιλίσματος, απεικονίζοντας συχνά χαοτικές σπειροειδείς δίνες (Έναστρη νύχτα) σε αρμονία με νόμους της φύσης (κλιμάκωση Κολμογκόροφ).
Σε μια διαρκή πάλη απελευθέρωσης των καταπιεσμένων παθών του, οι πινελιές του Βαν Γκογκ οπτικοποιούν μια κραυγή αγωνίας, μεταφράζοντας την κατάσταση έξαρσης στο μυαλό του, απέναντι στη ζωοδότρα, βίαιη κίνηση του σύμπαντος, που αποτυπώνεται με υπαρξιακή ένταση. Στοιχεία της φύσης σε διαρκή κίνηση, κυπαρίσσια που τρεμοσβήνουν σαν φλόγες και σταροχώραφα σαν χρυσαφί θάλασσες κάτω από ταραγμένους ουρανούς, με κυματοειδή σύννεφα, παλλόμενα από μια δυνατή πνοή ανέμου που εκφράζει τον εσώτερο πυρετώδη ψυχισμό του, συνταράσσουν ως σήμερα, κάθε θεατή.
Με βαθιά αίσθηση της αποστολής του, ως καλλιτέχνη, αφοσιώθηκε ολόψυχα στη ζωγραφική, αναζητώντας την ειλικρίνεια και τη φυσικότητα των απλών ανθρώπων. Στοιχειωμένος από μια δίχως στοργή, τραυματική παιδική ηλικία, σύμφωνα με την ταινία, ένιωθε πάντα παρείσακτος. Πικρά απογοητευμένος από την έλλειψη αποδοχής στο έργο του, βυθισμένος σε θανάσιμη μοναξιά, υπέφερε από ψυχωτικές κρίσεις και κατάθλιψη, ενώ νοσηλεύτηκε κατά διαστήματα σε ψυχιατρική κλινική. Γεμάτος απόγνωση αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος, καταλήγοντας δυο μέρες αργότερα, σε ηλικία μόλις 37 ετών, δίχως να υποπτεύεται την αμύθητη αξία που έμελε να λάβουν μελλοντικά οι μοναδικοί πίνακές του.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Κριτική για την Άλλη όψη της ελπίδας, του Άκι Καουρισμάκι υπάρχει στο φ. 347 του Δρόμου, στην ανταπόκριση από το Βερολίνο.