Οι συστημικές δυνάμεις δεν θα αποφύγουν μια ακόμη «δύσκολη» χρονιά
του Ερρίκου Φινάλη
O θαρραλέος κύριος Ρόμπερτ Φίτσο, πρωθυπουργός της Σλοβακίας, είπε κάτι που πολλοί ιθύνοντες του ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου σκέφτονται αλλά δεν τολμούν να ξεστομίσουν: «Ζητώ από τους ηγέτες να σταματήσουν τις περιπέτειες των δημοψηφισμάτων, που συνιστούν απειλή για την Ε.Ε.». Πριν εκμυστηρευθεί το μύχιο πόθο όλων των συστημικών πολιτικών να απαλλαγούν και τυπικά από το βραχνά της δημοκρατίας, ο φέρελπις Φίτσο (πρωτοέγινε πρωθυπουργός το 2006, σε ηλικία 41 ετών) είχε προλάβει να κάνει αρκετά πράγματα στη ζωή του: να γίνει μέλος του τσεχοσλοβάκικου Κ.Κ., έπειτα να εξελιχθεί σε στέλεχος της «Δημοκρατικής Αριστεράς», και τελικά να ιδρύσει το δικό του σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Είναι εύλογο που ο συγκεκριμένος κεντροαριστερός (εσφαλμένη περιγραφή για έναν «κομμουνιστή» που μεταλλάχθηκε σε νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊστή) είπε όσα άλλοι σκέφτονται σιωπηρά για τη δυσφορία που τους προκαλεί η δημοκρατία, δεδομένου ότι εκλέχθηκε πρωθυπουργός τον περασμένο Μάρτιο με το… 28% των ψηφισάντων (και με αποχή 41%). Ας είναι, αρκεί με τον έπαρχο του Βερολίνου στην Μπρατισλάβα – που πάντως του χρωστάμε χάρη, αφού με την εξομολόγησή του μας διευκόλυνε να γράψουμε την εισαγωγή στο θέμα μας: δηλαδή την είσοδο της Γηραιάς Ηπείρου σε μια νέα χρονιά που υπόσχεται συνέχιση της πολύπλευρης (δηλαδή όχι μόνο οικονομικής) κρίσης, της πολιτικής αναταραχής και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Ανησυχητικές δημοσκοπήσεις στη Γερμανία
Όλοι αναγνωρίζουν ότι, πέρα από μια οικονομική κρίση δίχως τέλος, την όποια εναπομείνασα συνοχή του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» θα δοκιμάσουν και οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στα σημαντικότερα κράτη μέλη της Ε.Ε.: αρκεί να αναφερθούν οι επικείμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία και τη Γαλλία. Στην επικυρίαρχο της Ε.Ε. Γερμανία το μεγάλο ερωτηματικό είναι, τουλάχιστον για τους συστημικούς αναλυτές, το σκορ που θα πετύχει η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), καθώς από αυτό θα εξαρτηθεί η σύνθεση της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Θα επαναληφθεί ο «μεγάλος συνασπισμός» χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών υπό τη Μέρκελ; Ή θα γίνει δυνατός ο σχηματισμός μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης με κορμό τη σοσιαλδημοκρατία και τη στήριξη των Πράσινων και της Αριστεράς;
Είναι ακόμη νωρίς, δεδομένου ότι δεν έχει καν καθοριστεί ακόμη η ημερομηνία των ομοσπονδιακών εκλογών (κάπου μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου). Αλλά οι δημοσκοπήσεις, όσο κι αν έχουν χάσει την αξιοπιστία τους, ανησυχούν σφόδρα τόσο τη Μέρκελ όσο και το SPD. Η τελευταία, που πραγματοποιήθηκε από το INSA στο διάστημα 30 Δεκεμβρίου-2 Ιανουαρίου, εκτινάσσει στο 15% την AfD, και δίνει απογοητευτικά ποσοστά για τα «μεγάλα» κόμματα που κάποτε μονοπωλούσαν την πολιτική ζωή της Γερμανίας: 32% για το CDU της Μέρκελ και 21% για το SPD. Το παζλ συμπληρώνει η γερμανική Αριστερά, η οποία έχει αναθαρρήσει από τότε που ο χαρισματικός Όσκαρ Λαφοντέν ανακοίνωσε την επιστροφή του στην ενεργό πολιτική (τέταρτη στη δημοσκόπηση με 11,5%), οι Πράσινοι με 10%, το FDP με 6%, και οι «λοιποί» (Πειρατές κ.ά.) με 4,5%.
Υπάρχει αντίπαλο δέος για την ακροδεξιά AfD;
Με δυο λόγια, ο θρόνος της Αυτοκράτειρας Μέρκελ τρίζει όλο και περισσότερο. Δεν είναι να απορεί κανείς που η απελπισία επενδύει εν πολλοίς σε μια βαθιά αντιδραστική «Εναλλακτική» όταν το λεγόμενο δημοκρατικό τόξο έχει κάνει τα πάντα για να δείξει πόσο περιφρονεί την κοινωνική πλειοψηφία. Είναι χαρακτηριστική (και μέχρι πριν λίγα χρόνια η δημοσιοποίησή της θα ήταν εξίσου αδιανόητη με την έκκληση του Φίτσο για κατάργηση των δημοψηφισμάτων) μια διαβεβαίωση που περιέχεται στην ετήσια έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης: «Η πιθανότητα μεταρρυθμίσεων είναι σημαντικά υψηλότερη εάν υποστηρίζεται από μεγάλο αριθμό των πολιτών που έχουν υψηλά εισοδήματα». Σε ελεύθερη μετάφραση, το σύστημα λέει: «Αν μας υποστηρίζουν οι εύποροι, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε – οι υπόλοιποι, η πλειοψηφία, δεν μετράνε». Η αλαζονεία των ελίτ σε όλο της το μεγαλείο…
Με τη σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους να έχουν συνυπογράψει ουσιαστικά όλες τις πολιτικές της Μέρκελ, απέμεινε μοναχικός κούκος (αλλά με δυνατή φωνή) ο επανακάμψας Λαφοντέν – τον οποίο πολλοί, ακόμη και εντός της γερμανικής Αριστεράς, θεωρούν… ακραίο. Είναι όμως ο μοναδικός που με κάποια πειστικότητα επιχειρεί να αποδομήσει την AfD, θυμίζοντας ότι και αυτή η τάχα «αντισυστημική» δύναμη υποστηρίζει την αύξηση του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, την ανάγκη μείωσης των συντάξεων και των λοιπών «υπερβολικών κοινωνικών παροχών», όχι βέβαια μόνο για τους επάρατους μετανάστες αλλά για όλους, των… Αρίων συμπεριλαμβανομένων. Αλλά ενοχλεί και όλους τους υπόλοιπους, αφού δεν διστάζει να χαρακτηρίσει νεοφιλελεύθερα όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου». Δεν διστάζει να εγκαλέσει ακόμη και την ηγεσία της «ιερής αγελάδας» του γερμανικού εργατικού κινήματος, δηλαδή του συνδικάτου IG-Metall, που από τη μια καταδικάζει τις «μεταρρυθμίσεις» κι από την άλλη τις αποδέχεται ως τετελεσμένο.
Αμφίρροπη μάχη στη Γαλλία της δυσαρέσκειας
Στην έτερη «μεγάλη δύναμη» της Ευρώπης, τη Γαλλία, επικρατεί επίσης μια αίσθηση κατάρρευσης των παραδοσιακών συσχετισμών – και υποβόσκει πάντα η ευρεία κοινωνική δυσαρέσκεια που έγινε αισθητή με το κίνημα Nuit Debout και την αντίθεση στον εργασιακό νόμο-έκτρωμα του Ολάντ. Η ανάδειξη του ακραίου νεοφιλελεύθερου Φιγιόν ως προεδρικού υποψήφιου της παραδοσιακής Δεξιάς (και μάλιστα με μια φρασεολογία περισσότερο «γαλλική» παρά «ευρωπαϊκή») μπορεί να μετριάζει τους φόβους για νίκη της Μαρίν Λεπέν, αλλά δεν είναι δα και η πρώτη φορά που οι «αναλυτές» θα πέσουν έξω. Αν υπάρχει κάποιος σίγουρος χαμένος πάντως, αυτός θα είναι ο υποψήφιος που θα υποστηριχθεί από το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα. Φαίνεται πιθανό το χρίσμα να το πάρει ο έως πρόσφατα πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς. Δεν έχει και μεγάλη σημασία – όποιος κι αν είναι ο «σοσιαλιστής» υποψήφιος, έχει μάλλον εξασφαλισμένη την… πέμπτη θέση.
Η μάχη θα δοθεί μεταξύ του Φιγιόν και της Λεπέν (που στα γκάλοπ για τον πρώτο γύρο παίρνουν περίπου 27% και 25% αντίστοιχα), με τον ανεξάρτητο υποψήφιο και πρώην υπουργό Οικονομικών Εμανουέλ Μακρόν να εξακολουθεί να ελπίζει ότι θα μπει στο δεύτερο γύρο (μάλλον ευσεβής πόθος με 15% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις), κι από κοντά τον ενοχλητικό Ζαν Λικ Μελανσόν με 14%. Μια και αναφερόμαστε στον Μελανσόν, που στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές θεωρήθηκε ότι σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το 11% που απέσπασε ως κοινός υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς, φαίνεται ότι τον βοηθά η… μη υποστήριξή του από το Γαλλικό Κ.Κ. Το ιστορικό κόμμα της γαλλικής Αριστεράς, επιμένοντας στην επίθεση φιλίας προς το… Σοσιαλιστικό Κόμμα «για μια κοινή υποψηφιότητα όλης της Αριστεράς»(!), ξεπλένει την αμαρτωλή Κεντροαριστερά προκειμένου να διασώσει τον μηχανισμό του. Κινδυνεύει όμως να χάσει και τα αβγά και τα καλάθια, επιστρέφοντας στις δραματικές εκείνες εποχές που έπαιρνε λιγότερες ψήφους κι από το Κόμμα Κυνηγών.
Στην πραγματικότητα, καμπανάκια βαρούν για όλο το πολιτικό σύστημα απ’ άκρη σ’ άκρη της Γηραιάς Ηπείρου. Το χάσμα μεταξύ των πολιτών και του πολιτικού κόσμου διαρκώς διευρύνεται. Μ’ αυτήν την έννοια, δεν έχει άδικο ο Σλοβάκος πρώην «κομμουνιστής» πρωθυπουργός που κάνει έκκληση στους ομολόγους του να μην επιτρέψουν άλλα δημοψηφίσματα στην Ευρώπη (ίσως θα πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμη πριν κάποιος άλλος τολμήσει να προτείνει ως πανάκεια την κατάργηση της καθολικής ψηφοφορίας…). Πόσο μάλλον που στα δημοψηφίσματα, περισσότερο κι από τις βουλευτικές εκλογές, οι «αδαείς και ανεύθυνοι ψηφοφόροι» (και ιδίως όσοι δεν είναι εύποροι, για να μην ξεχνάμε τις κυβερνητικές μελέτες του Βερολίνου!) επηρεάζονται από το «λαϊκισμό». Όποιος δεν το πιστεύει, ας ρωτήσει έναν άλλον κάποτε φέρελπι νέο της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, τον κύριο Ρέντσι.