Του Βασίλη Ξυδιά
Το αξιοπρεπές άτομο δεν μπορεί να σταθεί στην ουρά. Όπως δεν μπορεί γενικώς να συγχρωτίζεται με τον πολύ κόσμο, και μάλιστα για ταπεινά πράγματα. Λοιδορεί λοιπόν η ριζοσπαστική-επαναστατική διανόηση τον λαουτζίκο που έτρεξε στις ουρές των τραπεζών, των σούπερ-μάρκετ και των βενζινάδικων. Λες και οι πολιτικές μάχες δίνονται απ’ όσους είναι απαλλαγμένοι από τις γήινες ανάγκες, κι απ’ όσους δεν χρειάζεται να φροντίζουν για την καθημερινότητα, τη δική τους ή των δικών τους. Ο ρομαντικός επαναστατισμός σαν μονοφυσιτική αίρεση.
Κι όμως εγώ είδα χθες στις ουρές των τραπεζών ανθρώπους ψύχραιμους και ευγενείς, που δεν βρίζονταν ούτε έσπρωχναν ό ένας τον άλλον για να προλάβουν μην αδειάσει το ΑΤΜ· ούτε διαπληκτίζονταν για το ποιος φταίει που φτάσαμε σ’ αυτή την κατάσταση. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους που μιλούσαν μεταξύ τους «όμορφα και απλά», περιμένοντας υπομονετικά στην ουρά, είδα τη ζύμη ενός λαού που μπορεί όντως να πει ΟΧΙ. Ανθρώπους που μπορούν να δώσουν τη μάχη της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας έχοντας επίγνωση ότι ο αγώνας που ανοίγεται μπροστά τους είναι μαραθώνιος, κι όχι απλό κατοστάρι.
Αναρωτιέμαι αν η ριζοσπαστική-επαναστατική διανόηση έχει αυτή την επίγνωση και την ανάλογη αντοχή. Αν ξέρει τι την περιμένει σαν καθημερινότητα από δω και πέρα· αν έχει συναίσθηση των ασκών που άνοιξε η προκήρυξη του δημοψηφίσματος. (Ας το πούμε έτσι, εν παρενθέσει: Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα – είτε το ΟΧΙ, είτε το ΝΑΙ – η ζωή στην Ελλάδα δεν θα είναι πλέον όπως ήταν μέχρι χθες. Η μεγάλη πλειονότητα του λαού θα βιώσει – όλοι μας θα βιώσουμε – μια άνευ προηγουμένου φτωχοποίηση. Σε περίπτωση συμφωνίας το αποτέλεσμα θα είναι προφανώς βαριά λιτότητα, ενώ αν επικρατήσει ένα ισχυρό ΟΧΙ με συνέπεια την οριστική ρήξη με τους δανειστές, τότε και πάλι θα περάσουμε από πολύ δύσκολα, «αχαρτογράφητα», όπως όλοι λένε, νερά.)
Εν όψει αυτών των καταστάσεων φοβάμαι πως η βδομάδα αυτή με τις κλειστές τράπεζες, και το 60άρι όριο στις αναλήψεις, δεν είναι παρά ένα πρώτο φροντιστήριο, μια απλή προπόνηση για ό,τι μέλει να ακολουθήσει. Κι όσο κι αν τώρα μάς κάνει κόπο να κάτσουμε κι εμείς στη σειρά – κατά το γνωστό τραγουδάκι του Γ. Οικονομίδη – αυτή μπορεί να αποδειχθεί ένας από τους κυτταρικούς θεσμούς του μεταευδαιμονιακού Ελληνισμού. Ναι, εκεί, στις ουρές, μεριμνώντας για την ταπεινή υλική πραγματικότητα, είναι ίσως που θα ζυμωθεί η νέα συλλογική συνείδηση των Ελλήνων· πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στους υποτιθέμενους χώρους του πνεύματος (γκαλερί, θέατρα κτό) ή του αγώνα (διαδηλώσεις, συνελεύσεις κλπ).