Μεγάλωσα στην πλατεία Καλλιγά, που κάποιοι την ξέρουν σαν πλατεία Καραμανλάκη επειδή στην ομώνυμη οδό, επί της πλατείας, ήταν η περίφημη ταβέρνα του Σαμπάνη, η πρώτη, όχι η άλλη, η μεγάλη στον Άγιο Λουκά, του ιδίου ιδιοκτήτη, που έγινε διάσημη σαν στέκι του λαϊκού τραγουδιού στη δεκαετία του 1980. Πολλοί διανοούμενοι σύχναζαν σ’ αυτή την ταβέρνα που είχε και ωραία αυλή με τραπεζάκια για το καλοκαίρι. Από ένα σημείο και μετά έπαιξε ρόλο στο είδος της πελατείας και το ό,τι γιος του ταβερνιάρη ήταν ο Γιώργος Σαμπάνης, πολύ αγαπητός, ηθοποιός της ξεχωριστής γενιάς του Ελεύθερου Θεάτρου, που έφυγε πολύ πρόωρα από τη ζωή.

Αυτή, λοιπόν, η πλατεία συμβόλιζε το πώς έπρεπε να είναι η Αθήνα και πώς παρά λίγο θα γινόταν, αφού η ίδια η αρχιτεκτονική της πλατείας αποτελεί τον πιο αδιαμφισβήτητο μάρτυρα, τη μέγιστη απόδειξη, ότι κάποιοι το είχαν συλλάβει, το είχαν σχεδιάσει και το είχαν εφαρμόσει πιλοτικά. Κι αυτό που είχαν συλλάβει ήταν όχι μόνο πολύ όμορφο και λειτουργικό, σωτήριο θα έλεγα, αλλά και ανθεκτικό σε κάθε βαρβαρότητα. Το γεγονός ότι αυτό το πολεοδομικό συγκρότημα παρέμεινε ως έχει, ότι διατήρησε ακέραια τη δομή και το χαρακτήρα του παρ’ όλη την αμέτρητη κακοποίηση και τον εκβαρβαρισμό που το περικλείει, αποδεικνύει ότι ήταν κάτι που ήταν θωρακισμένο για να αντέξει σε όλες τις πιέσεις για πολύ πολύ καιρό.

Αυτό το συγκρότημα αξίζει να πάει κανείς να το δει από κοντά. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι τουριστικός προορισμός, δείγμα πολύτιμο μιας Αθήνας που δεν ακολούθησε αυτό το δρόμο, αλλά και τόπος μελέτης για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου και ιδίως της αρχιτεκτονικής. Και γιατί όχι, και των φοιτητών του Παντείου Πανεπιστημίου, τους κοινωνιολόγους, δημοσιολόγους και πολιτειολόγους. Εμείς που μεγαλώσαμε σ’ αυτή την πλατεία γνωρίζουμε όλα τα φανερά πλεονεκτήματά της και όλα τα κρυφά μυστικά της. Είναι από τα λίγα κομμάτια της πόλης που, ενώ κυριαρχεί αποκλειστικά η πολυκατοικία, δεν έχει καταστραφεί όπως έχει καταστραφεί όλη η Κυψέλη, όλο το Παγκράτι, όλη η Καλλιθέα, όλος ο Βύρωνας, όλη η Αθήνα. Και κάτι παραπάνω: έχει εντάξει αρμονικά στην πόλη τις πολυκατοικίες έτσι ώστε να αποτελούν μέρος της ομορφιάς του! Εξουδετέρωσε πολλές από τις αρνητικές συνέπειες (οικιστικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές) της αντιπαροχής, της πυκνής και υψηλής δόμησης, της αποξένωσης και της ασχήμιας.

Πρώτα πρώτα, έχει στο κέντρο του συγκροτήματος την πλατεία στις σωστές αναλογίες, ούτε πολύ μικρή, κουτσουλιά, ούτε πελώρια να κάνει τις απέναντι πολυκατοικίες απλησίαστες. Όλα τα ρετιρέ αναδεικνύονται και ανοίγουν ακόμα πιο πολύ το βλέμμα και την γενικότερη αίσθηση προς τον ουρανό. Και όλα τα μπαλκόνια, με ανοιχτόκαρδη θέα, είχαν γλάστρες με λουλούδια και περίτεχνα κάγκελα. Όλοι δε οι δρόμοι γύρω από την πλατεία έχουν μόνο από 50 έως 200 μέτρα μήκος και, το σημαντικότερο είναι ότι όλες οι πολυκατοικίες, πλην δύο-τριών, έχουν μπροστά τους πρασιές, μικρές αυλές με δέντρα και λουλούδια! Επίσης, και οι τέσσερις δρόμοι καταλήγουν σε διαμπερείς κεντρικούς άξονες, την Πατησίων, τη Λευκωσίας και την Κνωσού με τρόπο που κρατούν την πλατεία με τα περίχωρά της προστατευμένα από τη μεγάλη κίνηση και τη βαβούρα, αλλά σε απόσταση αναπνοής από την αγορά και από τους συγκοινωνιακούς κόμβους.

 

Εχθροί της πόλης

Εάν αυτό το μοντέλο εφαρμοζόταν σε όλη την Αθήνα, θα είχαμε μία πόλη υποδειγματική, σε αρμονία, ομορφιά και λειτουργικότητα. Πράγμα, βέβαια, που δεν συνέβη για προφανείς λόγους. Οι εργολάβοι μίσησαν αυτό το μοντέλο. Με τον περιορισμό που υπήρχε στο ύψος των πολυκατοικιών, τους έτρωγε τετραγωνικά. Κι αυτοί πουλούσαν με το εκατοστό! Και οι πολιτικοί ήταν της ίδιας νοοτροπίας και αυτούς, τους πάσης φύσεως εργολάβους, εξυπηρετούσαν. Και μέχρι σήμερα εξυπηρετούν. Πολύ σπάνια σ’ αυτό τον τόπο η άρχουσα τάξη, κάθε απόχρωσης, έκανε τις επιλογές της με βάση το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου, αλλά και τις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές των σύγχρονων πόλεων. Γι’ αυτό, σε όλη την Ελλάδα, επικράτησε το μοντέλο της Άνω Κυψέλης και όχι το μοντέλο της πλατείας Καλλιγά. Γι’ αυτό, πουθενά, σε καμία «γειτονιά», δεν υπάρχουν ανάσες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Σε μήκος τεσσάρων χιλιομέτρων, από την πλατεία Βικτωρίας μέχρι το τέρμα Πατησίων, 200 μέτρα πάνω και 200 μέτρα κάτω από την κεντρική λεωφόρο, δεν χαράχτηκε καμία πλατεία και, εννοείται, κανένας δρόμος με πρασιές, αυλές ή κήπους. Σκέτες πλατείες, η Βικτώρια και η Αμερικής. Η Κολιάτσου μόνο κατ’ όνομα. Το οικόπεδο στην Κύπρου και Πατησίων γλίτωσε, χάνοντας τα πεύκα του, και έγινε πολύ πρόσφατα παρκάκι με πόλεμο! Τίποτα άλλο! Του Φιξ και του Δρακόπουλου προκύψανε πολύ αργότερα από… σπόντα. Σε 1.600 στρέμματα, με την πυκνότερη στην Ευρώπη δόμηση, όλες οι πλατείες μαζί δεν καλύπτουν πάνω από 4 στρέμματα! Κανένας χώρος για να παίξουν τα παιδιά, όπως παίζαμε εμείς σε απόσταση νοημάτων από τα σπίτια μας, ούτε για να μαζεύονται οι νέοι για να φλερτάρουν, οι μανάδες για να κάνουν βόλτα τα μωρά τους και οι μεγαλύτεροι για να πάρουν αέρα και να τα πουν με τους γείτονές τους. Στην Καλλιγά, σ’ αυτό το μικρό μας αλλά πολύ άνετο πριγκιπάτο είχαμε ταβέρνα, καφετέρια, καθαριστήριο, φωτογραφείο και δύο περίπτερα. Και όλα τα υπόλοιπα, φούρνος, μπακάλικο, μανάβικο, ψαράδικο, ηλεκτρολογικά, ΕΒΓΑ, τράπεζα, σινεμά, κλαμπ κ.λπ., ήταν σε απόσταση δύο έως πέντε λεπτών. 2.000-2.500 άνθρωποι σε 50 πολυκατοικίες με κέντρο μια πλατεία με δέντρα, φώτα και παγκάκια. Κι εμείς που μέναμε σε υπόγειο, ήμασταν ευτυχισμένοι. Ο τέλειος σχεδιασμός.

Αντ’ αυτού, όμως, οι ιθύνοντες, τα κοράκια, οι πολιτικοί και οι εργολάβοι, του ατομικού συμφέροντος και της απουσίας οποιασδήποτε άξιας λόγου κουλτούρας, κατασκεύασαν ένα αντικοινωνικό και αντιαισθητικό τέρας που χρόνο με το χρόνο γινόταν όλο και πιο αποκρουστικό, όλο και πιο αφόρητο και καταπιεστικό. Και, βέβαια, όσοι ευθύνονται για τις αποφάσεις που καθόρισαν τις ποσότητες και τις ποιότητες στις κεντρικές συνοικίες και στους φτωχότερους γύρω δήμους, την έκαναν νωρίς και λάκισαν στις προστατευμένες συνοικίες της περιφέρειας, μακριά από το καυσαέριο, το πήξιμο, τη ρύπανση και την κοινωνική υποβάθμιση. Προτίμησαν τις ανέσεις των βόριων και νότιων προαστίων, με άλλου είδους προβλήματα, αλλά πάντως, μακριά από το υποβαθμισμένο κέντρο το οποίο, πλέον, μόνο με επανάσταση μπορεί να αναπλαστεί εκ θεμελίων και να αναστηθεί.

Η κατασκευή της μεταπολεμικής Αθήνας αποτελεί ένα ιδιαζόντως ειδεχθές εκ προμελέτης έγκλημα, για το οποίο όλοι οι κατηγορούμενοι, που θα έπρεπε να σαπίζουν στις φυλακές, στιγματισμένοι και ξεφωνημένοι, έχουν φροντίσει και για τη μη δίωξη και τιμωρία τους, έχοντας φτιάξει όλο το κράτος σαν τα μούτρα τους, τα απεχθή.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!