Δυσαρέσκεια εντός, απώλεια κύρους εκτός
Του Ιμάνουελ Βαλερστάιν *
Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δεδομένο ότι η αστάθεια εγκυμονεί σε κράτη που βρίσκονται κυρίως στον παγκόσμιο Νότο. Οι ειδήμονες και οι πολιτικοί του παγκόσμιου Βορρά αναφέρονται σε αυτά ως «αποτυχημένα κράτη» όπου εκδηλώνονται «εμφύλιες συγκρούσεις» και η ζωή είναι πολύ αβέβαιη για τους κατοίκους τους. Οι πληθυσμοί αυτοί παρουσιάζουν έντονη τάση να καταφεύγουν σε «ασφαλέστερες» περιοχές του πλανήτη – εκεί όπου υποτίθεται ότι υπάρχουν περισσότερες δουλειές και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Ιδίως οι ΗΠΑ θεωρούνται μεταναστευτικός στόχος ενός πολύ μεγάλου ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού.
Κάποτε αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό σωστό. Στην περίοδο 1945-1970 οι ΗΠΑ ήταν ηγεμονική δύναμη στο παγκόσμιο σύστημα, με συγκριτικά καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Και, παρότι τα σύνορα για τους μετανάστες δεν ήταν ακριβώς ανοιχτά, εκείνοι που κατόρθωναν να φθάσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ήταν σε μεγάλο βαθμό ικανοποιημένοι με αυτό που έβρισκαν. Τα βήματά τους ακολουθούσαν κι άλλοι μετανάστες από τις ίδιες χώρες προέλευσης. Στο διάστημα αυτό ήταν πολύ περιορισμένη η μετανάστευση από τις ΗΠΑ προς τρίτες χώρες, και είχε πρόσκαιρο μόνο χαρακτήρα: την ανάληψη μιας ακριβοπληρωμένης δουλειάς οικονομικού, πολιτικού ή στρατιωτικού μισθοφόρου.
Ενδείξεις μείωσης της παντοδυναμίας των ΗΠΑ
Όμως η χρυσή εποχή της αμερικανικής κυριαρχίας στο παγκόσμιο σύστημα άρχισε να ξεφουσκώνει στη δεκαετία του 1970. Έκτοτε συνεχίζει να φθίνει, με ολοένα εντονότερο μάλιστα ρυθμό. Ποιες είναι οι ενδείξεις; Υπάρχουν πολλές, κάποιες μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ και κάποιες άλλες στη μεταβαλλόμενη συμπεριφορά του υπόλοιπου κόσμου. Για παράδειγμα, σήμερα ζούμε μια προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη νέου προέδρου, για την οποία είναι κοινή η αίσθηση ότι πρόκειται για μια ασυνήθιστη καμπάνια, και ότι θα οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές. Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των ψηφοφόρων που κινητοποιήθηκαν κατά του «Κατεστημένου» – πολλοί από αυτούς μάλιστα συμμετέχουν πρώτη φορά στην εκλογική διαδικασία.
Στη διαδικασία των προκριματικών εκλογών των Ρεπουμπλικάνων, ο Ντόναλντ Τραμπ οικοδόμησε την εκστρατεία του εκμεταλλευόμενος αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια, την οποία φρόντισε να τροφοδοτήσει περαιτέρω. Τα πράγματα δείχνουν ότι το πέτυχε, παρά τις προσπάθειες αυτών που θα χαρακτηρίζαμε «παραδοσιακούς» Ρεπουμπλικάνους. Στο κόμμα των Δημοκρατικών, πάλι, η ιστορία είναι παρόμοια – αλλά όχι ακριβώς ίδια. Ένας μέχρι πρότινος άσημος γερουσιαστής, ο Μπέρνι Σάντερς, κατάφερε να εκμεταλλευθεί το κύμα δυσαρέσκειας χρησιμοποιώντας μια περισσότερο αριστερή ρητορική και διεξάγει μια πολύ εντυπωσιακή εκστρατεία απέναντι στην κάποτε αδιαμφισβήτητη υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον.
Παρότι δεν φαίνεται ικανός να εξασφαλίσει το χρίσμα, ο Σάντερς ανάγκασε την Κλίντον (και το Δημοκρατικό Κόμμα) να στραφούν πολύ πιο αριστερά απ’ ό,τι φαινόταν εφικτό μόλις πριν μερικούς μήνες. Και το πέτυχε χωρίς να έχει ποτέ στο παρελθόν κατέβει σε εκλογές με τους Δημοκρατικούς! Μπορεί βέβαια να σκεφτείτε ότι όλα αυτά θα ξεφουσκώσουν μόλις κριθεί η προεδρική εκλογή και κυριαρχήσουν πάλι οι «συνήθεις» κεντρώες πολιτικές λογικές. Ποια θα είναι όμως η αντίδραση εκείνων που, με πολύ έντονο τρόπο, στήριξαν τους υποψηφίους τους ακριβώς επειδή δεν τάσσονταν υπέρ των «συνήθων» κεντρώων πολιτικών; Τι θα συμβεί αν απογοητευθούν από τους σημερινούς πρωταθλητές;
«Ατέλειωτοι και άγνωστοι» θάνατοι σε βίαια επεισόδια
Πρέπει να δούμε κι άλλη μία αλλαγή που συντελείται στις ΗΠΑ. Στις 23 Μαΐου οι New York Times δημοσίευσαν ένα πρωτοσέλιδο άρθρο για τη βία της οπλοκατοχής, την οποία αποκάλεσαν «ατελείωτη αλλά άγνωστη». Το άρθρο δεν αφορούσε τις μαζικές δολοφονίες [από ενόπλους σε κολέγια, επιχειρήσεις κ.λπ.], οι οποίες τυγχάνουν μεγάλης δημοσιότητας και θεωρούνται σοκαριστικές. Αντίθετα, αναφερόταν σε θανάσιμους πυροβολισμούς, τους οποίους η αστυνομία συνηθίζει να αποκαλεί «περιστατικά» και δεν δημοσιοποιούνται ποτέ. Το εν λόγω άρθρο περιγράφει αναλυτικά ένα τέτοιο «περιστατικό» και το χαρακτηρίζει «έκφραση μίας άλλης μορφής μαζικής βίας, η οποία ξεσπάει με τόσο παραλυτικά συχνό ρυθμό που είναι σχεδόν αόρατη».
Καθώς αυτοί οι «ατελείωτοι αλλά άγνωστοι» βίαιοι θάνατοι αυξάνονται, η πιθανότητα να επεκταθούν εκτός από τα γκέτο των Μαύρων σε ζώνες που δεν ζουν Μαύροι αλλά πολλοί από τους απογοητευμένους πολίτες, δεν είναι τόσο τραβηγμένη. Στο κάτω-κάτω οι απογοητευμένοι έχουν δίκιο για ένα πράγμα: η ζωή στις ΗΠΑ δεν είναι πια τόσο καλή όσο κάποτε. Ο Τραμπ χρησιμοποίησε το σλόγκαν «Ας κάνουμε πάλι την Αμερική μεγάλη», αναφερόμενος στη χρυσή εποχή. Και ο Σάντερς επίσης δείχνει να αναφέρεται σε μια παλαιότερη χρυσή εποχή, κατά την οποία οι θέσεις εργασίας δεν εξάγονταν στον παγκόσμιο Νότο. Ακόμα και η Κλίντον μοιάζει να κάνει αναφορές σε κάτι που έχει χαθεί…
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε μία επιπλέον μορφή βίας, ακόμα σφοδρότερη: αυτή που ασκεί μία για την ώρα πολύ μικρή ομάδα ένοπλων «πολιτοφυλάκων», που μισούν το «κράτος» και αυτοαποκαλούνται CCF (Πολίτες για Συνταγματικές Ελευθερίες). Είναι αυτοί που αντιτίθενται σε κυβερνητικές απαγορεύσεις, π.χ. όσον αφορά τη χρήση ορισμένων εκτάσεων για τη βοσκή των ζώων τους. Οι CCF υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει τέτοια δικαιώματα και δρα αντισυνταγματικά. Το πρόβλημα είναι ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές δεν είναι σίγουρες πώς να τους αντιμετωπίσουν. Έτσι, μπαίνουν σε «διαπραγματεύσεις», όταν όμως αυτές αποτυγχάνουν, τελικά ασκούν την εξουσία τους. Αυτή η πιο ακραία μορφή δράσης [οι ένοπλες «πολιτοφυλακές»] είναι πιθανό σύντομα να επεκταθεί. Πρόκειται για μια μετακίνηση όχι προς τα δεξιά, αλλά προς πιο βίαιες μορφές διαμαρτυρίας, προς μία εμφύλια σύρραξη.
Σταδιακή απώλεια του αμερικανικού κύρους
Όλο αυτό τον καιρό οι ΗΠΑ σταδιακά χάνουν το κύρος τους στον υπόλοιπο κόσμο. Στην πραγματικότητα, δεν είναι πια η ηγεμονική δύναμη, και πλέον θεωρούνται ένας αδύναμος και ασταθής παγκόσμιος εταίρος. Δεν έχουν αυτήν την άποψη μόνο οι χώρες που αντιτάχθηκαν σφόδρα στις αμερικανικές πολιτικές στο παρελθόν, όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν. Σήμερα πια είναι άποψη που συμμερίζονται και θεωρητικά στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, η Μεγάλη Βρετανία και ο Καναδάς. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αίσθηση για την «υπευθυνότητα» των ΗΠΑ στη γεωπολιτική σφαίρα έχει υποχωρήσει αισθητά. Και συνεχίζει διαρκώς να υποχωρεί.
Όσο η ζωή στις ΗΠΑ γίνεται όλο και λιγότερο «ασφαλής», είναι μοιραίο να σημειωθεί σταθερή αύξηση στη μετανάστευση. Άλλες περιοχές του κόσμου δεν είναι βέβαια ασφαλείς, είναι όμως ασφαλέστερες. Δεν ισχύει ότι το βιοτικό επίπεδο αλλού είναι τόσο υψηλό, αλλά σε πολλές περιοχές του παγκόσμιου Βορρά είναι σαφώς υψηλότερο. Δεν μπορούν βέβαια όλοι να μεταναστεύσουν. Προφανώς η πρώτη ομάδα που θα παρουσιάσει αύξηση στην τάση μετανάστευσης θα είναι οι προνομιούχοι. Όσο όμως αυτό θα γίνεται αντιληπτό, τόσο θα γιγαντώνει ο θυμός των «απογοητευμένων» μελών της μεσαίας τάξης. Και οι αντιδράσεις τους μπορεί να πάρουν βίαιη μορφή.
Υπάρχει κάτι που να μπορεί να τροποποιήσει τη στάση απέναντι στο μετασχηματισμό των ΗΠΑ; Εάν σταματούσαμε την προσπάθεια να «κάνουμε πάλι την Αμερική μεγάλη», και επιχειρούσαμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο για όλους, θα αποτελούσαμε κομμάτι ενός κινήματος για έναν «διαφορετικό κόσμο». Κι αυτό θα μετασχημάτιζε και τις ΗΠΑ. Είναι όμως απαραίτητο να πάψουμε να ονειρευόμαστε την επιστροφή σε μια χρυσή εποχή, που δεν ήταν και τόσο χρυσή για τον υπόλοιπο κόσμο.
* Ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν είναι κορυφαίος βορειοαμερικανός κοινωνιολόγος. Διατέλεσε καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ και άλλων χωρών, και είναι συγγραφέας δεκάδων βιβλίων. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 2 Ιουνίου 2016 στο δικτυακό τόπο του (iwallerstein.com). Εδώ παρουσιάζεται ελαφρά συντετμημένο, με υπότιτλους της Σύνταξης.
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη