Του Στράτου Γεωργούλα*

 

Ήταν τέλη Αυγούστου, όταν σε ένα διεθνές συνέδριο, τις συζητήσεις στα διαλείμματα των εισηγήσεων, τις μονοπωλούσε η κατάσταση στην Ελλάδα. Σε ένα «πηγαδάκι», ξένοι συνάδελφοί μου, είχαν μοιραστεί τον προβληματισμό και την απογοήτευσή μου και τον είχαν προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω.

«Σκοτώσατε την νέα ευρωπαϊκή Αριστερά», μου είπαν. Και μου περιέγραψαν καταστάσεις και συναισθήματα που είχαν βιώσει όλο το προηγούμενο διάστημα από την κυβερνητική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τη συνθηκολόγηση. Πως στην αρχή γεννήθηκε η ελπίδα ότι για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, φαινόταν ότι ένας θεσμικός αστικός φορέας, μια κυβέρνηση, αντιστέκεται σε εντολές άσκησης νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εκφέρονται από ένα διευθυντήριο. Και επειδή η αντίσταση φαινόταν να συνεχίζεται για αρκετούς μήνες, αυτό οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο, ανάμεσα σε αυτούς και τους ξένους συναδέλφους μου, στους δρόμους μεγάλων πόλεων του κόσμου, να διαδηλώνουν τη στήριξή τους σε αυτή την αντίσταση. Ένα μεγάλο λαϊκό ρεύμα, με ένα σκοπό, το βλέμμα στραμμένο σε μια μικρή χώρα που μπορούσε να γίνει σύμβολο.

Μου έλεγαν ότι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τις προσπάθειες πραξικοπήματος από διεθνή κέντρα αποφάσεων και τα ΜΜΕ και πως αυτές τις προσπάθειες τις νίκησε το λαϊκό «όχι» του 62%. Έμειναν ξάγρυπνοι περιμένοντας τα επίσημα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και χάρηκαν για τη συντριβή των δυνάμεων του κατεστημένου. Και τώρα τι; Σαφέστατα, μου είπαν, δεν πρόκειται κανένας να ξαναβγεί στους δρόμους, διαδηλώνοντας τη στήριξη τους στη χώρα μας. «Τελειώσατε και απλώς ο κίνδυνος είναι μήπως και εσείς (η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) τελειώσατε εμάς». Μήπως σκοτώσατε τη νέα ελπίδα, όπως άλλωστε έχει ξαναγίνει στο παρελθόν. Αλλά επειδή αριστερά σημαίνει κρατάω το φως που καίει αναμμένο με κάθε κόστος, μετά από λίγο η συζήτηση πήγε στον Jeremy Corbyn και στην Αγγλία και τελικά αν οι συγγραφείς της αγίας οικογένειας είχαν δίκιο και η ελπίδα έρθει όχι από την περιφέρεια αλλά από μια καπιταλιστική μητρόπολη.

 

Η θετική… φούσκα

Η συζήτηση «εντός των τειχών» έχει ανοίξει και συνεχώς ψάχνω μια άλλη εξήγηση, εναλλακτική των δυο κυρίαρχων. Δηλαδή, αφενός ενός επίπονου αλλά αναγκαίου συμβιβασμού που «δεν μας αξίζει» αλλά η προσπάθεια συνεχίζεται στο δρόμο της συναίνεσης και αφετέρου μιας προδοσίας έντεχνα προετοιμασμένης που κατέστρεψε ό,τι είχε οικοδομηθεί και αυτό με τη σειρά του έπεσε στα κεφάλια όλων μας, με συνέπεια να μην μπορούμε πια να σηκωθούμε όρθιοι. Στο πλαίσιο αυτό και με σκοπό να ξεκινήσει μια συζήτηση, θα εντάξω μερικά στοιχεία εμπειρίας συνδέοντας τα με ιδεότυπους για να υποστηρίξω τη βασική θέση ότι το 2015 γίναμε μάρτυρες μιας κατάστασης έκρηξης μιας θετικής φούσκας. Τα όρια, το «habitus» αυτής της Αριστεράς έφτασαν σε σημείο μη αντοχής από μια λαϊκή κινητοποίηση ανεπανάληπτη. Η φούσκα έσκασε, αλλά ο δρόμος άνοιξε. Επειδή η ιστορική ευκαιρία υπάρχει ακόμα, μένει η απάντηση σε ένα «τι να κάνουμε», μη ξεχνώντας τα στοιχεία του 1903, του 2012, αλλά πάνω απ’ όλα διαβάζοντας κοινωνιολογικά το παρόν και ψηλαφώντας το μέλλον. Αλλά αυτό είναι θέμα ενός άλλου άρθρου.

Το πρώτο στοιχείο που μου έκανε εντύπωση ήταν η θεοποίηση του κινήματος, ως μια απάντηση σε όλα, θυμίζοντας την περίφημη ρήση του Μπερνστάιν, με ταυτόχρονη αποσύνδεσή του από οποιαδήποτε προσπάθεια πολιτικής αλλαγής με τη χρήση των διαθεσίμων μέσων. Αυτή η πρακτική ταιριάζει τελικά πολύ ωραία σε αρκετά είδη της υπάρχουσας σύγχρονης Αριστεράς, γιατί ο καλύτερος τρόπος να μη δρας, είναι είτε να θεοποιείς είτε να δαιμονοποιείς. Προκαλείς μια σχιζοειδή πολιτική πρόταση (άλλο η κυβέρνηση άλλο το κίνημα) και κατορθώνεις να αδρανοποιείς ένα πολιτικό υποκείμενο που ο ρόλος του θα έπρεπε να είναι η σύνδεση των δυο αυτών με τελικό σκοπό την επέκταση του σοσιαλισμού στις μάζες. Έτσι, η τοποθέτηση μιας κυρίαρχης ομάδας εντός του πολιτικού υποκείμενου, για την ανάγκη να μην «πασοκοποιηθεί» το κράτος, γίνεται αποδεκτή από τη σιωπηρή πλειοψηφία. Βέβαια, την ίδια στιγμή η σαφέστατη αδυναμία πίστης στην ανάγκη για σύγκρουση και η υιοθέτηση συναινετικών προτύπων, σημαίνει τη συνδιαλλαγή με το κατεστημένο και τη θεώρηση ότι μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για το δικό σου σκοπό. Αυτό σημαίνει ότι, τελικά, πιστεύεις στον αυτόνομο και «ουδέτερο» ρόλο των διοικητικών μηχανισμών που ήδη υπάρχουν ή ότι πιστεύεις ότι μπορούν να συνδράμουν στον ευρύτερο στόχο σου (η σύγκρουση με την τρόικα για τα μνημόνια), ξεχνώντας ότι μνημονιακές πολιτικές δεν ήταν μόνο οι συμφωνίες που επικυρώθηκαν στη Βουλή, αλλά κάθε νόμος, προεδρικό διάταγμα, υπουργική απόφαση, εγκύκλιος, ρητή ή άρρητη εντολή ή πρακτική που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια, σε κάθε θεσμό στη χώρα μας.

Αλλά από την άλλη πλευρά, ποια ήταν η «έξις», η συνήθεια, η δεύτερη φύση, οι πρακτικές αυτού του είδους της αριστεράς; Μήπως ήρθαν σε σύγκρουση με πατερναλιστικά και ταξικά στοιχεία αυτής της κοινωνίας στον ίδιο τον μικρόκοσμό τους, μήπως πολέμησαν, πληρώνοντας το ανάλογο κόστος, στην εργασία τους, την οικογένεια τους, τον περίγυρο τους για να πούμε ότι μπορούν να κάνουν το ίδιο σε ένα ευρύτερο πλαίσιο; Τόλμησαν να τα βάλουν με τα σύμβολα που συμπυκνώνουν αυτόν τον κόσμο της εκμετάλλευσης, της διαφθοράς, του παραγοντισμού, τον κόσμο που το κατεστημένο δεν θέλει να αλλάξει και αρκετοί δεν τολμούν να δεχτούν την αλήθεια, ότι τελικά θα αλλάξει;

 

Οι νίκες και ο λαός

Σε ένα σημείο θα διαφωνήσω με τους ξένους συναδέλφους μου. Δεν σκοτώσαμε (πρώτος πληθυντικός) την Αριστερά, γιατί η Αριστερά που κέρδισε τον Ιούνιο του 2014, τον Γενάρη του 2015 και τον Ιούλιο του 2015, δεν είναι/ ήταν ομογενοποιημένη, δεν ήταν μια, ενιαία. Αντίθετα, ήταν μια συνεχή σύγκρουση, που όσο λειτουργούσε το πολιτικό υποκείμενο παρήγαγε σημαντικές νίκες (αλλά και ήττες). Και στις νίκες θα σταθώ τώρα. Δεν μπορώ να ξεχάσω «το ευρώ δεν είναι φετίχ» με δίπλα/απέναντι σου, τους «κληρικούς» της Ε.Ε. Και αυτή η θέση, πήρε 27% του εκλογικού σώματος. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη θέση ότι θα αναδείξουμε και θα τιμωρήσουμε αυτούς που με το κρατικό-επιχειρηματικό τους έγκλημα, μας άφησαν ένα δυσβάστακτο χρέος, όταν έχεις δίπλα/απέναντι σου, μερικούς που είχαν ρόλο σε αυτό. Και αυτή η θέση πήρε τις εκλογές του Γενάρη. Δεν θα ξεχάσω τη θέση «να αποφασίσει ο λαός για τα μνημόνια», όταν έχεις δίπλα/απέναντι σου ανθρώπους που «λάκισαν» για τα χρήματα τους, ανθρώπους που φοβήθηκαν και δεν συμμετείχαν ακόμα και ανθρώπους που έπαιρναν κρυφά, τηλέφωνα κάποιους για να τους πείσουν να ψηφίσουν Ναι. Και αυτή η θέση πήρε το 62% στο δημοψήφισμα.

Όχι, όλες αυτές ήταν νίκες σε έναν αγώνα, εντός και εκτός πολιτικού υποκείμενου, με σημαντικές παρακαταθήκες. Γιατί το επιχείρημα «εμείς θα θέλαμε αλλά ο λαός δεν είναι έτοιμος, δεν συμμετέχει», φαίνεται γελοία δικαιολογία των δικών σου αδυναμιών. Ο λαός ήταν εδώ, εσύ δεν ήθελες.

Τελικά, αυτές οι λαϊκές νίκες ώθησαν το πολιτικό υποκείμενο στα όρια του. Και ενώ θα περίμενες ότι αυτό το υποκείμενο θα έπρεπε να εξελιχθεί, τελικά η πολύμηνη αδρανοποίησή του, ανέδειξε την αδυναμία του να προχωρήσει αυτό το νέο δρόμο. Αντίθετα, αναδείχθηκε η σήψη του, με αποτέλεσμα να σταματήσει να αναπνέει. Τα υγιή υποκείμενα μέσα στο πολιτικό υποκείμενο αν δεν το συνειδητοποιήσουν αυτό, τότε κινδυνεύουν να συγχυστούν, να νεκρωθούν, να σπρωχτούν στην αυταπάτη του τίποτα δεν γίνεται, καμία αποτελεσματικότητα δεν έχει η πολιτική δράση για τον τελικό σκοπό. Κινδυνεύουν να απαντήσουν στο ερώτημα μεταρρυθμίσεις ή επανάσταση, επιλέγοντας το ένα και όχι αναδεικνύοντας το ψευδεπίγραφό του. Για τα άλλα υποκείμενα που συνειδητά ακολουθούν το δρόμο της συνδιαλλαγής, της συντήρησης, της αναπαραγωγής του κατεστημένου, για αυτά τα υποκείμενα, ας τολμήσουμε να απαντήσουμε, «δεν είναι κακό που η Αριστερά σας, πέθανε».

Κανένας συμβιβασμός, καμία συναίνεση, γιατί αυτή σημαίνει συναίνεση και συμπόρευση με το κατεστημένο, άρα καμία αλλαγή. Καμία προδοσία σχεδιασμένη, αλλά ένα «habitus» των νικητών σε μια μάχη που δεν δόθηκε όπως έπρεπε να δοθεί.

Και τώρα τι; Οι νίκες αλλά και οι ήττες, άνοιξαν ένα δρόμο που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι έτοιμη να ακολουθήσει. Και αυτός ο δρόμος δεν είναι ούτε ο φασιστικός των χρυσαυγιτών (παρά το γεγονός ότι προβάλλεται από την «κοινή γνώμη» ως τέτοιος κίνδυνος), ούτε ο δρόμος του καναπέ και της αποχής (παρά το γεγονός ότι αυτό έδειξαν οι τελευταίες εκλογές και τα τελευταία γκάλοπ). Οι συνθήκες είναι ώριμες, αλλά μην τα περιμένουμε όλα από αυτές, ούτε να έχουμε θεοποιημένη πίστη στο αυθόρμητο. Καθημερινή πάλη για τις άμεσες διεκδικήσεις και ταυτόχρονα ο τελικός στόχος, η κοινωνική αλλαγή μέσα από τη σύγκρουση. Με όλα τα διαθέσιμα μέσα του παρόντος και το βλέμμα στο μέλλον. Και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, που θα αναλάβει να ακούει την κοινωνική πρωτοβουλία σωστά, ξεπερνώντας τα όρια της ύπαρξης του, επειδή δεν θα φοβάται να κάνει βήματα μπροστά.

 

* Ο Στράτος Γεωργούλας είναι πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!