Η ομιλία της Αγλαΐας Κυρίτση στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε…», του Ρούντι Ρινάλντι
Πριν εκφωνήσω αυτά τα οποία κατέγραψα σ’ αυτές τις κόλλες χαρτί, θα ήθελα να πω ότι είναι τιμή για μένα η πρόταση να βρίσκομαι σε αυτό το πάνελ, απόψε, ανάμεσα σε ανθρώπους που εκτιμώ και σέβομαι και σε πρώτο πρόσωπο να μου δίνεται η δυνατότητα κατάθεσης ψυχής για πράγματα πρωτόγνωρα, βιωματικά, πράγματα και γεγονότα που καθόρισαν κυρίως την πολιτική μου πορεία, αλλά επαναπροσδιόρισαν κι εμένα ως προσωπικότητα, ως άνθρωπο.
Είναι τιμή για μένα η επιλογή αυτή, γιατί στη θέση μου θα μπορούσαν να ήταν όχι ένας, αλλά αρκετοί αξιόλογοι συνάδελφοι και σύντροφοι τους οποίους πρωτογνώρισα στη Βουλή και αισθάνομαι τυχερή που γνώρισα τέτοιους ανθρώπους και δέθηκα μαζί τους, με όλα αυτά που μας ένωναν και που μπορέσαμε με μια φωνή να κρατήσουμε ψηλά την αξιοπρέπεια και το ήθος που αρμόζει σε έναν αριστερό σε έναν κομμουνιστή.
Ας περάσουμε, όμως, στο θέμα μας:
Το να μιλήσει κανείς για το βιβλίο του Ρούντι, είναι σαν να μιλά για τη ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι σαν να επιχειρεί έναν απολογισμό ενός εγχειρήματος πολύ πρόσφατου, πολύ φρέσκου και ζωντανού που καθημερινά στοιχειώνει σχεδόν τους πάντες μας.
Και το γεγονός ότι μιλάμε για ένα εν εξελίξει πολιτικό εγχείρημα, κάνει από τη μια πιο δύσκολο να μιλήσει κανείς για το βιβλίο, κρατώντας μια απόσταση, από την άλλη όμως κάνει και αρκετά γοητευτική μια τέτοια απόπειρα.
Είναι δεδομένο και αυτονόητο ότι η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί έναν προκαθορισμό, μια προδιάθεση σε όλους μας, να μιλήσουμε θετικά για το βιβλίο.
Να ρίξουμε, δηλαδή, καρούλια στον ΣΥΡΙΖΑ, να πυροβολήσουμε με ευκολία το σκιάχτρο ή σωστότερα το πτώμα του πολιτικού εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό είναι το εύκολο και σ’ αυτό, σχεδόν αυτόματα ρέπουμε, σχεδόν όλοι όσοι, ο καθένας με το μερίδιο και τον τρόπο που του αναλογεί, είχαμε εμπλακεί στον ένα ή στον άλλο βαθμό με το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ.
Θα προσπαθήσω να μην πέσω σ’ αυτήν την παγίδα, χωρίς να μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα τα καταφέρω να προσεγγίσω από απόσταση και ψύχραιμα όσα στο βιβλίο του Ρούντι αναδεικνύονται και τα οποία αγγίζουν πληγές που ακόμα, επιτρέψτε μου να πω, πυορροούν.
Από την αρχή οφείλω να κάνω μια επισήμανση: Δεν είμαι από τους ανθρώπους που στήριξαν και παρακολούθησαν στενά και εκ των έσω το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανήκα και αυτό είναι γνωστό, σε άλλο κομμάτι της Αριστεράς. Βρέθηκα να συνεργάζομαι με τον ΣΥΡΙΖΑ ή σωστότερα να με στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014, ως υποψήφια περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου.
Μέχρι τότε, η σχέση που είχα με τον ΣΥΡΙΖΑ -ευτυχώς ή δυστυχώς- ήταν πρωτίστως αντιπαραθετική ιδεολογικά αφού ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκα είχε ήδη διαμορφωμένη άποψη για το αριστερό μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑ. Άποψη, που σε ένα βαθμό προερχόταν και από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ «έβγαινε από την ίδια μήτρα». Και προφανώς αναφέρομαι στο ΚΚΕ.
Η σχέση που είχα ήταν και δημοσιογραφική λόγω επαγγέλματος και βέβαια η σχέση μιας αριστερής που παρακολουθεί κριτικά και έξω από την «ορθόδοξη» περιχαρακωμένη οπτική τα τεκταινόμενα το χώρο και αγωνιά, όπως όλοι μας, από όποιο μετερίζι βρίσκεται για το μέλλον αυτής εδώ της χώρας.
Να θυμίσω ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ μου έκανε την τιμή και δεν το λέω τυπικά, το εννοώ, να ηγηθώ της περιφερειακής παράταξης που θα στήριζε το Βόρειο Αιγαίο, ήμασταν σχεδόν στην κορύφωση του αγώνα, ενάντια στο μαύρο στην ΕΡΤ.
Και η ιστορία της ΕΡΤ, είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τη μοίρα και την ιστορία αυτού εδώ του τόπου. Το μαύρο της 13ης Ιούνη του 2013, είχε μια ξεχωριστή σημειολογία. Ήταν η συνέχεια του μαύρου που άρχισε να απλώνεται στη χώρα από το 2010, από την έναρξη, δηλαδή, του μνημονιακού καθεστώτος.
Η απόφασή μας τότε, να συνεχίσουμε με την ελεύθερη ΕΡΤ, δεν ενεργοποίησε την κοινωνία, αλλά ακούμπησε στην κοινωνία, έγινε ένα με την κοινωνία.
Ξεπεράσαμε το στενά κλαδικό ή συντεχνιακό, αφήσαμε πίσω και σωστά το επιμέρους, και προτάξαμε το συνολικό: Το μαύρο κυρίως στη χώρα. Γι’ αυτό και η ΕΡΤ έγινε υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας.
Η κοινωνία, επιτέλους, έβλεπε τα θέλω της, τις αγωνίες της, την οργή της, τη χαμένη αξιοπρέπειά της, το φιλότιμό της, μέσα από την ελεύθερη ΕΡΤ.
Γιατί σας τα λέω όμως αυτά; Τα λέω, για να περιγράψω το πλαίσιο μέσα στο οποίο προέκυψε, η δική μου σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως αντιπολίτευση, τότε, επένδυσε στην ΕΡΤ, όπως κι εμείς ως αγωνιζόμενοι επενδύσαμε στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η απ’ τα κάτω δυναμική στήριξης του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, ανάβλυζε από παντού. Σ’ αυτό το πλαίσιο, προέκυψε και η πρόταση να ηγηθώ ενός περιφερειακού σχήματος. Μέσα σ’ αυτή τη δυναμική, μέσα στη φόρα και τη φορά των εξελίξεων, που γεννούσε ελπίδες, πείσμα, ενθουσιασμό, κι ένα ίσως πρωτόγονο, αλλά βαθιά ανθρώπινο και αριστερό γαμώτο -κι ας μου επιτραπεί η έκφραση- για ό,τι συντελούνταν και δυστυχώς συντελείται ακόμα, ήρθα σε επαφή τότε, με το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ.
Και μίλησα για φόρα και φορά των πραγμάτων, γιατί αυτό έχει τη σημασία του και νομίζω ότι αναδεικνύεται ως παράγοντας και μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου του Ρούντι.
Η φόρα, λοιπόν, και η φορά αυτή, σήμαινε, για να το πω κομψά: «πού πας ρε Αγλαΐα;».
Αυτοδιοικητικές εκλογές μπροστά, τρέξιμο σε 10 νησιά, πρώτη φορά επαφή με ανθρώπους και κυρίως μηχανισμούς και παρα-μηχανισμούς του ΣΥΡΙΖΑ, προσπάθεια να καταλάβεις ποιος είναι τι, πού το πάει, πώς λειτουργεί. Μια φόρα γενικά εξοντωτική, που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για βαθιά ανάλυση και κατανόηση λεπτομερειών και κυρίως ισορροπιών και στόχων.
Μην μπερδευτείτε, δεν μιλώ για τη δική μου πορεία με ή δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ. Μιλώ για το βιβλίο, μέσα από τη δική μου σχέση, ακριβώς γιατί και τότε μέσα απ’ τις σελίδες του Δρόμου της Αριστεράς (και σήμερα του βιβλίου) και όχι μόνο, προσπαθούσα να συμπληρώσω το παζλ των δικών μου απαντήσεων, για το τι ήταν τελικά το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ και πού τελικά το πάει.
Κι όποιος, εκ των υστέρων, λέει, με ύφος χιλίων καρδιναλίων «μα από τότε φαινόταν πού το πάει», συγγνώμη, αλλά κοροϊδεύει κυρίως τον εαυτό του.
Κι όσο η δική μου σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ προχωρούσε, συνέβαινε το εξής, εντός εισαγωγικών, παράδοξο: Αντί οι απορίες να λιγοστεύουν όπως θα ήταν λογικό, αυτές οι ρημάδες πλήθαιναν.
Κι ήρθε το, σε πανελλαδικό επίπεδο, αποκαρδιωτικό αποτέλεσμα των Αυτοδιοικητικών, σημειώνω ότι στο Βόρειο Αιγαίο πήραμε τότε μεγαλύτερο ποσοστό, από το ποσοστό που είχε πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, ωστόσο όπως παντού, απήχαμε από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και πολύ περισσότερο από τη γενικότερη, πραγματική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, τότε, στην κοινωνία.
Ένα αποτέλεσμα, που χτύπησε καμπάνες -όχι καμπανάκια- για την ιδιομορφία του ΣΥΡΙΖΑ και την ελλειμματική, πραγματική σχέση του με την κοινωνία.
Ξαναεπισημαίνω: Μιλώ για μια βιωματική και βιωμένη σχέση μου με τον ΣΥΡΙΖΑ, βαθιά πεπεισμένη ότι είναι η καλύτερη παρουσίαση του βιβλίου, ακριβώς γιατί, ό,τι λέω, θα τα διαβάσει κανείς -ίσως πιο απρόσωπα- και σίγουρα πιο πολιτικά, στις σελίδες του βιβλίου του Ρούντι.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με τη φόρα και τη φορά, φτάσαμε στις εκλογές του Γενάρη του 2015. Και η ομιλούσα, εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας, με την πρώην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Και μπαίνω στον πειρασμό να σας περιγράψω μια εικόνα. Το βράδυ των εκλογών του Γενάρη, έχω ανέβει στην ΕΡΤopen απέναντι από το Ραδιομέγαρο.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένη. Δεκάδες συνάδελφοι που είμαστε μαζεμένοι στην ΕΡΤ, αγκαλιαζόμαστε και κλαίμε. Ας αφήσουμε για λίγο τις βαθυστόχαστες αναλύσεις.
Δεκάδες εργαζόμενοι, ύστερα από ένα πολύμηνο και πλατύ αγώνα, με τους περισσότερους να μην έχουν να πάρουν γάλα στα παιδιά τους, απλά αγκαλιαζόμαστε και κλαίμε.
Αυτή είναι η δυναμική και η ανάταση που απλωνόταν στον κόσμο και που περιγράφει ο Ρούντι σε πολλά σημεία του βιβλίου.
Διαδικασίες και στιγμές που σε σημαδεύουν και σε ορίζουν, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα.
Όσα ακολούθησαν και τα ζούμε μέχρι σήμερα και ειδικά μέχρι την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, συνέχιζαν να πληθαίνουν απορίες και διλήμματα.
Μπορεί με πολλούς συντρόφους από την ΚΟΕ κι από το Αριστερό Ρεύμα να μην ταλαντευτήκαμε ποτέ, για το τι θα ψηφίσουμε στις ψηφοφορίες στη Βουλή, ωστόσο, ένα «ρε μπας;» μας έτρωγε, ένα «ρε μπας;» που κορυφώθηκε με την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος.
Και αυτή η αμφιβολία ή η άρνηση αποδοχής μιας τόσο μεγάλης και προδοτικής στροφής, ήταν που μας έσπρωξε σωστά ή λάθος, να ψηφίσουμε με μισή καρδιά την επιλογή Παυλόπουλου.
Και ξέρετε, είναι εντελώς διαφορετική η πίεση όταν είσαι μέσα και δεν το λέω αυτό σε καμιά περίπτωση για να δικαιολογήσω την απαράδεκτη στάση πολλών, δυστυχώς, στελεχών και βουλευτών, που επέλεξαν να στηρίξουν και στηρίζουν ακόμα την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία έχει ξεπεράσει κάθε, μα κάθε πρόβλεψη.
***
Αφού ολοκλήρωσα τον κύκλο μια βιωματικής και βιωμένης προσέγγισης με τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία βρήκε απαντήσεις και διευκρινίσεις στις σελίδες του βιβλίου, επιτρέψτε μου, να κάνω τώρα μερικές παρατηρήσεις και να επισημάνω κάποια νέα ερωτήματα που μου γεννήθηκαν, και μέσα από το βιβλίο.
Η πρώτη παρατήρηση, είναι πώς ξεπερνιέται ο μικρόκοσμος της Αριστεράς.
Πώς ό,τι συμβαίνει εντός, δεν παραμένει εντός, αλλά βγαίνει όσο γίνεται πιο απλά και πιο κατανοητά προς τα έξω, στους πολλούς, τους οποίους και εξ ορισμού αφορά.
Αν κάποιος γεννιόταν σήμερα και διάβαζε αυτό το βιβλίο το πιθανότερο είναι ότι θα συμφωνούσε, αν όχι με όλα, τουλάχιστον με τα περισσότερα.
Στον τελευταίο Δρόμο, υπήρχε και ένα άρθρο που απαντούσε αναλυτικότατα στο ερώτημα «γνωρίζατε και δεν μιλούσατε;».
Γιατί, λοιπόν, ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ενώ κάποιοι σωστά διέβλεπαν τη στροφή και τη συνθηκολόγηση, αυτό έμενε στα στενά όρια των μυημένων;
Τι ρόλο έπαιξε μια κατακτημένη αντίληψη κομματισμού στο να παραπλανηθεί ή έστω να μην υποψιαστεί, όσο θα έπρεπε ένα κομμάτι της κοινωνίας;
Μήπως και ο τρόπος που έβγαιναν -όσο έβγαιναν- προς τα έξω οι όποιες προειδοποιήσεις αδυνατούσε να προσεγγίσει όλον αυτό το λαϊκό κόσμο που στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ και να τον ενεργοποιήσει, να τον κάνει ελεγκτή ή φρένο στην πορεία κεντρο-αριστεροποίησης;
Κι επιπλέον, γιατί ενώ από το βιβλίο και από τα ντοκουμέντα προκύπτει ότι ως ΚΟΕ και λέγατε και εκτιμούσατε και αναλύατε και προειδοποιούσατε, η αριστερή πιάτσα, επίτηδες την ονομάζω έτσι, σας έχει κατατάξει στους ερυθροφρουρούς του Τσίπρα; Γιατί έχει παγιωθεί μια τέτοια στρεβλή εικόνα;
Προσοχή, δεν ψέγω, δεν μέμφομαι, εύλογα ερωτήματα κάνω, που μου προκύπτουν κυρίως από συζητήσεις και τα οποία, επιτρέψτε μου να πω με το φτωχό και ακατέργαστο μυαλό μου στις θεωρητικές αναλύσεις, αναδεικνύουν έναν μικρόκοσμο, ο οποίος πρέπει να αναλυθεί και κατά την εκτίμησή μου να πολεμηθεί ως σοβαρή παθογένεια της Αριστεράς.
Αντίστοιχα, και από την τελευταία εκδήλωση στο Resistance, για τον ένα χρόνο από τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο Ρούντι είπε με έμφαση ότι η υπάρχουσα Αριστερά δεν μπορεί να αυτοϊαθεί. Αυτό πραγματικά με προβλημάτισε και μου δημιούργησε ένα νέο κύκλο ερωτήσεων και αποριών. Για ποια Αριστερά μιλάμε; Και μπορούμε να τους βάλουμε όλους σε ένα καλάθι; Λέγαμε τότε, όταν ανέλαβε, η πρώτη αφορά αριστερή κυβέρνηση, ότι ένα παράπτωμα, μια λάθος κίνηση θα συμπαρασύρει όλους μας… Μας συμπαρέσυρε. Τι κάναμε; Κλειστήκαμε στο μικρόκοσμό μας δεν επικοινωνήσαμε αρκετά τις αντιρρήσεις, τις διαφωνίες…
Η υπάρχουσα Αριστερά, λοιπόν, δεν μπορεί να ιαθεί…
Δεν λέω ότι διαφωνώ, δεν θα απαντήσω με κλασικά τσιτάτα ή εύκολες αποστροφές, αλλά θα ρωτήσω, αν δεν μπορεί να αυτοϊαθεί, σημαίνει ότι νομοτελειακά θα πεθάνει;
Η καινούργια Αριστερά που θα προκύψει θα προέλθει από παρθενογένεση; Στο DNA της δεν θα περάσει τίποτα, ούτε ως εμπειρία, ούτε ως γνώση;
Είναι προφανές ότι τα πιο πάνω ερωτήματα, είναι εντελώς στοιχειακά, εντελώς πρωτόλεια, αλλά κατά τη γνώμη μου κρίσιμα, αν θέλουμε να υλοποιήσουμε το «όχι όπως πριν».
Εκτίμησή μου, η οποία ενισχύθηκε και από το διάβασμα του βιβλίου και το φρεσκάρισμα της μνήμης, είναι ότι ακόμα είμαστε στα πολύ πρώτα βήματα, μιας εξαιρετικά δύσκολης, αλλά ενδιαφέρουσας διαδικασίας αναστοχασμού.
Μιας διαδικασίας βαθιάς μελέτης και απολογισμού, για όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια, όσων έκανε ή δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ακόμα βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο.
Η πύκνωση του ιστορικού χρόνου είναι τόση, που θα πάρει καιρό για να μετουσιωθεί η εμπειρία σε γνώση.
Σε γνώση πραγματική, όχι αποσπασματική, όχι γνώση της πεπατημένης ευκολίας.
Αλλά την ώρα που η γνώση αυτή είναι εξαιρετικά αναγκαία και κρίσιμη, την ίδια ώρα ο ιστορικός χρόνος τρέχει με απίστευτες ταχύτητες.
Η φόρα που έλεγα και στην αρχή, δυστυχώς υπάρχει και χωρίς εμάς. Δουλειά μας είναι να βρούμε, όχι όπως πριν βέβαια, τη φορά που θα ενωθεί με τη φόρα, σε μια απελευθερωτική διαδικασία.
Και το βιβλίο του Ρούντι, ο προβληματισμός που απορρέει μέσα από αυτό, πιστεύω ότι βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση.
Σημείωση της Συντακτικής Επιτροπής του Δρόμου: Η φράση «Η υπάρχουσα Αριστερά δεν μπορεί να ιαθεί…» επιλέχθηκε λανθασμένα ως τίτλος του παρόντος άρθρου στον έντυπο Δρόμο από τους επιμελητές του φύλλου. Λανθασμένα γιατί είναι φράση που δεν ανήκει στην Α. Κυρίτση αλλά μεταφέρεται και σχολιάζεται από εκείνη και έτσι δεν απηχεί όπως θα έπρεπε το πνεύμα της τοποθέτησής της. Αυτονόητα, ζητάμε συγνώμη από την ίδια και τους αναγνώστες μας για αυτό το λάθος που οφείλεται αποκλειστικά στην «κεκτημένη ταχύτητα» με την οποία ορισμένες φορές γίνεται η επιμέλεια του φύλλου.