Η διέξοδος της χώρας απαιτεί ένα σχέδιο στήριξης τους
του Σπύρου Παναγιώτου
Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ της χώρας στα χρόνια 2008 – 2016 συγκρίνεται μόνο με περιόδους πολέμου. Με μια διαφορά. Συνήθως μετά το τέλος ενός πολέμου ακολουθεί μια περίοδος οικονομικής άνθισης. Αντίθετα η μνημονιακή καταστροφή, μεθοδευμένα, παίρνει μόνιμα χαρακτηριστικά και σχεδιασμένα ανατινάζει κάθε δυνατότητα επιστροφής στο παρελθόν. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η κρίση αξιοποιείται ως ένα πείραμα μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών διευθετήσεων. Τα εξαγόμενα αυτού του πειράματος θα είναι χρήσιμα σε μια γενικευμένη εφαρμογή σύμφωνα με όσα εξαγγέλλουν οι ιεροφάντες του συστήματος στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Με αυτή την έννοια το μνημόνιο στην Ελλάδα δεν επιβλήθηκε για να αρθεί με την δήθεν εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών. Άλλωστε οι ίδιοι οι εφαρμοστές του, χωρίς ντροπή, δηλώνουν ότι τα ίδια τα μέτρα που επιβάλλονται επιβαρύνουν χειρότερα τα μεγέθη που υποτίθεται ότι θα θεράπευαν.
Το ίδιο σχεδιασμένη παραπλάνηση αποτελεί κάθε σενάριο «καθαρής εξόδου». Η έξοδος που επαγγέλλονται προϋποθέτει τη διαρκή και ολοκληρωτική επιτήρηση της χώρας.
Οι μνημονιακές πολιτικές επιβάλλουν στη χώρα έναν διπλό θανάσιμο βρόγχο. Φτωχοποιούν την κοινωνία και παράλληλα επιταχύνουν την ανατίναξη της παραγωγικής της βάσης επιχειρώντας βαθιές αλλαγές στην ίδια την κοινωνική δομή. Στόχος τους δεν είναι η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγικής δύναμης σε μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα στη χώρα. Στόχος τους είναι η μετατροπή της χώρας σε χώρο ανεξέλεγκτης δράσης πολυεθνικών μονοπωλίων πλήρως ενταγμένο στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς των δανειστών της.
Βίαιη κοινωνική αναδιάρθρωση
Η οξύτητα των περισσότερων μνημονιακών μέτρων είχε ως στόχο, δίπλα στους νέους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, τα μικρά και μεσαία κοινωνικά στρώματα και τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα.
Το σχέδιο απολίπανσης των μικρομεσαίων στρωμάτων δεν είναι ελληνικό ούτε καινούργιο. Στην Ελλάδα ξεκίνησε την περίοδο των μεταρρυθμίσεων Σημίτη, με όχημα τη σημαντική φορολογική επιβάρυνση, αλλά εφαρμόστηκε με την ίδια οξύτητα σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο.
Στα μνημονιακά χρόνια και μέχρι τον Ιούλιο του 2017, η τεράστια αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, το απότομο σταμάτημα της χρηματοδότησης και η ασφυκτική πίεση των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ,οδήγησαν στο κλείσιμο πάνω από 196.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σύμφωνα με στοιχεία της ΓΕΜΗ.
Την ίδια στιγμή, τα κόκκινα δάνεια του τομέα ξεπερνούν τα 23,4 δισ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει, όχι απλά τη συνέχιση των λουκέτων, αλλά, μέσω της πώλησης των κόκκινων δανείων, μια εκ βάθρων αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και του τρόπου ύπαρξης των επιχειρήσεων του τομέα. Οι περισσότερες θα οδηγηθούν στο κλείσιμο και οι πιο παραγωγικές θα ενσωματωθούν, ως δορυφόροι, σε μεγαλύτερες με αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Τα όποια οικονομικά αποθέματα, τραπεζικές καταθέσεις, περιουσιακά στοιχεία κλπ αυτής της κατηγορίας αποτέλεσαν την κύρια καύσιμη ύλη της εξυπηρέτησης του χρέους και η τάση θα συνεχιστεί μέχρι την πλήρη εξαφάνιση τους. Η διάλυση των μικρομεσαίων στρωμάτων και η βίαιη προλεταριοποίηση τους, έχει ιδιαίτερη σημασία και επίδραση, όχι μόνο στο μέλλον μιας κοινωνικής κατηγορίας, αλλά και στο ίδιο το σχέδιο διεξόδου.
Ραχοκοκαλιά και στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με αριθμό εργαζομένων έως 49 άτομα, αποτελούσαν το 2016 το 98,4 % του συνόλου των επιχειρήσεων και απασχολούσαν το 55,8% των εργαζομένων. Από αυτές οι μικρές (έως 9 εργαζόμενοι) αποτελούσαν το 87,5% του συνόλου και απασχολούσαν το 28.7% των εργαζομένων. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 2012 αντιπροσώπευαν το 72,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Στην πραγματικότητα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κάλυπταν τότε τα δύο τρίτα της οικονομικής δραστηριότητας αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Έκτοτε έχουν αποψιλωθεί καθώς μπήκαν στο στόχαστρο των πολιτικών των μνημονίων.
Η μικρή και μεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί ένα στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας. Καθιστά εφικτή τη δυνατότητα ανασυγκρότησης ενός ευέλικτου παραγωγικού τομέα, ικανού να ενσωματώσει τεχνολογίες αιχμής και καινοτομίες που θα του επέτρεπαν να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές και ακαμψίες της δυσκίνητης μεγάλης μαζικής παραγωγής. Θα επέτρεπε την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων προστιθέμενης αξίας, ικανών να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της εσωτερικής αγοράς και να αναζητήσουν ταυτόχρονα τη θέση τους στην παγκόσμια εμπορευματική παραγωγή. Το υψηλό επίπεδο κατάρτισης του επιστημονικού προσωπικού και η εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία του τεχνικού και εργατικού προσωπικού αποτελούν κρίσιμο παράγοντα ανάσχεσης της παραγωγικής απαξίωσης που συντελείται σήμερα.
Ανάγκη ενός πολιτικού σχεδίου.
Μια χώρα για να μπορέσει να υπάρξει με αξιοπρέπεια πρέπει να είναι σε θέση να παράξει. Και η παραγωγή, ένα σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση μιας χώρας, δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε ένα κίνημα για την παραγωγική ανάταξη που θα αφορά τα εκατομμύρια των πραγματικών παραγωγών κοινωνικού πλούτου.
Με αυτή την έννοια η συντριβή της μεσαίας τάξης και η μεγάλης κλίμακας προλεταριοποίηση δεν αποτελούν ούτε αντικειμενική ούτε θετική εξέλιξη. Η απαξίωση της μικρής επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν σημαίνει την απορρόφηση αυτού του δυναμικού σε μεγάλες επιχειρήσεις, ούτε την ένταξη της σε ένα εργατικό κίνημα με πολιτικούς στόχους και αιτήματα. Τίποτα από τα δύο σήμερα δεν υπάρχει ως σχέδιο και προοπτική.
Η μεγάλης κλίμακας απόρριψη των μεσαίων στρωμάτων οδηγεί στην περιθωριοποίηση και σε ένα μαζικό κλίμα μετανάστευσης του πιο νεαρού και ειδικευμένου προσωπικού. Και τα δύο λειτουργούν επιβαρυντικά, πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά, σε κάθε σχέδιο ανάταξης και διεξόδου της χώρας.
Σήμερα αναζητούνται πιο σύνθετες λύσεις, λιγότερο καθαρές ίσως, ικανές όμως να αποτρέψουν την πορεία καταστροφής. Τα μικρά και μεσαία στρώματα μπορούν να μετατραπούν σήμερα, παρά τις αγκυλώσεις, σε κρίσιμη υλική δύναμη μιας πραγματικής διεξόδου της χώρας. Απαιτείται μια πολιτική στήριξης και αξιοποίησης των δυνατοτήτων τους σε αντίθεση με το σχέδιο συντριβής τους.