Η διογκούμενη κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική κρίση δημιουργεί συνθήκες ακραίας αλλοτρίωσης για το σύνολο των υποκειμένων των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και όχι μόνο για όσους ανήκουν ή κινδυνεύουν να βρεθούν στο περιθώριο, όπως οι εξαρτημένοι, άρα αφορά και τους εμάς τους ίδιους, τους λειτουργούς υγείας και τους κοινωνικούς επιστήμονες του πεδίου των εξαρτήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζω ότι η οποιαδήποτε συζήτηση για συνεργασία μεταξύ φορέων και επαγγελματιών του πεδίου των εξαρτήσεων οφείλει να συμπεριλαμβάνει την παραδοχή ότι τόσο εμείς οι ίδιοι ως πολίτες και ως επιστήμονες, αλλά και οι επιστημονικές μας πρακτικές είναι εκτεθειμένες στο αλλοτριωτικό περιβάλλον που δημιουργεί το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης των δυτικών κοινωνιών. Σε αυτό άλλωστε συνηγορούν σημαντικοί κοινωνικοί επιστήμονες του πεδίου των εξαρτήσεων και της ψυχικής υγείας ευρύτερα[1].

Άλλωστε δεν θεωρώ ότι μια συνεργασία η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της το ζήτημα της αλλοτρίωσης των επιστημών και των επιστημόνων, ειδικά στο πεδίο των εξαρτήσεων, έχει ιδιαίτερο μέλλον και μπορεί να παράξει βιώσιμα αποτελέσματα, πέρα ίσως από την ναρκισσιστική αναπαραγωγή των εαυτών μας και των υπερτροφικών πολλές φορές οργανισμών μας. Η αναγνώριση καταρχήν του βαθμού αλλοτρίωσης μας και η επιλογή της συλλογικής και συνειδητής αντίστασης στους μηχανισμούς που την παράγουν, μπορεί να αποτελέσει ένα δρόμο προοπτικής αναίρεσης και ανατροπής των αδιεξόδων που παρατηρούνται στο πεδίο των εξαρτήσεων.

Καταρχήν ως πολίτες είμαστε εκτεθειμένοι σε ένα κυρίαρχο πολιτισμό που αποτελεί εποικοδόμημα του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης, ο οποίος προτείνει ως κυρίαρχες τις αξίες του ατομισμού, της άμεσης και εύκολης ικανοποίησης, της κατανάλωσης, της θεωρίας ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ενός πολιτισμού που προτρέπει στην υιοθέτηση ρόλων και στάσεων ζωής που ελάχιστη σχέση έχουν με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες για επικοινωνία, ουσιαστικές σχέσεις, αλληλεγγύη, κοντινή σχέση με το περιβάλλον, ενός πολιτισμού που εν τέλει αντικειμενοποιεί την ανθρώπινη ύπαρξη και καθιστά και τον εαυτό ως ένα ακόμη προϊόν προς πώληση και διαπραγμάτευση[2]. Το πώς και με ποιους θα σχετιστούμε, τι απόψεις θα εκφράσουμε, τι προτιμήσεις θα έχουμε, υπαγορεύονται από κυρίαρχες νόρμες, στις οποίες αν αποκλίνουμε είναι δύσκολο να σταθούμε ως «επιτυχημένοι» στο κυρίαρχο σαθρό οικοδόμημα.

Εδώ δεν μπορώ παρά να κάνω συσχετίσεις με την αλλοτρίωση που παρατηρείται στην πιάτσα των ναρκωτικών, όπου οι εξαρτημένοι προκειμένου να επιβιώσουν και να αποκτήσουν το επιθυμητό εξαρτητικό αντικείμενο, υιοθετούν συγκεκριμένους ρόλους, τον αξιακό κώδικα της πιάτσας (ο οποίος δε διαφέρει και πολύ από αυτά που προτείνει ο κυρίαρχος πολιτισμός) και εν τέλει περιφέρουν άσκοπα την ύπαρξη τους, αυστηρά προσηλωμένοι στο ρόλο που θα τους αποφέρει, όσα επιθυμούν. Με άλλα λόγια η εξάρτηση –ειδικά από παράνομες ουσίες – συνιστά ένα προνομιακό πεδίο αναπαράστασης της αλλοτρίωσης, που προκαλούν οι κυρίαρχες αξίες ενός βάρβαρου πολιτικοκοινωνικού συστήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο οι επιστήμες μας (είτε μιλάμε για Ψυχιατρική, είτε για Ψυχολογία), τουλάχιστον τα κυρίαρχα ρεύματα αυτών, είναι προϊόν και θεραπαινίδες ταυτόχρονα, του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης. Από τη μία γεννιούνται και επηρεάζονται από την κυρίαρχη πολιτική και πολιτισμική συνθήκη και από την άλλη προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας και των ανισοτήτων. Τα φαινόμενα του ακραίου ανταγωνισμού, της γνώσης ως εμπορικού προϊόντος, της κατευθυνόμενης έρευνας με βάση τη λογική κέρδους και η απόρριψη συγκεκριμένων αξιών, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη αφορά στο μύθο της επιστημονικής ουδετερότητας ή της επιστήμης που είναι απαλλαγμένη από πολιτικές και κοινωνικές επιρροές. Ο μύθος αυτός διαψεύδεται καθημερινά στο πεδίο της προσέγγισης των αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών των σοβαρών ψυχοκοινωνικών προβλημάτων όπως η εξάρτηση και της αντιμετώπισης τους.

Η ατομοκεντρική προσέγγιση των προβλημάτων, η πλήρης αποπλαισίωση τους από το ιστορικό – πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται και διογκώνονται δεν συνιστά απλά μια λανθασμένη επιστημονική τοποθέτηση. Συνιστά μια ευθεία στήριξη στο status quo, καθώς όταν δεν αναδεικνύονται οι πραγματικές αιτίες της τεράστιας διόγκωσης των διαφόρων προβλημάτων στις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες σχετίζονται με τις πολιτικοοικονομικές επιλογές του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης τότε οι «επιστήμες του ανθρώπου» δίνουν το καλύτερο άλλοθι σε ένα παράλογο και κατάφωρα άδικο πολιτικοκοινωνικό σύστημα[3].

Οι επιστήμες αυτές – τουλάχιστον οι κυρίαρχες εκφάνσεις τους – έχουν διολισθήσει από το να αποτελούν εργαλεία απελευθέρωσης και χειραφέτησης στο να αποτελούν εργαλεία καταπίεσης και κοινωνικού ελέγχου. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται ανεξάρτητα από το επιμέρους πρόβλημα για το οποίο συζητάμε κάθε φορά. Ως λειτουργοί υγείας και επαγγελματίες του πεδίου φαίνεται ότι αναλαμβάνουμε χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό το ρόλο της «βαλβίδας ασφαλείας» ή κατά άλλους του «αμορτισέρ» του συστήματος, αφού βασικός στόχος της πρακτικής μας είναι στην καλύτερη περίπτωση η ανακούφιση των πασχόντων υποκειμένων. Δεν  αναδεικνύουμε και δεν επιχειρούμε από κοινού με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, να ανατρέψουμε τις αιτίες δημιουργίας του «νοσογόνου» περιβάλλοντος[4]. Η αποδοχή εκ μέρους των επιστημών του ρόλου διαμεσολάβησης ανάμεσα σε ένα βάρβαρο πολιτικοκοινωνικό σύστημα και στα πάσχοντα υποκείμενα που παράγει το σύστημα αυτό δεν γίνεται χωρίς οφέλη για τους διαμεσολαβητές, για εμάς τους ίδιους δηλαδή. Το αυξημένο κύρος των επιστημών αυτών στη σύγχρονη εποχή, η συνακόλουθη αυξημένη εξουσία και δύναμη των επιστημόνων είναι τα ανταλλάγματα και το περιβάλλον της ακραίας αλλοτρίωσης μας ταυτόχρονα.

Το κυρίαρχο θετικιστικό επιστημονικό παράδειγμα προσφέρει αφειδώς επιχειρήματα για να είναι επιτυχής αυτή η συναλλαγή. Αποπλαισιώνει πλήρως τα διάφορα ανθρώπινα προβλήματα από το πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται και θεωρεί το περιβάλλον αυτό ως σταθερό και αμετάβλητο. Με αυτό τον τρόπο εντοπίζει όλο το βάρος της παρέμβασης στο πάσχον, από αυτό το νοσογόνο περιβάλλον, υποκείμενο. Η προσέγγιση αυτή αφορά τόσο τις βιολογικές προσεγγίσεις όσο και τις ψυχολογικές. Η ομοιότητες είναι τέτοιες – παρόλες τις διακηρύξεις των ψυχολογικών προσεγγίσεων- ώστε σε μεγάλο βαθμό μπορούμε να εντάξουμε και τις δύο σε μια ευρύτερη κατηγορία αυτή της νοσολογικής προσέγγισης[5].

Μέσα από τις λογικές του βιολογικού αναγωγισμού ή της ψυχιατρικής ταξινομητικής πολιτικής, μέσα από τα διάφορα και διαρκώς αυξανόμενα πακέτα διαγνωστικών κατηγοριών και συνακόλουθων «πακέτων θεραπείας», νέων εργαλείων, υπάρχει η ακραία αντιδραστική και πλήρως αποκαθηλωμένη σε επίπεδο αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων, λογική της αντικειμενικοποίησης του άλλου. Η συζήτηση περί νόσου, περί ψυχιατρικού προβλήματος, περί περιστατικού αποτελεί το όχημα για τη μετάβαση από το υποκείμενο στο αντικείμενο. Η αλλοτριωμένη επιστήμη μέσα από τα εργαλεία, της διάγνωσης, της ταξινόμησης, της αποστασιοποιημένης πρακτικής, αποδέχεται την κοινωνική ανάθεση της διαχείρισης των κατεξοχήν αλλοτριωμένων από το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο πολιτών.

H εμπειρία από το πεδίο των εξαρτήσεων προσφέρει αρκετά παραδείγματα όχι μόνο των αλλοτριωτικών επιστημονικών αντιλήψεων και πρακτικών, αλλά και των αλλοτριωμένων στάσεων των λειτουργών υγείας: Η απουσία διαλεκτικής σκέψης στην οπτική και στην ερμηνεία του προβλήματος της εξάρτησης, η έλλειψη ιστορικής και επιστημολογικής θεώρησης των πρακτικών μας, η αποθέωση των τεχνικών, των εγχειριδίων και των λογικών διαχείρισης, η αντικεμενοποίηση των πασχόντων υποκειμένων και η ταύτιση τους με τα συμπτώματα της εξάρτησης, η αδυναμία μας να βρούμε τον κοινό τόπο με τους ανθρώπους που υποστηρίζουμε, η μη κριτική στάση μας έναντι θεσμών τους οποίους υπηρετούμε και οι οποίοι πολλές φορές αναπαράγονται και γιγαντώνονται ερήμην ή και σε βάρος του προβλήματος της εξάρτησης, αποτελούν κάποια από τα τρανταχτά παραδείγματα του μεγέθους της αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζει το πεδίο των εξαρτήσεων και τους εργαζόμενους σε αυτό.

Το πιο σημαντικό ίσως επιχείρημα για την τεκμηρίωση της αλλοτρίωσης που παρατηρείται, αντλείται από το λόγο των ίδιων των στελεχών του πεδίου των εξαρτήσεων, ειδικά σε συναντήσεις «συνεργασίας» ή σε συναντήσεις συζήτησης χάραξης πολιτικών, αλλά πολλές φορές και σε συνέδρια και επιστημονικές συζητήσεις. Πρόκειται για ένα λόγο ξύλινο και τεχνοκρατικό, που θυμίζει στελέχη επιχειρήσεων ή απρόσωπους γραφειοκράτες μεγάλων οργανισμών και απέχει πολύ από τον οραματικό και γεμάτο ανθρωπιά λόγο που θα όφειλε κατά τη γνώμη μου να χαρακτηρίζει λειτουργούς υγείας. Εκφράσεις του τύπου «η πίτα των χρηματοδοτήσεων, αλλά και των εξαρτημένων είναι συγκεκριμένη», «στην κυβέρνηση ο δικός μας οργανισμός έχει τρεις υπουργούς, άρα…», «γιατί ξεκινά και άλλο πρόγραμμα απεξάρτησης στην περιοχή μας, αφού υπάρχουμε εμείς;», δεν θυμίζουν εργαζόμενους σε οργανισμούς με ανθρωπιστικά και ευγενή οράματα, αλλά γιάπηδες πολυεθνικών σε κρίση.

Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν την κύρια εικόνα, οφείλω να πω ότι δεκαπέντε χρόνια που δραστηριοποιούμαι στο πεδίο των εξαρτήσεων, παρατηρώ μια διαρκή κλιμάκωση αυτών των φαινομένων, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά με προβληματίζουν σε μεγάλο βαθμό. Λειτουργούμε με τους ιδίους όρους, τους οποίους επιχειρούμε να «ξεριζώσουμε» από την συμπεριφορά των εξαρτημένων. Θέλουμε πολλές φορές μέσα στον πανικό της επιβίωσης, να επιβιώσουμε σε βάρος του άλλου: να μη συνεργαστούμε, αλλά να υφαρπάξουμε ιδέες, να μη μοιραστούμε, αλλά να κρύψουμε, να κατακτήσουμε, να είμαστε εμείς «leader» στη συνεργασία. Ο κίνδυνος να γίνουμε ίδιοι με το τέρας το οποίο πολεμάμε είναι εδώ και είναι πιο έντονος από ποτέ. Είναι χαρακτηριστική η φράση που είπε το 1988 ένα μέλος του Daytop της Νέας Υόρκης, ενός πολύ μεγάλου θεραπευτικού οργανισμού των Η.Π.Α., σε συνεργάτη του Φ. Ζαφειρίδη τότε διευθυντή ΚΕΘΕΑ: ««Η μία μαφία μας δίνει ναρκωτικά και η άλλη μας αποτοξινώνει»[6].

Είναι θεωρώ σημαντικό αναγνωρίσουμε όλα τα παραπάνω. Η συνεργασία δεν μπορεί να υποβιβάζεται σε μια τεχνικού τύπου διαδικασία, όπου μέσα από μνημόνια και πρωτόκολλα συνεργασίας, ανταλλαγή τεχνογνωσίας, workshop γνωριμίας και συνεργατικότητας, workshop κάμψης των αντιστάσεων, workshop εκπαίδευσης και πληροφόρησης και πολλά άλλα workshop θα βρούμε τους τρόπους συνεργασίας. Όλα αυτά και άλλα πολλά μπορούν να είναι τα μέσα και τα εργαλεία της συνάντησης μας και της συνεργασίας μας. Δεν μπορεί όμως επ’ ουδενί να είναι οι όροι με τους οποίους θα συναντηθούμε και θα δράσουμε.

Πριν από όλα θα πρέπει να θέσουμε το ιδεολογικό και επιστημονικό πλαίσιο της όποιας συνεργασίας. Να θέσουμε τα προτάγματα, τα οποία δεν μπορεί να είναι άλλα από αυτά της χειραφέτησης όλων των εμπλεκομένων σε μια παρέμβαση, και των άμεσα ενδιαφερομένων και ημών των λειτουργών υγείας. Θα πρέπει να αναζητήσουμε εκείνα τα επιστημονικά παραδείγματα που ακυρώνουν τις αλλοτριωτικές διαδικασίες για τους πάσχοντες και για εμάς και προτείνουν μια άλλη προσέγγιση ερμηνείας και αντιμετώπισης των ανθρωπίνων προβλημάτων.  Μια προσέγγιση[7] η οποία:

– Συσχετίζει άμεσα την κατακόρυφη αύξηση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων με την υφιστάμενη κοινωνική και πολιτισμική κρίση της εποχής μας,

– Αναδεικνύει την πολιτική διάσταση των προβλημάτων,

– Στέκεται κριτικά στην επιχειρούμενη αποπλαισίωση της ανθρώπινης ύπαρξης από το κοινωνικό περιβάλλον, τον κατακερματισμό της και στην κατασκευή στη συνέχεια όλο και περισσότερων νοσολογικών οντοτήτων. Νοσολογικών οντοτήτων και κατηγοριοποιήσεων, που επιχειρούν να ερμηνεύσουν αποσπασματικά, το δραματικό τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται η κοινωνική και πολιτισμική κρίση στην οικογένεια και το άτομο.

– Αντιτίθεται στο μύθο της ουδέτερης «α-κοινωνικής» και «απολιτικής» επιστήμης, η οποία εντέλει στηρίζει το υφιστάμενο status quo.

Μια προσέγγιση η οποία αναφορικά με την αντιμετώπιση των προβλημάτων, διαπιστώνοντας την ανεπάρκεια των κυρίαρχων πολιτικών, προτείνει νέους ρόλους που μεταφέρουν το βάρος των παρεμβάσεων, αλλά και την εξουσία και τη δύναμη, από τους ειδικούς στους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες, αναζητώντας τον κοινό τόπο και αγωνιζόμενοι μαζί για την αναίρεση των αλλοτριωτικών συνθηκών στις οποίες όλοι είμαστε εκτεθειμένοι[8].

Η ανάγκη να ξαναθυμηθούμε το ανθρώπινο είναι πιο σημαντική από ποτέ, τόσο για να δομήσουμε βιώσιμες συνεργασίες, αλλά και για την δική μας ανάπτυξη. Να ξαναθυμηθούμε τους λόγους που επιλέξαμε τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Να αποτινάξουμε από πάνω μας τις λογικές του ανταγωνισμού και της προσπάθειας επικράτησης επί των άλλων, που έντεχνα μας υποβάλλουν οι υπερτροφικοί οργανισμοί στους οποίους εργαζόμαστε και που πολλές φορές ασμένως δεχόμαστε με το μίζερο αντάλλαγμα της πρόσκαιρης τόνωσης του ναρκισσισμού μας. Να αντισταθούμε στους ρόλους ανάθεσης και διαχείρισης και να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας στο φυσικό μας χώρο ως κοινωνικοί επιστήμονες: στο πεδίο μαζί με τους άμεσα ενδιαφερόμενους.

 

* Ο Σωτήρης Λαϊνάς είναιΨυχολόγος, Δρ. Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Συντονιστής Προγραμμάτων Προαγωγής Αυτοβοήθειας Α.Π.Θ.

 

[1] Alexander, B. (2008). The globalization of addiction. A study in poverty of spirit. New York: Oxford University Press.
Ζαφειρίδης, Φ. (1999). Με αφορμή τα δεκαπέντε χρόνια από την ίδρυση της Ιθάκης. Οι Θεραπευτικές Κοινότητες στην Ελλάδα. Το ιστορικό της ίδρυσης, προβλήματα και προοπτικές. Ιατρικά Θέματα, 13, 27 – 30. Στο βιβλίο: Ζαφειρίδης, Φ. (2009). Εξαρτήσεις και Κοινωνία. Θεραπευτικές κοινότητες, ομάδες αυτοβοήθειας (σελ. 193 -209). Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Ζαφειρίδης, Φ. (2001α). Ψυχική υγεία και καπιταλιστική ανάπτυξη. Θεωρητικό υπόβαθρο Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών της Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων. Στο: Ζαφειρίδης, Φ. (2009), Εξαρτήσεις και Κοινωνία. Θεραπευτικές κοινότητες, ομάδες αυτοβοήθειας (σελ. 203 – 209). Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Μεγαλοοικονόμου, Θ. (2007). Πολιτικές ψυχικής υγείας: Αποκλεισμός, νεοϊδρυματισμός και το αίτημα της χειραφέτησης. Κοινωνία και ψυχική Υγεία, 2, 57 – 62.
Μπαϊρακτάρης, Κ. (2007). Η διάχυση της εξάρτησης και η διαχείριση της απεξάρτησης. Κοινωνία και ψυχική Υγεία, 5, 14 -17. 

[2] Cushman, P. (1990) Why the self is empty: toward a historically situated psychology. American Psychologist, 45(5): 599-611.
Lasch, C. (1984). The Minimal Self. Psychic Survival in Troubled Times. New York: W. W. Norton Company. Ελληνική έκδοση: Λας, Κρ. (2006). Ο Ελάχιστος Εαυτός. Ψυχική Επιβίωση σε Καιρούς Αναστάτωσης. Θεσσαλονίκη: Νησίδες
Ζαφειρίδης, Φ. (2001). Οπ.π.
Μπαϊρακτάρης, Κ. (2008). Burnout: Η ψυχολογικοποίηση της αλλοτρίωσης. Κοινωνία και ψυχική Υγεία, 9, 82 – 89.

[3] Albee, G. (1998) Fifty years of clinical psychology, selling our soul to the devil. Applied and Preventive Psychology, 7, 189-194.
Prilleltensky, Is., (1989). Psychology and the Status Quo. American Psychologist, 44, 5, 795-802.
Ζαφειρίδης, Φ. (2001). Οπ.π.
Μάτσα, Κ., (2006). Κοινωνικός αποκλεισμός και τοξικομανία. Όψεις της βιοπολιτικής της εξουσίας. Κοινωνία και ψυχική Υγεία, τ. 1, 66-76.
Μεγαλοοικονόμου, Θ., (2001). Ιδεολογίες του Ψυχιατρικού Εκσυγχρονισμού. Τετράδια Ψυχιατρικής, 75, 33 – 45.
Μπαϊρακτάρης, Κ. (2007). Οπ.π.

[4] May, R. (1960). Existential Psychology. In R. May (Ed) Existential Psychology. American Orthopsychiatric Association. Ελληνική έκδοση: Υπαρξιακή Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Επίκουρος.
Prilleltensky, Is., (1989). Οπ.π.

[5] Ζαφειρίδης, Φ.  (υπό έκδοση). Προκατασκευασμένα Ψέματα και Κατασκευαστικές Ατέλειες του Νοσολογικού Μοντέλου της Εξάρτησης.

[6] Ζαφειρίδης, Φ. (2001 ). Το ανθρώπινο πρόσωπο και η «φυλή των διευθυντών». Καθημερινή, 3/6/2001.

[7] Fromm, Er. (1955). The sane society. New York: Rinehart & Company. Ελληνική έκδοση: Η υγιής κοινωνία (1975). Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
Navarro, V. (2007). Το πολιτικό πλαίσιο στην Υγεία, η παγκόσμια κατάσταση στην υγεία. Κοινωνία και ψυχική Υγεία, 3, 43 -52.
Sarason, S. (1981). An Asocial Psychology and a misdirected Clinical Psychology. American Psychologist, 36,8, 827-836.
Ζαφειρίδης, Φ. (2001). Οπ.π.

[8] Ζαφειρίδης, Φ. (2001). Οπ.π.
Λαϊνάς, Σ. (2013). Ψυχοκοινωνικές Παρεμβάσεις και Αυτοβοήθεια στον τομέα των Εξαρτήσεων. Το παράδειγμα του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας στο Α.Π.Θ. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τμήμα Ψυχολογίας.
Μπαϊρακτάρης, Κ. (2007). Οπ.π.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!