Όλες οι θεωρίες περί «χαμένης ψήφου» έχουν έναν στόχο: Να αποσπάσουν την ψήφο του πολίτη προς μία κατεύθυνση που δεν τον πείθει. Σκέφτεται να κάνει κάτι άλλο και του υπενθυμίζεται πως αυτό είναι «χαμένη ψήφος». Με πολλά επιχειρήματα της στιγμής και της περίστασης. Αυτό που σκέφτεσαι είναι αδύνατον να μπει στην Βουλή, δεν θα πιάσει τόπο η ψήφος σου, μην τη χαραμίσεις. Αν κάνεις αυτό ή το άλλο, ενισχύεις το πρώτο κόμμα. Ή, τώρα, «αν δεν ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ, βοηθάς την Δεξιά» ή «ξέρω πως έχεις επιφυλάξεις αλλά έρχεται το σκοτάδι, οπότε ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ».
Το ουσιώδες βρίσκεται το γεγονός ότι πίσω από τη θεωρία της χαμένης ψήφου, υποδεικνύεται πάντα μια μοναδική «κερδισμένη ψήφος». Πρόκειται για λαθροχειρία, για εκλογικίστικο κόλπο. Ο πολίτης πρέπει να είναι ελεύθερος να ψηφίζει αυτό που τον εκφράζει, εκείνο με το οποίο συμφωνεί κι όχι κάτω από διάφορα εκβιαστικά διλλήματα.
Μια κατηγορία ψηφοφόρων που δέχεται την συνδυασμένη επίθεση κομμάτων αλλά και «κοινής γνώμης», είναι αυτή που σκέφτεται να ψηφίσει λευκό ή άκυρο. Συνήθως δεν το διακηρύσσει αλλά το κάνει. Όταν το διακηρύξει κάποιος, δέχεται επίθεση πως αυτή είναι η πιο «χαμένη ψήφος» από όλες. Είναι σαν να υπάρχουν εκπρόσωποι όλων των θρησκειών κι εσύ να δηλώνεις άθεος…
Αν η ψήφος έχει μια αυτονομία, με την έννοια ότι ο πολίτης μπορεί να κάνει οποιαδήποτε επιλογή νομίζει, είτε πάει είτε δεν πάει να ψηφίσει, είτε ψηφίσει ένα κόμμα είτε λευκό και άκυρο, όλα πρέπει να είναι αποδεκτά και ερμηνεύσιμα. Το άκυρο, το λευκό και η αποχή είναι μια πολιτική στάση και ως τέτοια πρέπει να κριθεί και να αξιολογηθεί
Αντίστοιχη επίθεση δέχεται και η συνειδητή αποχή που επιλέγουν οι πολίτες σε ειδικές στιγμές (π.χ. στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015). Η κατηγορία είναι ίδια: Δεν είναι υπεύθυνη στάση, βοηθάς κάποιον άλλον κ.λπ.
Κανένας, πάντως, δεν θέλει να συνδέσει την αηδία και την οργή προς το πολιτικό σύστημα με την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Σαν οι εκλογές να είναι μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου όλα αποκαθαίρονται και μηδενίζει το κοντέρ.
Από τους αριθμούς και μόνο και τις αυξομειώσεις τους (βλ. πίνακα), προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα (πέρα από μερικές χιλιάδες άκυρα από λάθος). Υπάρχουν χιλιάδες πολίτες οι οποίοι δεν πείθονται από κανένα κόμμα που παρουσιάζεται, δεν είναι αδιάφοροι και για κάποιους λόγους κάνουν αυτή την επιλογή. Είναι επιλογή τους, όπως θα ήταν αν ψήφιζαν ένα κόμμα. Δεν επιτρέπεται να τους μέμφονται ότι τάχα έτσι βοηθούν τον άλφα ή τον βήτα. Δεύτερον, πάντα υπάρχουν λόγοι αν αυτό το ποσοστό μεγαλώνει ή μικραίνει. Ακόμα κι αν παρουσιάζεται περίπου σαν «ψυχική νόσος», πρέπει να σκεφτούμε ποιοι παράγοντες ενισχύουν ή αποδυναμώνουν αυτή τη στάση.
Επομένως, αν η ψήφος έχει μια αυτονομία, με την έννοια ότι ο πολίτης μπορεί να κάνει οποιαδήποτε επιλογή νομίζει, είτε πάει είτε δεν πάει να ψηφίσει, είτε ψηφίσει ένα κόμμα είτε λευκό και άκυρο, όλα πρέπει να είναι αποδεκτά και ερμηνεύσιμα. Το άκυρο, το λευκό και η αποχή είναι μια πολιτική στάση και ως τέτοια πρέπει να κριθεί και να αξιολογηθεί.
Τα κομματικά στρατόπεδα έχουν ρευστοποιηθεί, το πολιτικό σύστημα είναι τελείως απαξιωμένο, η κομματοκρατία ένοχη και η αντιπροσώπευση διαβρωμένη. Και κάποιοι μιλούν για «χαμένη ψήφο»… Κάτι χάνεται πράγματι κι αυτό δεν είναι η ψήφος. Ακυρώνεται η ίδια η πολιτεία, ο πολίτης, η χώρα. Αναζητείται η αυτονομία του πολίτη και οι συνθήκες που την καθιστούν εφικτή και πλήρη.