Εμπόριο όπλων και θέσεις εργασίας, μύθοι και αλήθειες.
Η τεράστια συμφωνία πώλησης όπλων από τις ΗΠΑ στη Σ. Αραβία, 60 δισ. δολαρίων, τα επόμενα δέκα χρόνια, που μπορούν να φτάσουν στα 120 δισ., αν συνυπολογιστούν τα εξαρτήματα και η συντήρηση, έφερε ξανά στη δημοσιότητα, το ζήτημα του παγκοσμίου εμπορίου όπλων. Μια «μπίζνα» αξίας 60 δισ. δολαρίων ανά έτος, στην οποία οι ΗΠΑ διατηρούν μερίδιο της τάξης του 40%.
Οι δέκα μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων στον κόσμο είναι κατά σειρά ΗΠΑ, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Κίνα, Ισραήλ, Ολλανδία και Ιταλία. Η Σουηδία και η Ελβετία ακολουθούν κατά πόδας. Η σειρά αλλάζει κάθε χρόνο, όμως ένα πράγμα μένει σταθερό: η πρωτιά των ΗΠΑ. Τι βλέπουμε ανάμεσα στους μεγαλύτερους εμπόρους όπλων; Τις χώρες της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του εμπορίου όπλων -45,1 από τα 60 δισ. δολάρια-κατευθύνεται προς τις χώρες με εκτεταμένη φτώχεια. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος πωλητής όπλων σε αναπτυσσόμενες χώρες. Το 2008 πούλησαν σ’ αυτές όπλα που η αξία τους αντιστοιχούσε στο 68,4% των συνολικών πωλήσεων. Το 2009 αυτό το ποσοστό ήταν 45,1%. Οι μεγάλες εταιρίες υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια την παραγωγή όπλων, δίνοντας δεκάδες εκατ. δολάρια το χρόνο για να εξασφαλίσουν ευνοϊκές αποφάσεις από το Κογκρέσο.
Η στρατηγική τους είναι να διασπείρουν τις εγκαταστάσεις τους σε δεκάδες Πολιτείες των ΗΠΑ, έτσι ώστε όταν γίνονται προσπάθειες να καταργηθούν ή να μειωθούν ορισμένα οπλικά συστήματα -κυρίως πεπαλαιωμένα- οι τοπικοί βουλευτές και γερουσιαστές να «υπερασπίζονται» τις θέσεις εργασίας των περιοχών τους.
Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές δαπάνες δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας -όπως διαφημίστηκε πρόσφατα με αφορμή την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία- τις καταστρέφουν. Το 1% της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών ανά έτος θα μείωνε τα επόμενα 20 χρόνια 0,6% το αμερικανικό ΑΕΠ, πράγμα που ισοδυναμεί με απώλεια 700.000 θέσεων εργασίας, κυρίως στις οικοδομές και στη βιομηχανία (Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας), με τη μείωση των δαπανών στον τομέα της υγείας και των θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα και τη μεταφορά πόρων στα όπλα.
«Η μακροχρόνια επίπτωση της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών», λέει ο οικονομολόγος Ντιν Μπέικερ, «θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ κατά 1,8%». Η απώλεια των θέσεων εργασίας θα προσεγγίσει τα 2 εκατομμύρια.
Παρ’ όλο που η παγκόσμια οικονομική κρίση επέφερε μείωση 8,5% στις πωλήσεις όπλων, προκάλεσε επίσης μετατόπιση των δραστηριοτήτων πολλών εταιριών προς την παραγωγή «αμυντικού» υλικού, αφού βρίσκουν εξασφαλισμένη κρατική αγορά. Έτσι, εξαγόρασαν επιχειρήσεις που ειδικεύονται στα ηλεκτρονικά συστήματα άμυνας, στην κυβερνο-ασφάλεια και πάνω απ’ όλα στο πιο φονικό απ’ όλα τα όπλα: τα ρομπότ, τα μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα. Τα πανάκριβα αυτά συστήματα -κοστίζουν από 4,5 έως 10,5 εκατ. δολάρια το ένα- θα αφαιμάξουν ακόμη περισσότερο τους πόρους από τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις θέσεις εργασίας και θα αποτελέσουν τη νέα ασφαλή αγορά για όλα τα αρπακτικά.