Επιτρέψτε μου μια παρέκβαση από το συνηθισμένο ύφος των σημειωμάτων που διαβάζετε στη σελίδα αυτή. Το ποίημα που ακολουθεί –από τα τελευταία του μεγάλου ποιητή Γιώργου Σεφέρη– αναφέρεται αλληγορικά στα βάσανα, τις τραγωδίες και τους αγώνες ενάντια στο «φαρμάκι» που κατακλύζει τον τόπο. Ο Σεφέρης άρχισε να γράφει το ποίημα το 1952, όταν είδε τα ακρογιάλια της Κύπρου, το ξαναδούλεψε το 1956 και το άφησε για αρκετά χρόνια στο συρτάρι του, για να το τελειώσει και να το δημοσιεύσει το 1969, τον καιρό της χούντας, πρώτα στην Κύπρο που υπεραγαπούσε. Ένα μήνα μετά θα ακολουθήσει η δήλωσή του ενάντια στη δικτατορία (γι’ αυτό η δημοσίευση του ποιήματος συνδέθηκε και με τη δήλωση), και το 1971 στην κηδεία του θα γίνει μία από τις πρώτες μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στη χούντα.
Το ποίημα μοιάζει απαισιόδοξο (είναι πολλοί οι αναλυτές που ασχολήθηκαν με αυτό, μεταξύ άλλων οι Μιχάλης Πιερής, Σάββας Παύλου και Δημήτρης Μαρωνίτης). Αλλά το «φαρμάκι» τελικά καταπολεμιέται, έστω κι αν το τίμημα είναι εξαιρετικά μεγάλο. Οι μάχες που δίνουν οι γάτες του Άι-Νικόλα είναι συγκλονιστικές, ακόμα κι αν στο τέλος χαθήκανε και οι ίδιες.
Βλέποντας τον χάρτη, ο Κάβο-Γάτα είναι το νοτιότερο τμήμα, η άκρη της Κύπρου, στην περιοχή του Ακρωτηρίου. Εκεί βρίσκεται ακόμα η αγγλική βάση (που συνολικά κατέχει το 8% της έκτασης της Κύπρου). Στον Βορρά, το 37% της έκτασης του νησιού παραμένει υπό κατοχή, από τα τουρκικά στρατεύματα που εισέβαλαν το 1974. Τώρα έχει μπει στο στόχαστρο η κατάλυση αυτής καθαυτής της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του σχεδίου συνομοσπονδίας (παραλλαγές ενισχυμένες του σχεδίου Ανάν).
Φίδια «χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου και φαρμακερά» κυκλοφορούν πάλι, όχι μόνο στον Κάβο-Γάτα. Ζούμε πάλι μια εποχή μεγάλης στέγνιας – γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα. Κτυπάνε ή δεν κτυπάνε οι καμπάνες;
Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα
Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«… και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
…ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα –μέρα που είναι–
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
–σαράντα χρόνια αναβροχιά–
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Άι-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ως την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
Γιώργος Σεφέρης
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
Φωτ.: Οξυγραφία της Ελένης Παττακού (www.pattakou.com)