Μόνιμες διακρίσεις δημιουργεί η απουσία της κρατικής πρόνοιας σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής

Της Κατερίνας Καλλιάρα*

.

Η κρίση στην Ελλάδα και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές, καθώς και η επιδείνωση του ήδη χαμηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας και κοινωνικού κράτους έπληξαν τα πιο αδύναμα και ευάλωτα τμήματα της μισθωτής εργασίας (άνεργοι, μετανάστες, γυναίκες κ.λπ.).

Η πρόσφατη οργάνωση της εργασίας με χαρακτηριστικά την απάθεια και την αδράνεια του νόμου προς την κατεύθυνση της πειθάρχησης των αγορών και την αμφισβήτηση, αποδόμηση και απορρύθμιση των μέχρι πρότινος κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εργαζόμενων επιδείνωσαν τις συνθήκες και τους όρους εργασίας ειδικά των γυναικών που συνδέονται με ένα βαρύ φορτίο ευθυνών (μετανάστριες, αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, άτομα με αναπηρία, γυναίκες που φροντίζουν προστατευόμενα μέλη, όπως παιδιά και ηλικιωμένους). Αυτό είχε ως συνέπεια να περιοριστεί το εισόδημά τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούν να σχεδιάσουν ούτε το επαγγελματικό τους μέλλον, ούτε να κάνουν όνειρα για τη ζωή τους (Aliki Angelidou, Coping with precarity: neoloberal global politics and female migration from Bulgaria to Greece (Taking the lead from the case of Konstantina Kuneva, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 140-141 Β΄-Γ΄ (2013), σ. 228).

.

Διακρίσεις λόγω μητρότητας

Σύμφωνα με αναφορές της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) στις χώρες που κυριαρχεί η άτυπη εργασία, οι διακρίσεις λόγω μητρότητας είναι συχνές και για το λόγο αυτό η Οργάνωση συστήνει στις χώρες να ενδυναμώσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και την παροχή υπηρεσιών φροντίδας των παιδιών με κριτήρια υψηλής ποιότητας και εύκολης προσβασιμότητας. Η ίδια Οργάνωση επισημαίνει ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί, ουσιαστικά, η ισότητα των φύλων, εφόσον δεν καταστεί αναγκαιότητα και άμεση προτεραιότητα η προστασία των γυναικών λόγω μητρότητας (www.ilo.org).

Στην Ελλάδα, όπου απουσιάζει ένα επαρκές θεσμικό πλαίσιο ελέγχου, οι εργοδότες δεν διστάζουν να παραβιάσουν τους νόμους που προστατεύουν τις γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη και τη λοχεία, καθώς και δεκαοχτώ μήνες μετά την επιστροφή τους στην εργασία. Είναι σαν να θεωρούν ότι οι γυναίκες εργαζόμενες προσέρχονται στην εργασιακή σχέση σαν να μην κουβαλάνε κανένα άλλο πεδίο κοινωνικών σχέσεων. Πρόκειται για συμπεριφορά που στόχο έχει την επέκταση του εργοδοτικού ελέγχου και του πειθαναγκασμού των ωρών της ημέρας, εκτός των εργασιακών καθηκόντων (Καλλιάρα Αικ., Παραβιάσεις της εργοδοσίας σε βάρος των εργαζόμενων και εξελίξεις στην εργατική νομοθεσία, Αθήνα 2014, σσ.132-133).

Κατά την είσοδο στον εργασιακό βίο της και κατά τη διάρκεια αυτού η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει εδραιωμένες πεποιθήσεις, φόβους ή ασυμβίβαστες διαφορές μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών ρόλων που καλείται να εκπληρώσει. Με αυτήν την έννοια η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στους ρόλους της μέσα και έξω από την οικογένεια, ειδικά μετά την εφαρμογή των μνημονίων στην Ελλάδα που επέβαλαν νέα οικονομικά δεδομένα και οδήγησαν στη συρρίκνωση του εισοδήματος από την εργασία, στη δραματική αύξηση της ανεργίας και στην κατάρρευση των δομών πρόνοιας.

.

Πολλαπλές παραβιάσεις δικαιωμάτων

Από τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις στα αρχεία των Επιθεωρήσεων Εργασίας, προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις παρανομούν συχνά, κανονικά ή και συστηματικά παρακάμπτοντας και εξουδετερώνοντας τις σχετικές προβλέψεις του νόμου σχετικά με την προστασία των γυναικών, γεγονός που καθιστά αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε μία σαφή θεσμική και στρατηγική παρέμβαση σε αντιδιαστολή με την αυθαίρετη και αθέμιτη άσκηση εργοδοτικής εξουσίας.

Μία άλλη ιδιαίτερα προσφιλής τακτική των εργοδοτών είναι η τρομοκράτηση των εργαζόμενων γυναικών με ιδιαίτερα προσβλητικά και απαξιωτικά σχόλια, προκειμένου να τις καθηλώσουν σε θέση αδυναμίας και με απώτερο στόχο να αποσπάσουν τη συναίνεσή τους στο ενδεχόμενο απόλυσής τους.

Οι πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην εργασία, προκαλούν συναισθήματα στεναχώριας, ματαίωσης, λύπης, αγωνίας και φόβου που εξαιτίας του πολλαπλού φορτίου των σχέσεων που επωμίζονται στην καθημερινή τους ζωή, επηρεάζει αρνητικά ολόκληρη την οικογένεια με καταστροφικές συνέπειες για την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών. Η γυναίκα ταυτίζεται με τα χαρακτηριστικά ενός υποταγμένου, σιωπηλού, αόρατου και υπομονετικού υποκειμένου, χωρίς εργασιακά δικαιώματα ή στην καλύτερη περίπτωση σε θέσεις επισφαλούς, άτυπης, κακοπληρωμένης και κοινωνικά υποτιμημένης εργασίας. Ταυτόχρονα, καλείται να αντεπεξέλθει και στο διπλό φόρτο εργασίας που προκύπτει από τα εργασιακά και τα οικιακά καθήκοντα.

Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας είναι ζωτικής σημασίας στη μάχη για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών και την απόδοση δικαιοσύνης, τείνει να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η απουσία της κρατικής πρόνοιας σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής (π.χ. δομές φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων) δημιουργεί μόνιμες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, με αποτέλεσμα η τυπική ισότητα να εξοβελίζει την ουσιαστική ισότητα. Με την έννοια αυτή, οι νομικές ρυθμίσεις που στοχεύουν στην προστασία των γυναικών κατά την είσοδό τους στην απασχόληση, συνιστούν κενό περιεχομένου, όσο αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως ίσες μόνον απέναντι στο νόμο.

.

* Η Κατερίνα Καλλιάρα είναι διδάκτορας Kοινωνιολογίας στο πεδίο της Εγκληματολογίας με αντικείμενο το Επιχειρηματικό Έγκλημα κατά της Εργασίας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!