Κατεξοχήν σκηνοθέτης κινηματογραφικών παραλλαγών, ο θρυλικός σταντ-απ κωμικός, ηθοποιός και σεναριογράφος Γούντι Άλλεν χρησιμοποιεί το σινεμά με εξομολογητική διάθεση, ως μέσο ψυχανάλυσης, διερευνώντας ερωτικά γαϊτανάκια, απιστίες και εξωσυζυγικά ρομάντζα, υπό σαιξπηρικό πρίσμα, πότε με ροπή προς την κωμωδία, πότε προς το δράμα. Λανσάροντας στον κινηματογραφικό χάρτη τον χαρακτήρα τού αντί-ήρωα, ενός νευρωτικού και ανασφαλούς διανοούμενου εραστή, που συνήθως ερμήνευε ο ίδιος, ο Γούντι Άλλεν επικεντρώθηκε στις αγαπημένες του θεματικές και στα μοτίβα που ανανέωσε μέσα από διαφορετικούς ερμηνευτές και σε διαφορετικά περιβάλλοντα, αλλά πάντα με τις ιδιαίτερες εύστοχες και αιχμηρές χιουμοριστικές ατάκες του.
Ξεκινώντας με σουρεαλιστικές κωμωδίες το ’70 και ταινίες-παρωδίες υπό την επιρροή των Τσέχωφ και Μπέργκμαν το ’80, τομή στο έργο του έγινε όταν τόλμησε να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη, για να γυρίσει το «Match Point» (2005) στο Λονδίνο και στη συνέχεια τις λονδρέζικες ταινίες «Scoop» (2006) και «Το όνειρο της Κασσάνδρας» (2007), ακολουθώντας μια περιοδεία στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις με τις ταινίες «Vicky Cristina Barcelona» (2008), «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (2011) και «Από τη Ρώμη με αγάπη» (2012).
Στις τελευταίες του ταινίες, ο Γούντι Άλλεν αφήνει τις παρωδίες και δημιουργεί χαρακτήρες που εξυμνούν με ευγνωμοσύνη και απέραντο χιούμορ τις επιρροές του, με αναφορά σε βιβλία, συγγραφείς, ταινίες και σκηνοθέτες, που σφυρηλάτησαν το γνήσια δικό του «γουντιαλλενικό» στυλ, έχοντας ταυτίσει το ονοματεπώνυμό του με το επίθετο που χαρακτηρίζει το ιδιαίτερο στυλ των ταινιών του.
Έτσι, στα 85 του, στη νέα του ταινία «Το φεστιβάλ του Ρίφκιν» (2020), μοιάζει να ακολουθεί ξανά την τουριστική ευρωπαϊκή διάσταση που είχε αναδείξει στο «Vicky Cristina Barcelona», αλλά αυτή τη φορά στο ειδυλλιακό παραθαλάσσιο θέρετρο Σαν Σεμπαστιάν, στη χώρα των Βάσκων, όπου διοργανώνεται από το 1953, το φημισμένο κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Ο Νεοϋορκέζος Μορτ Ρίφκιν (Γουάλας Σον), συστήνεται ως συγγραφέας που επιχειρεί από καιρό να γράψει το πρώτο του βιβλίο, ενώ επαναλαμβάνει πως κάποτε δίδασκε ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Συνοδεύοντας στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν την νεότερη αισθησιακή σύζυγό του Σου (Τζίνα Γκέρσον), εξπέρ στις δημόσιες σχέσεις, συνειδητοποιεί πως βρίσκεται σε υπαρξιακό τέλμα, όταν αντιλαμβάνεται πως η Σου ερωτοτροπεί με τον γοητευτικό νεαρό και επίδοξο Γάλλο σκηνοθέτη Φιλίπ (Λουί Γκαρέλ), που την περιτριγυρίζει. Αγχωμένος βλέπει περίεργα όνειρα, ενώ ταράζεται όταν ένας φίλος του αναφέρει πως είδε την Σου στην παραλία με τον Φιλίπ. Ο Μορτ αισθάνεται έντονο πόνο στο στήθος και επισκέπτεται τον καρδιολόγο Τζο Ρόχας, διαπιστώνοντας πως πρόκειται για μια ελκυστική γιατρίνα, την Τζοάνα (Έλενα Ανάγια), που λατρεύει το σινεμά. Καταγοητευμένος, ο Μορτ αναζητά απίθανες αφορμές για να την ξαναδεί, ενώ μαθαίνει από φίλους πως «διαλέγει λάθος άντρες και είναι παντρεμένη με έναν τρελό ζωγράφο». Τελικά, οι δυο τους γίνονται αναπάντεχα φίλοι και η Τζο τον προσκαλεί για βόλτα στην εξοχή με το αμάξι της. Είναι μια φαντασίωση που γίνεται αληθινή ή αποτελεί άλλη μια τυχαία συγκυρία σε μια μεταβατική περίοδο;
Την πρωταγωνιστική περσόνα-άλτερ έγκο του σκηνοθέτη, ενσαρκώνει ο 77χρονος Αμερικανοεβραίος Γουάλας Σον, θεατρικός ηθοποιός που έχει υποστηρίξει δημόσια τους Παλαιστίνιους, ενώ έχει συνεργαστεί με τον Γούντι Άλλεν σε 4 ταινίες (Μανχάταν/1979, Μέρες Ραδιοφώνου/1987, Η κατάρα του Πράσινου Σκορπιού/2001, Μελίντα και Μελίντα/2004). Ως Μορτ, αναφέρεται διαρκώς σε ταινίες που τον σημάδεψαν, ενώ πιστεύει ακράδαντα πως «είμαστε μια σειρά από κοσμικές αλληλουχίες». Το καυστικό του χιούμορ διαφαίνεται αντιδρώντας στα λεγόμενα της Σου, πως η νέα ταινία του Φιλίπ αφορά τη συμφιλίωση μεταξύ Αράβων και Ισραήλ, με τη φράση «δεν γνώριζα ότι ο Φιλίπ, ενδιαφέρεται για … επιστημονική φαντασία!». Από την άλλη, ο Φιλίπ, χαρακτήρας που λες και έχει βγει από γαλλική ταινία, ενώ διατηρεί το όνομα του φυσικού πατέρα τού ηθοποιού και γνωστού σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ Φιλίπ Γκαρέλ, δηλώνει ατάραχος πως σκοπεύει να κάνει ριμέικ το «Με κομμένη την ανάσα» (1960/Ζαν-Λυκ Γκοντάρ). Με τον Μορτ ανταλλάσσουν διαξιφισμούς για ταινίες και την υπαρξιακή θεώρηση της ζωής και της τέχνης. Ο Αμερικάνος Μορτ είναι θαυμαστής του ευρωπαϊκού σινεμά, ενώ ο Γάλλος Φιλίπ του αμερικάνικου, αναφορά και στην παλιότερη διαμάχη της δεκαετίας του ’60, για τις διαφορετικές προσεγγίσεις αμερικάνικου-ευρωπαϊκού σινεμά.
Είναι ενδεικτικό πως η ταινία ξεκινάει και κλείνει με την αφήγηση του πρωταγωνιστή στον ψυχαναλυτή του, κατεξοχήν χαρακτήρα των γουντιαλενικών ταινιών. Εδώ, διαφαίνεται αμυδρά στην αρχή και στο τέλος, σε μια ταινία που αποτελεί περισσότερο προϊόν αφήγησης με πολλές σκηνές ονείρων, σαν μια διαφορετική εκδοχή των παραμυθιών της Χαλιμάς. Μπορεί ο Μορτ να βρέθηκε σε κινηματογραφικό φεστιβάλ, αλλά βλέπουμε να γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις λατρεμένες ταινίες-αναμνήσεις του, διαμορφώνοντας σύμφωνα και με τον τίτλο, το δικό του φεστιβάλ μνήμης.
Τα «σινεφίλ» ασπρόμαυρα όνειρα του Μορτ, παίρνουν σάρκα και οστά σαν στιγμιότυπα κλασικών ταινιών. Ο Γούντι Άλλεν επιλέγει με αυτοσαρκαστική διάθεση να αναπαραστήσει αναγνωρίσιμα αποσπάσματα, στο στυλ ονομαστών σκηνοθετών, που προσαρμόζει εντέχνως στην περίπτωση του πρωταγωνιστή του. Έτσι, κάνει αναφορά στις ταινίες «Πολίτης Κέιν» (1941/Όρσον Γουέλς), «Οκτώμιση» (1963/Φεντερίκο Φελλίνι), «Ζυλ και Τζιμ» (1962/Φρανσουά Τρυφώ), «Ένας άντρας και μια γυναίκα» (1966/Κλωντ Λελούς), «Άγριες Φράουλες» (1957), «Περσόνα» (1966) και «Έβδομη Σφραγίδα» (1957) από Μπέργκμαν, μέχρι και τον «Εξολοθρευτή Άγγελο» (1962/Λουίς Μπονιουέλ). Οι ξεχωριστές ασπρόμαυρες ενότητες των ονείρων του Μορτ κινηματογραφούνται με το ίδιο αναγνωρίσιμο στήσιμο κάδρου και γωνία λήψης, όπως στις ταινίες αναφοράς. Με εντυπωσιακή χαμηλή γωνία λήψης κινηματογραφείται το αρχοντικό στο πρώτο όνειρο, αλά Όρσον Γουέλς. Το μεθυστικό φελινικό μονοπλάνο υποκειμενικής λήψης, υπό τους παιχνιδιάρικους ήχους του Νίνο Ρότα, αποτελεί αναφορά στο «Οκτώμιση», η ποδηλατάδα των τριών πρωταγωνιστών υπό την ανέμελη μουσική του Ζωρζ Ντελρύ, με διαλόγους για το πρωταγωνιστικό ερωτικό τρίγωνο, ανακαλεί τον Τρυφώ, τα κοντινά στα γυναικεία πρόσωπα συζύγου και γιατρίνας που ο Μορτ ποθεί, το ένα μετωπικά το άλλο σε προφίλ, υιοθετούν την αλά «Περσόνα» αισθητική, με τους ατονικούς ήχους τους Λαρς Γιόχαν Βέρλε, ενώ στο τέλος, ο Μορτ παίζει σκάκι με τον Χάροντα, που ενσαρκώνει απολαυστικά ο Κρίστοφερ Βάλτς.
Δίχως να καινοτομεί, ο σκηνοθέτης αναβαθμίζει μια δοκιμασμένη γουντιαλλενική συνταγή, που ξέρει όμως να πετυχαίνει σε ένα απολαυστικό θέαμα. Κινηματογραφεί τους ήρωές του διακριτικά, σε μια δίνη των καταστάσεων της ζωής, επιβεβαιώνοντας ανομολόγητες φοβίες και πόθους. Σε αντίθεση με τον αποκαρδιωμένο Μορτ, που απεικονίζεται μόνος, τοποθετεί Σου και Φιλίπ στο ίδιο κάδρο, φανερώνοντας εξαρχής την ερωτική τους έλξη.
Σε αυτή την ταινία ο Γούντι Άλλεν επαναφέρει το στερεότυπο του εκρηκτικού μποέμ καλλιτέχνη, με φλογερό ισπανικό ταμπεραμέντο, που είχε διερευνήσει και στο «Vicky Cristina Barcelona», σε μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή.
Στις τελευταίες του ταινίες με τα αξιοθέατα των ευρωπαϊκών πόλεων, ως το ζωντανό σκηνικό των ιστοριών του, ο Γούντι Άλλεν επιλέγει ειδυλλιακές τοποθεσίες, δίνοντας έμφαση τελευταία στον υπερφωτισμό των προσώπων και στα έντονα, αλλά αρμονικά χρώματα. Λάτρης της τζαζ και πάντα ευαίσθητος με τη μουσική επένδυση των ταινιών του, ο Γούντι Άλλεν σε αυτή την ταινία συνεργάστηκε για άλλη μια φορά με τον Γάλλο τζαζ κιθαρίστα Στεφάν Βρεμπέλ, μετά από τις ταινίες «Vicky Cristina Barcelona» και «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Το αποτέλεσμα είναι μελωδίες κιθαριστικού τζίπσι σουίνγκ, αλά Τζάνγκο Ρέινχαρτ, ενίοτε με σπανιόλικες πινελιές ή και κλαρινέτο, να ενισχύουν τη χαλαρή ατμόσφαιρα. Όσες ταλαιπωρίες και να φέρει η ζωή, μοιάζει να μας λέει εδώ ο Γούντι Άλεν, πάντα συμβαίνουν απρόσμενες καταστάσεις που φέρνουν τα πάνω-κάτω, ξεκαθαρίζοντας καθοριστικά το προηγούμενο βαλτωμένο τοπίο, σαν μια συμβουλή για να μην παίρνουμε τίποτα πολύ στα σοβαρά, ούτε τον έρωτα, πόσο μάλλον το σινεμά.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]