Η «αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη» ξεμένει κιόλας από καύσιμα
του Ερρίκου Φινάλη
Το 2015 ετοιμάζεται να εκπνεύσει, και να πάρει μαζί του μια σειρά προσδοκίες, εύλογες και μη, οι οποίες έσβησαν το ίδιο γρήγορα όσο φούντωσαν. Δεν αναφερόμαστε μονάχα στον μαύρο κι άραχλο ελληνικό Ιούλιο, που ξεκίνησε με μια ακόμη τεράστια παλλαϊκή ανάταση για να ακολουθήσει η ακόμα πιο ηχηρή κατακρήμνιση λόγω της ταπεινωτικής υποταγής μιας κυβέρνησης ανάξιας του ελληνικού λαού. Μιλάμε και για τις συνειδητά ψευδείς ελπίδες που καλλιέργησαν αυτού του είδους οι δυνάμεις για έναν τάχα νέο δρόμο (εξίσου «εύκολο» με τους προηγούμενους, οι οποίοι αποδείχτηκαν ήδη αδιέξοδοι) προς την πολυπόθητη «αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη». Μια αλλαγή η οποία με τη σειρά της υποτίθεται ότι θα έφερνε έστω μια ανακούφιση στους λαούς που υποφέρουν, και θα επέτρεπε στην αποικία Ελλάδα να ανακτήσει έστω μέρος της αξιοπρέπειας και της κυριαρχίας της.
Επιχείρηση καλλωπισμού του παλιού…
Έτσι, για να χωρέσει στη σκληρή πραγματικότητα μιας ολοκληρωτικής Ευρώπης αυτό το ιδεολόγημα μιας Κεντροαριστεράς «ανανεωμένης» και υποτίθεται τολμηρής (αφού μεγάλο μέρος της αναδείχθηκε μέσα από το ριζοσπαστισμό της προηγούμενης περιόδου), χρειάστηκε να καλλωπιστούν όπως-όπως μια σειρά ένοχες και σαπισμένες συστημικές δυνάμεις. Οι «σοσιαλιστές» της Πορτογαλίας και της Ισπανίας βαφτίστηκαν «ευρύτερη Αριστερά», ο Ολαντρέου ξανάγινε Ολάντ και μέγας σύμμαχος, ο Ρέντσι αναγορεύθηκε σε πολέμιο της λιτότητας, και χειροκροτήθηκαν πριν καν φτιαχτούν οι «νέες προοδευτικές κυβερνήσεις που διώχνουν τη Δεξιά». Για να βγουν μάλιστα οι λογαριασμοί των απαραίτητων κουκιών για το σχηματισμό κυβερνήσεων, π.χ. στην περίπτωση της Ισπανίας, ακόμη και δυνάμεις όπως οι ακραία νεοφιλελεύθεροι Ciudadanos ξαφνικά θεωρήθηκαν «αντιδεξιές». Στη δε πορτογαλική εκδοχή, μια βραχύβια (και πολλαπλά αμφισβητήσιμη) τακτική κίνηση της Αριστεράς αναγορεύθηκε σε… νέα στρατηγική που ανοίγει δρόμους.
Δεν έχει ακόμη στεγνώσει το μελάνι με το οποίο γράφονταν τέτοιες «σοβαρές» αναλύσεις, και φυλλορροούν οι ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν. Και είναι φυσιολογικό: η Κεντροαριστερά, παλιά και νέα, πέρα από τις φλυαρίες και τη χειριστική ικανότητα των απολογητών ενός «ρεαλισμού» πιο ουτοπικού παρά ποτέ, δεν έχει κανένα σχέδιο εναλλακτικό σε αυτό που επιβάλλει η ηγεμονική Γερμανία. Έχει αποδεχθεί πλήρως τον υποτιθέμενο μονόδρομο, έχοντας εγκολπώσει και μεγάλο τμήμα μιας ευρωπαϊκής Αριστεράς ανίκανης να αποδεχθεί ότι ζει σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που φαντασιώνεται, ο οποίος δεν προσφέρει «εύκολες» λύσεις. Η μοναδική αλλά τεράστια υπηρεσία που προσφέρει αυτός ο «προοδευτικός χώρος» είναι να εφαρμόζει τις καταστροφικές και αδιέξοδες πολιτικές του ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου σχετικά ευκολότερα απ’ ό,τι η Δεξιά, και να εντάσσεται στα σχέδια ευρύτερων συστημικών συνασπισμών που σταδιακά αντικαθιστούν τον παλιό δικομματισμό που κατέρρευσε.
…αλλά ο Νότος εξακολουθεί να πονοκεφαλιάζει την ευρωκρατία
Πριν καν μπει το 2016, η «σοσιαλιστική» Γαλλία ξορκίζει το Εθνικό Μέτωπο αλλά… υλοποιεί το πρόγραμμά του, ο Ρέντσι φωνασκεί αλλά εφαρμόζει τη «μοναδική εφικτή πολιτική», η πορτογαλική Αριστερά αίφνης ανακαλύπτει ότι οι «σοσιαλιστές» δεν άλλαξαν και πολύ, και ο σχηματισμός μιας «αντιδεξιάς» κυβέρνησης στο ισπανικό κράτος είναι επιεικώς αμφίβολος μιας και οι αντιθέσεις που το διαπερνούν απαιτούν κάτι πολύ τολμηρότερο από το να… αυτοκτονήσουν οι Podemos συμμαχώντας με τις πιο βαθιά καθεστωτικές δυνάμεις.
Και την ίδια στιγμή η πραγματικότητα βοά, κι ας μην θέλει να την ακούσει η εντός και εκτός εισαγωγικών Αριστερά: παρ’ όλες τις διαψεύσεις και την απογοήτευση που αυτές έσπειραν, το ιερατείο του Βερολίνου και των «αγορών» δυσκολεύεται ακόμη και σήμερα να πειθαρχήσει και να καλουπώσει το Νότο. Οι λαοί που εισέβαλαν στο γήπεδο της κεντρικής πολιτικής και έδωσαν τεράστια ώθηση σε δυνάμεις οι οποίες διακήρυξαν ότι θέλουν να εκφράσουν τις ανάγκες των πολλών και να φέρουν βαθιές αλλαγές, είναι παρόντες. Ζαλισμένοι, απότομα προσγειωμένοι, ακόμη και προδομένοι, αλλά παρόντες και σε αναζήτηση μιας διεξόδου που δεν θα σημάνει τον εξανδραποδισμό τους.
Γαλλία: Όταν έχεις Ολαντρέου, γιατί φοβάσαι τη Λεπέν;
Η συνταγματική «μεταρρύθμιση» που προώθησε με διαδικασίες φαστ-τρακ η κυβέρνηση του προέδρου Ολάντ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις των Τζιχαντιστών στο Παρίσι, και η οποία προβλέπει τη δυνατότητα αφαίρεσης της γαλλικής ιθαγένειας από «μη καθαρόαιμους» Γάλλους (δηλαδή απογόνους μεταναστών) που εγκληματούν, είναι κυριολεκτικά πρωτοφανής για τα γαλλικά δεδομένα. Προστιθέμενη στην επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης (την παράταση της οποίας ψήφισε και η Αριστερά…) επιβεβαιώνει τον ολοένα πιο ολοκληρωτικό χαρακτήρα των «δημοκρατιών» που (απ)οικοδομούνται στην Ευρώπη.
Η αφαίρεση ιθαγένειας πρωτοδιατυπώθηκε ως μέθοδος τιμωρίας από τον πατέρα της Μαρίν Λεπέν πριν 40 χρόνια και παραμένει στο πρόγραμμα του Εθνικού Μετώπου. Πέρα από την αναποτελεσματικότητά της (είναι τουλάχιστον γελοίο να νομίζει κανείς ότι η απειλή της… αφαίρεσης ιθαγένειας θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για έναν βομβιστή αυτοκτονίας!), ανατρέπει όλη τη λογική και τη συνεκτική νομοθεσία πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το γαλλικό κράτος. Διότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η Γαλλία από την Επανάσταση του 1789 μέχρι και σήμερα προσπαθούσε να αφομοιώσει έστω και διά της βίας όλες τις εθνότητες που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της.
Η απόρριψη του «δικαίου του αίματος» υπέρ του «δικαίου του εδάφους» ήταν άλλωστε διαχρονικό καύχημα για το «λαϊκό ρεπουμπλικανικό κράτος». Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η περίοδος της ναζιστικής κατοχής, όταν το «κράτος» του Βισί υπό τον δωσίλογο στρατάρχη Πετέν υποχώρησε στις χιτλερικές πιέσεις και παρέδωσε στη Γερμανία υπηκόους του που δεν ήταν «καθαρόαιμοι Γάλλοι», δηλαδή εβραίους, τσιγγάνους κ.ά. Βαρύ στίγμα για τη Γαλλία, που προσπάθησε μεταπολεμικά να το απαλείψει καταργώντας ακόμη και από τη γενική απογραφή του πληθυσμού το ερώτημα της εθνικής προέλευσης – ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα να εντοπιστούν οι «μη καθαρόαιμοι» Γάλλοι υπήκοοι.
Συνεχίζεται η αστάθεια στην Ιβηρική χερσόνησο
Η μετεκλογική κατάσταση στο ισπανικό κράτος επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις για τη δομική αστάθειά του λόγω των ισχυρών αποσχιστικών τάσεων και της λαϊκής δυσαρέσκειας, που έδωσε ένα σχεδόν μη διαχειρίσιμο εκλογικό αποτέλεσμα. Η λύση που ευνοούν οι αγορές, η ευρωκρατία και το ντόπιο σύστημα, δηλαδή μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Δεξιάς και «σοσιαλιστών», σκοντάφτει στην κατανόηση των δεύτερων ότι μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να τους εξαερώσει, όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.
Το ίδιο αρνητικοί να συμμετάσχουν σε μια συγκυβέρνηση με τους «σοσιαλιστές» και τους Ciudadanos (δεδομένου ότι αλλιώς δεν σχηματίζεται πλειοψηφία) εμφανίζονται πλέον και οι Podemos αφού, πέρα από τις διαφωνίες στην οικονομική πολιτική, οι άλλες δυνάμεις τους βάζουν έναν επιπλέον όρο που δεν μπορούν να δεχτούν: να πάψουν να υποστηρίζουν το δικαίωμα των Καταλανών, Βάσκων κ.λπ. στην αυτοδιάθεση. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη γειτονική Πορτογαλία πρέπει επίσης να έπαιξαν το ρόλο τους σε αυτή τη στάση που υιοθετούν τώρα οι Podemos…
Στη Λισαβόνα η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα ήρθε κιόλας σε ρήξη με το Μπλόκο της Αριστεράς και το Πορτογαλικό Κ.Κ., που μόλις πριν ένα μήνα στήριξαν το σχηματισμό της ώστε «να καταπολεμηθεί η λιτότητα». Η απόφαση της κυβέρνησης να χαρίσει ουσιαστικά την τράπεζα Banif στον ισπανικό τραπεζικό κολοσσό Santander επιβαρύνοντας το δημόσιο προϋπολογισμό με σχεδόν 3 δισεκατομμύρια ευρώ προκάλεσε την καταψήφισή της από τους βουλευτές της Αριστεράς – και τη στήριξή της από τη… Δεξιά, η οποία εγκατέλειψε για λίγο με εντυπωσιακή ευκολία την αντιπολίτευση προκειμένου να δώσει χείρα βοηθείας στους «σοσιαλιστές»! Πραγματικά, είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα διαψεύστηκε η πολυδιαφημισμένη και στην Ελλάδα «υποδειγματική συνεργασία της ευρύτερης(!) Αριστεράς».