Του Θανάση Αλεξίου.

Αν η καταστροφή άλλων τρόπων άντλησης πόρων και εισοδημάτων, εκτός της μισθωτής εργασίας, συνιστά την αναγκαία συνθήκη για τη μετατροπή όλων των αγαθών και, πρωτίστως, της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα («πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου» – K. Marx), η μαζική μεταβίβαση πόρων από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που επιχειρείται σήμερα από το ΠΑΣΟΚ, κυρίως προς τη χρηματοπιστωτική μερίδα του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, μαζί με την αντίστοιχη του 1999 («φούσκα» του χρηματιστηρίου) και την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας από τη Νέα Δημοκρατία, ικανοποιούν σήμερα σε συνθήκες «συσσώρευσης μέσω αφαίρεσης πόρων» (D. Harvey) αυτή τη συνθήκη.

 

Σε συνάρτηση, μάλιστα, με την αγροτική έξοδο και τον αποχαρακτηρισμό των δημόσιων αγαθών ολοκληρώνεται η πλήρης εμπορευματοποίηση της εργασίας και των προϊόντων της (αγαθά, υπηρεσίες κ.λπ.). Εδώ ακριβώς οι βαθιά ταξικές πολιτικές της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ συνιστούν μια ολοκληρωμένη στρατηγική κίνηση, από πλευράς κεφαλαίου. Στόχος τους είναι η μεγαλύτερη ευελιξία/ρευστοποίηση της εργατικής δύναμης και ο κατακερματισμός του εργασιακού χώρου, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο κόσμος της εργασίας να αποκτήσει τη δική του εσωτερική δομή, το δικό του ταξικό και πολιτικό ισοδύναμο.

Οι εξελίξεις αυτές θέτουν με δραματικό τρόπο το ζήτημα της πολιτικής παρέμβασης της Αριστεράς. Εντούτοις, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί βολονταριστικά, ως η επιθυμία και μόνο να είναι ικανή συνθήκη για κοινή σύμπλευση των δυνάμεων της Αριστεράς. Για να μη συμβεί όμως, αυτό που συνέβη στην Ιταλία, στη Γαλλία κ.ά., με μια πληθυντική Αριστερά να μεταλλάσσεται σε σοσιαλφιλελεύθερη και στη συνέχεια σε νεοφιλελεύθερη Κεντροαριστερά, η Αριστερά θα πρέπει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας ταξικής Αριστεράς. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το κοινωνικό ζήτημα οφείλει να οριστεί, αρχικά, με όρους εκμετάλλευσης και δευτερευόντως με όρους κυριαρχίας και εξουσίας. Επίσης, οι προτεραιότητες οφείλουν να τεθούν πρωτίστως με όρους πραγματικότητας και ανάγκης και, δευτερευόντως, με όρους επιθυμίας.

Από την άλλη το κράτος, η εξουσία κ.ά. δεν έχουν δικά τους συμφέροντα, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές τάξεις, όπως διατείνονται ουσιοκρατικές προσεγγίσεις. Η έμφαση στην κυριαρχία σχετικοποιεί, επίσης, την κοινωνία ως σύστημα εκμετάλλευσης, καθώς στις προσεγγίσεις αυτές οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από μια πολλαπλότητα καταπιέσεων με την καθεμία να αναφέρεται σε μια διαφορετική μορφή κυριαρχίας (έμφυλη, εθνοτική, φυλετική, οικονομική κ.λπ.) χωρίς κάποια από αυτές να έχει ιδιαίτερη σημασία έναντι κάποιας άλλης. Η πολλαπλότητα των καταπιέσεων που ανάγονται σε διαφορετικές σφαίρες κυριαρχίας εξωθεί μεθοδολογικά σε μια πολλαπλότητα κοινωνικών υποκειμένων.

Ωστόσο, εφόσον η σφαίρα της παραγωγής και οι εκμεταλλευτικές σχέσεις που εδώ ενυπάρχουν εξαιρεθούν ως χώρος συγκρότησης των κοινωνικών υποκειμένων, η εργατική τάξη, συνιστά απλά και μόνο, ένα υποκείμενο (ή κανένα), δίπλα σε άλλα, όπως είναι το φύλο, η εθνότητα, η φυλή κ.λπ. Μάλιστα, η μετατόπιση από τη σφαίρα της παραγωγής στη σφαίρα της κυριαρχίας, όσον αφορά στη συγκρότηση του πολιτικού φορέα, συνδυάζεται από μια αθροιστική αντίληψη για τη συλλογική δράση, όπως ταιριάζει στην ενική αντίληψη δράσης των μεσαίων στρωμάτων («μεθοδολογικός ατομισμός»). Αυτή ορίζεται, τότε, ως το άθροισμα των ατομικών δράσεων, γεγονός που αναπαράγει ατομικές μορφές δράσης, μεταξύ αυτών και της τρομοκρατίας και όχι ως απόρροια της δομής (μισθωτή εργασία) που μετασχηματίζει τις ατομικές στιγμές σε συλλογική (ταξική) δράση.

 

Σύνθετη ταξική δομή

Παρ’ όλα αυτά, η αναδιάρθρωση της παραγωγής διαμορφώνει μια σύνθετη ταξική δομή. Ενώ μειώνεται η βιομηχανική εργατική τάξη και διευρύνονται τα μεσαία αστικά στρώματα, αυξάνεται όμως η εξαρτημένη εργασία. Εξαιτίας, μάλιστα, του διαδραστικού/ επικοινωνιακού χαρακτήρα της εργασίας αυτών των στρωμάτων αναβαθμίζεται και ο πολιτισμικός παράγοντας ως συγκροτητικό στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η εργασία τους εμπεριέχει στοιχεία (δημιουργικότητα, φαντασία, πρωτοβουλία κ.ά.) που βρίσκονται στη σφαίρα αναπαραγωγής, δίνει την εντύπωση ότι η εργασία έγινε άυλη. Επομένως, αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε σχέση με το χρόνο εργασίας (Negri κ.ά). Ακυρώνεται, δηλαδή, η θεωρία της αξίας. Το κεφάλαιο κινείται πλέον προς τη σφαίρα αναπαραγωγής, ώστε να ιδιοποιηθεί αυτά τα στοιχεία. Σε διακύβευμα αναδεικνύεται πλέον ο έλεγχος των βιόκοσμων και όχι η σφαίρα παραγωγής (ιδιοποίηση του χρόνου εργασίας). Στο μεταξύ, η διεύρυνση της μεταεργοστασιακής εργατικής τάξης που απασχολείται, κυρίως, σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας, δυσκολεύει την συνδικαλιστική και πολιτική της οργάνωση. Επομένως, οι πολιτικές πρωτοβουλίες της Αριστεράς πρέπει να είναι σε θέση αναπτύσσοντας μια πολιτική κοινωνικών συμμαχιών να λάβουν υπ’ όψιν αυτή την κοινωνική συνθετότητα.

Μια χαρτογράφηση της ελληνικής κοινωνίας καθιστά σαφές ότι το ΚΚΕ εκφράζει, σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη οργάνωση της Αριστεράς, κάτι που γίνεται αντιληπτό και στις τωρινές κινητοποιήσεις, την ελληνική εργατική τάξη. Και, μάλιστα, δεν την εκφράζει μόνο πολιτικά αλλά και πολιτισμικά. Εδώ οφείλονται οι κριτικές που γίνονται, κυρίως από την πλευρά των νέων κοινωνικών κινημάτων κ.ά. που δίνουν προτεραιότητα στην επιθυμία και τους «νεωτεριστικούς» τρόπους ζωής, έναντι των «πατριαρχικών» ή «μικροαστικών» τρόπων ζωής της εργατικής τάξης. Η κριτική αυτή είναι άδικη, κυρίως επειδή παραγνωρίζεται ότι οι εργάτες και γενικότερα οι εργαζόμενοι, σ’ αντίθεση με τα μεσαία στρώματα που αποτελούν την κοινωνική βάση αυτών των κινημάτων, είναι εκτεθειμένοι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στην ανάγκη για επιβίωση, και με την έννοια αυτή οποιοδήποτε «άνοιγμα» της εργατικής τάξης και του ΚΚΕ προς μεταϋλιστικές αξίες (αυτοπραγμάτωση, αυτονομία κ.ά.), χωρίς να συνοδεύεται από μια νέα πολιτική σχέση, δηλαδή μια κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στους πρώτους και στα δεύτερα θα είχε διαλυτικές συνέπειες.

Ωστόσο, το άνοιγμα προς την κοινωνία, παρ’ όλο που οι πολιτισμικές αξίες με τις αντίστοιχες πρακτικές πρέπει να είναι μέρος της κοινωνικής κριτικής, οφείλει να γίνει με όρους ανάγκης και όχι με όρους επιθυμίας, γιατί η ελληνική εργατική τάξη δεν μπορεί να παραιτηθεί από πολιτικούς φορείς που διασφαλίζουν τη συνδικαλιστική και πολιτική της συνέχεια. Ούτε, ασφαλώς, να διαλυθεί σε νομαδικά και ριζωματικά μορφώματα. Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι η ελληνική κοινωνία, αυτές τις οργανώσεις έχει η ελληνική εργατική τάξη και από εδώ οφείλουμε να ξεκινήσουμε.

Η άποψη ότι η πολιτική είναι ζήτημα επιθυμίας μεταφέρει την πολιτική δράση στον αστερισμό των «φιλοσοφιών ζωής», παραχωρώντας στα μεσαία στρώματα και στους διανοούμενους πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτά, σ’ αντίθεση με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που κινούνται στο «βασίλειο της αναγκαιότητας» και είναι δέσμια μιας πεζής πραγματικότητας, διαθέτουν το πολιτισμικό και γλωσσικό κεφάλαιο αλλά και το χρόνο να αρθρώσουν τις επιθυμίες τους. Αλλά και η αντίληψη ότι η πολιτική είναι ζήτημα αισθητικής, όπως εκφράστηκε σε προηγούμενες δεκαετίες τροφοδοτώντας με στελέχη το κράτος και τα κόμματα εξουσίας, καθιστά την πολιτική αποκλειστικό προνόμιο μιας κοινωνικής ελίτ (πολιτισμική Αριστερά).

 

Κοινωνική συμμαχία και πολιτική συνεργασία

Συνεπώς, οποιαδήποτε κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα περνάει μέσα από την πολιτική συνεργασία ανάμεσα στο ΚΚΕ και στον Συνασπισμό, καθώς η κοινωνική βάση του δεύτερου χαρακτηρίζεται από την παρουσία αυτών των στρωμάτων. Η διεύρυνση αυτής της συμμαχίας που είναι κρίσιμη για την αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας, συμπεριλαμβάνει επίσης και τη συνεργασία με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων κ.ά., που δεσμεύουν ένα σημαντικό μέρος της κριτικής διανόησης και των πολιτικών ακτιβιστών.

Είναι, επίσης, προφανές ότι η συμμαχία αυτή, στη δυναμική της ανάπτυξη, παρά τις σοβαρές ιδεολογικές αλλά και πολιτικές διαφορές (λόγου χάρη, ο Συνασπισμός δεν έχει αναθεωρήσει τη θέση του για το Σύμφωνο Σταθερότητας) και στο πλαίσιο που παραπάνω αναφέραμε θα συμπεριλάβει ομάδες, ομίλους και άλλες κινήσεις της Αριστεράς, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά στην ελληνική κοινωνία. Η κίνηση αυτή θα συμβάλλει επίσης στην αποκοπή εκείνων των πολιτικών στελεχών, κυρίως στον Συνασπισμό που εμποδίζουν εξαιτίας της προνομιακής τους σχέσης με την αστική δημοσιότητα, διεργασίες σύγκλησης με το ΚΚΕ και την ευρύτερη Αριστερά. Είναι αυτονόητο, επίσης, ότι σ’ ένα πλαίσιο δύναται να συζητηθούν με ενάργεια ζητήματα που αφορούν την ιστορία του ελληνικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος.

Εντούτοις, η «ηγεμονική πρωτοβουλία» (A. Gramsci) για τη σύμπτυξη μιας κοινωνικής συμμαχίας με τα υποτελή στρώματα της ελληνικής κοινωνίας θα είχε ιδιαίτερη σημασία, κυρίως όσον αφορά στην κοινωνική της εμβέλεια, να προέλθει πρωτίστως από το ΚΚΕ αλλά και από άλλες δυνάμεις της ταξικής Αριστεράς, καθώς είναι σε θέση να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητες της σημερινής κατάστασης με όρους εκμετάλλευσης και ανάγκης, διασφαλίζοντας μια ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στην τακτική και τη στρατηγική.

Η μη ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας -εκτός του ότι παρατείνει τον «εγκλωβισμό» μεγάλου μέρους των λαϊκών στρωμάτων στα αστικά κόμματα- προσφέρει το άλλοθι στους πολιτικούς φορείς των μεσαίων στρωμάτων και των διανοουμένων που δέχονται ασφυκτική πίεση από την κοινωνία για πολιτική συνεργασία, αλλά εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης, των προνομίων που απολαμβάνουν (πολιτικών και κοινωνικών) αλλά και αυτών που θα απολέσουν (αυτονομία κ.ά.), αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, αν όχι με καχυποψία, τέτοιες πρωτοβουλίες.

 

Ο Θανάσης Αλεξίου διδάσκει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!