Τη δεκαετία του 1920 και συγκεκριμένα το 1925, το ελληνικό κράτος σταματά να αποκαλεί τους σλαβόφωνους πληθυσμούς που υπάρχουν στα όρια της ελληνικής επικράτειας «βουλγαρόφωνους, βουλγαρίζοντες ή Βούλγαρους» και αρχίζει να τους αποκαλεί «Μακεδονοσλάβους», ώστε να μην συγχέονται ούτε με τους Βούλγαρους ούτε με τους Σέρβους. Θεωρεί, επίσης, τη γλώσσα τους «μακεδονοσλάβικο ιδίωμα» διαφορετική από τη βουλγαρική αλλά και από τη σερβική. Το Μάιο του 1925, το τμήμα για την εκπαίδευση των σλαβόφωνων του ελληνικού υπουργείου Παιδείας εκδίδει και το αλφαβητάρι «Αμπεσεντάρ», για να χρησιμοποιηθεί για την εκμάθηση της μακεδονοσλαβικής. Τόσο οι Βούλγαροι, όσο και οι Σέρβοι διαφωνούν έντονα με την έκδοση του «Αμπεσεντάρ», διότι δεν ήταν γραμμένο ούτε στη βουλγαρική, ούτε στη σερβική. Τόσο η Βουλγαρία, όσο και η Σερβία θεωρούν ότι η σλαβόφωνη μειονότητα ανήκε στο δικό τους έθνος. Το αλφαβητάρι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, καθώς οι αντιδράσεις ήταν έντονες και από ντόπιους Έλληνες εθνικιστές, πολλοί από τους οποίους ήταν σλαβόφωνοι και το θεώρησαν προσβολή για την ελληνική εθνική τους συνείδηση (τα στοιχεία είναι από την διδακτορική διατριβή του Ραϋμόνδου Αλβανού, Κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικές συμπεριφορές στην περιοχή της Καστοριάς (1922-1945), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2005).
Η σύντομη ιστορική πληροφόρηση είναι απολύτως διαφωτιστική και απολύτως χρήσιμη για το βασικό επιχείρημα που πρόκειται να αναπτύξω στη συνέχεια του κειμένου, ότι, δηλαδή, η χρήση του όρου «μακεδονική» γλώσσα για τη γλώσσα της ΠΓΔΜ είναι αφενός ανακριβής, αφετέρου συσκοτίζει τη γλωσσική πραγματικότητα στη Μακεδονία, τόσο ιστορικά, όσο και συγχρονικά. Η έμφαση δίνεται στις γλώσσες και τις διαλέκτους, ενώ είναι προφανές ότι οι ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις απαιτούν περισσότερη εμβάθυνση.
Η χρήση του όρου «μακεδονική» για τη γλώσσα της ΠΓΔΜ είναι λανθασμένη και συσκοτιστική, τόσο για ιστορικούς λόγους που αφορούν την αρχαία μακεδονική, όσο και για λόγους που αφορούν τις νεοελληνικές διαλέκτους της Μακεδονίας, καθώς και για τα ίδια τα χαρακτηριστικά της μακεδονοσλαβικής.
Αρχαία μακεδονική
Στο γραμμικό ιστορικό χρόνο η πρώτη παρουσία μακεδονικής γλώσσας αφορά την αρχαία μακεδονική, η οποία ανήκε στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Οι κλασικές ταξινομήσεις του Kretschmer και του Χατζιδάκι τη θεωρούν ενδιάμεση αρχαιοελληνική διάλεκτο, που εμφανίζει στοιχεία τόσο δωρικά, όσο και αχαϊκά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοχή της Μακεδονίας ήταν αρχαιολογικά παραμελημένη στη σύγχρονη εποχή. Κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, όταν πλήθος αρχαιολογικών ανασκαφών από Γερμανούς, Αμερικανούς, Ιταλούς πραγματοποιούνται στον ελλαδικό χώρο, η Μακεδονία δεν ανήκει στις περιοχές που ερευνώνται, για λόγους που σχετίζονται με τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη νότια Βαλκανική στους αιώνες αυτούς. Έπρεπε να φτάσουμε στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και στην ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο για να έρθουν στο φως πλήθος αρχαιολογικών τεκμηρίων από την αρχαία Μακεδονία. Από την έρευνα που ακολούθησε έχει προκύψει ότι η μακεδονική διάλεκτος ήταν κυρίως προφορική, γιαυτό και την εντοπίζουμε σε ιδιωτικά κείμενα, όπως είναι ο «κατάδεσμος της Πέλλας» (4ος αιώνας π.Χ.). Ο κατάδεσμος είναι μια κατάρα, μια ερωτική μαγική επωδός, χαραγμένη σε φύλλο μολύβδου με ελαστική μορφή. Πιθανότατα έχει συντεθεί από μια γυναίκα, τη Δαγίνα, της οποίας ο εραστής Διονυσοφών επρόκειτο να νυμφευθεί τη Θετίμα (εκείνη που τιμά τους θεούς). Η Δαγίνα επικαλείται τους δαίμονες να μεταστρέψουν τον Διονυσοφώντα να παντρευτεί εκείνη αντί της Θετίμας, και να μην παντρευτεί ποτέ άλλη γυναίκα, εκτός αν η ίδια ξετυλίξει τον κατάδεσμο. Διαχρονικά τα ερωτικά πάθη και οι αντιζηλίες!
Η χρήση του όρου «μακεδονική» για τη γλώσσα της ΠΓΔΜ είναι λανθασμένη και συσκοτιστική, τόσο για ιστορικούς λόγους που αφορούν την αρχαία μακεδονική, όσο και για λόγους που αφορούν τις νεοελληνικές διαλέκτους της Μακεδονίας, καθώς και για τα ίδια τα χαρακτηριστικά της μακεδονοσλαβικής
Η έρευνα για την αρχαία μακεδονική βρίσκεται ακόμη σε αρχικό επίπεδο, αλλά έχει να δώσει πολλά για τη γλωσσική και την κοινωνιογλωσσική κατάσταση της Αρχαίας Μακεδονίας. Από την έρευνα έχει επίσης διαπιστωθεί ότι στις επίσημες λειτουργίες του μακεδονικού κράτους χρησιμοποιείτο η αττική κοινή, μιας και ήταν η γλωσσική ποικιλία με κύρος την εποχή εκείνη. Αυτή η κοινή διαδίδεται με το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και επικρατεί χωρίς ανάσχεση χάρη στα ελληνιστικά βασίλεια. Ενδιαφέρον είναι ότι για κάποιους «αττικιστές» (δηλαδή τους καθαρευουσιάνους της εποχής), ο όρος μακεδονίζειν σήμαινε “μιλώ την κοινή”, και μάλιστα με τρόπο “νεώτερο” ή “ευτελή” (Α. Παναγιώτου, «Η θέση της μακεδονικής», στο Α.Φ. Χριστίδης (επιμ.) 2001, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας).
Νεοελληνικές διάλεκτοι της Μακεδονίας
Είναι, πάλι, ο ιδρυτής της ελληνικής γλωσσολογίας, ο Γεώργιος Χατζιδάκις, που αποδεικνύει ότι οι όλες οι νεοελληνικές διάλεκτοι (με την εξαίρεση της τσακωνικής) προέρχονται από την κοινή ελληνική. Βεβαίως, τίθεται προς συζήτηση στην έρευνα και το θέμα του αρχαιοελληνικού υποστρώματος, αλλά η διαλεκτική διαφοροποίηση της νέας ελληνικής σαφώς δεν συνδέεται γραμμικά με την αντίστοιχη της αρχαιοελληνικής. Χρειάζεται, ωστόσο, να σημειώσουμε τη συστηματική αγνόηση της μεσαιωνικής περιόδου ως προς το θέμα των διαλέκτων, καθώς και το γενικά χαμηλό επίπεδο των διαλεκτολογικών ερευνών στην Ελλάδα (λείπει, π.χ. ακόμη ένας γλωσσογεωγραφικός χάρτης της χώρας). Η Μακεδονία είναι για άλλη μια φορά παραμελημένη περιοχή ως προς τη μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων, μαζί με τη Θράκη και τη Θεσσαλία (δες Χ. Τζιτζιλής 2000, «Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία» στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας).
Ευτυχώς, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στην «Ιστορική Εισαγωγή» της μνημειώδους «Νεοελληνικής Γραμματικής» (1941) κατηγοριοποιεί στα «βόρεια ιδιώματα» τα ρουμελιώτικα, τα ηπειρώτικα, τα θεσσαλικά, τα μακεδονικά και τα θρακικά. Και αναφέρει συγκεκριμένες μελέτες για μακεδονικά ιδιώματα, όπως του Μπουντώνα (1892) για το ιδίωμα του Βελβεντού, του Παπαδόπουλου (1923) για το ιδίωμα του Άθω και της Χαλκιδικής, του Σπανδωνίδη (1930) για το ιδίωμα του Μελενίκου. Δεν είναι πολύ περισσότερες οι αναφορές που έχουν προστεθεί στα επόμενα χρόνια στην επιστημονική βιβλιογραφία για την έρευνα των μακεδονικών διαλέκτων (κυρίως οι διδακτορικές διατριβές: Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, 1985, Φωνολογική ανάλυση του σιατιστινού ιδιώματος, Σ. Χατζησαββίδης, 1985, Φωνολογική ανάλυση της ποντιακής διαλέκτου, Ν. Κατσάνης, 1996, Το γλωσσικό ιδίωμα της Σαμοθράκης).
Στην ελληνική επικράτεια υπάρχει μικρός αριθμός ομιλητών μακεδονοσλαβικών ιδιωμάτων, που ονομάζονται «ντόπια», και τα οποία είναι μέρος της γλωσσικής τους κληρονομιάς και ταυτότητας. Δεν υπάρχει κανείς λόγος το επίσημο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να αγνοήσει αυτήν την κληρονομιά, ούτε να την δαιμονοποιήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναγορευτεί μια «μακεδονική γλωσσική μειονότητα», η γλώσσα της οποίας πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Η διδασκαλία των διαλέκτων, ακόμη και της ελληνικής, δεν υπάρχει στα ελληνικά σχολεία –για λόγους που απαιτούν ειδική ανάλυση σε επόμενο σημείωμα– και δεν μοιάζει καθόλου αθώο να ξεκινήσει αυτή με τη δήθεν «μακεδονική»
Η μακεδονοσλαβική
Η μακεδονοσλαβική, όπως αρχικά ονομάστηκε, είναι μια γλωσσική ποικιλία σλαβικής προέλευσης και τυπολογίας, η οποία ανήκει στις νότιες σλαβικές ποικιλίες. Ξεκίνησε όπως όλες οι ποικιλίες ως διάλεκτος, ενώ η ανάδειξη της σε επίσημη γλώσσα κράτους της δίνει το καθεστώς γλώσσας. Αυτό δεν είναι διόλου πρωτότυπο. Αποτελεί κοινό τόπο για τις γλωσσολογικές μελέτες ότι η διάκριση γλώσσας και διαλέκτου γίνεται στη βάση δύο κριτηρίων: α) εκείνου του γλωσσικού συστήματος και της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των ομιλητών διαφορετικών διαλέκτων της ίδιας γλώσσας. Υπό αυτή την έννοια η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ ομιλητών της βουλγαρικής και της μακεδονοσλαβικής είναι εξηγήσιμη, και β) του κριτηρίου του κοινωνιογλωσσικού στάτους. Εάν μια διάλεκτος αναπτύξει σώμα λογοτεχνίας κύρους, τυποποιηθεί και προτυποποιηθεί μέσω εγχειριδίων, λεξικών και γραμματικών, λαμβάνει το καθεστώς διακριτής γλώσσας. Αυτό πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε τέτοιες περιπτώσεις το κριτήριο της συγγένειας με άλλες ποικιλίες σε επίπεδο γλωσσικού συστήματος, είτε υποβαθμίζεται συνειδητά από τους ασκούντες κρατική γλωσσική πολιτική, είτε τέλος ατονεί και για τους ομιλητές (μετά βέβαια από πολλούς αιώνες). Αντίστοιχο παράδειγμα γλωσσών που αναδείχθηκαν ως τέτοιες στα αντίστοιχα εθνικά κράτη, ενώ είχαν συγγένεια σε επίπεδο γλωσσικού συστήματος που θα επέτρεπε την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ομιλητών είναι οι γλώσσες των σκανδιναβικών χωρών (Νορβηγία, Σουηδία, Δανία).
Στην ελληνική επικράτεια υπάρχει μικρός αριθμός ομιλητών μακεδονοσλαβικών ιδιωμάτων, που ονομάζονται «ντόπια», και τα οποία είναι μέρος της γλωσσικής τους κληρονομιάς και ταυτότητας. Αυτά τα ιδιώματα εμφανίζουν δομικές ομοιότητες αλλά και αρκετές λεξιλογικές διαφορές με την πρότυπη γλώσσα της ΠΓΔΜ, καθώς αυτή εμπλουτίστηκε λεξιλογικά και προτυποποιήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Δεν υπάρχει κανείς λόγος το επίσημο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να αγνοήσει αυτήν την κληρονομιά, ούτε να την δαιμονοποιήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναγορευτεί μια «μακεδονική γλωσσική μειονότητα», η γλώσσα της οποίας πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Η διδασκαλία των διαλέκτων, ακόμη και της ελληνικής, δεν υπάρχει στα ελληνικά σχολεία –για λόγους που απαιτούν ειδική ανάλυση σε επόμενο σημείωμα– και δεν μοιάζει καθόλου αθώο να ξεκινήσει αυτή με τη δήθεν «μακεδονική». Όσοι δε αριστεροί, δημοσιολογούντες και γλωσσολογούντες υποστηρίζουν παρόμοιες απόψεις, ίσως θα έπρεπε να θυμηθούν ότι την υπεράσπιση της «μακεδονικότητας» δεν την πραγματοποιεί πλέον η Κομιντέρν, όπως κάποτε, αλλά το ΝΑΤΟ και το Ίδρυμα Σόρος.
Εν είδει συμπεράσματος
Ακριβώς επειδή εδώ είναι Βαλκάνια και οι λαοί της περιοχής έχουν πληρώσει με αίμα τις επεμβάσεις των μεγάλων Δυνάμεων, τις κατατμήσεις, τους εθνικισμούς και τους αλυτρωτισμούς, δεν υπάρχει στις γλώσσες μας η λέξη «μακεδονική σαλάτα» ως δηλωτικό του “ανάκατου”.
Αυτό που έχουν ανάγκη οι λαοί των Βαλκανίων είναι η συνύπαρξη και η συνεργασία χωρίς ηγεμονισμούς και επιταγές των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Επομένως, κάθε επιλογή ονομασίας που διαστρέφει την ιστορική και την σύγχρονη πραγματικότητα, όπως είναι η ονομασία «μακεδονική» για τη γλώσσα της ΠΓΔΜ πρέπει να αποτραπεί. (Αρνούμαι να σχολιάσω το επιχείρημα ότι σε μια υποσημείωση της Συμφωνίας των Πρεσπών αναφέρεται ότι η γλώσσα είναι σλαβικής προέλευσης).
Τα ονόματα αφενός ονομάζουν, αφετέρου αναδιαμορφώνουν την πραγματικότητα. Το γνωρίζουν αυτό όσοι αριστεροί μπορεί να έχουν δώσει μάχες για τον τίτλο του κόμματός τους (το «Κ», το «εσ» και λοιπά), αλλά αδιαφορούν για το αν ένα ολόκληρο γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας μας, η Μακεδονία, αποκτά με τη Συμφωνία των Πρεσπών ένα πρόβλημα ταυτοποίησης (τουλάχιστον)!
Το γνωρίζουν επίσης και όσοι επιστήμονες μολονότι επιμένουν στην πλήρη ακρίβεια που απαιτεί η επιστημονική ορολογία –και ορθώς– είναι πολύ ανεκτικοί σε έναν γενικό προσδιορισμό «μακεδονική» για τη γλώσσα της ΠΓΔΜ, ενώ αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα προσδιορισμού και ανάλυσης τόσο της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου, όσο και των νεοελληνικών διαλέκτων της Μακεδονίας.
Είναι πάντα πιο δύσκολο να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου ως πολίτης, ως πολιτικός, ως επιστήμονας, ως διανοούμενος και μάλιστα ενάντια στην τρέχουσα αριστερή «πολιτική ορθότητα»! Το εύκολο είναι να σαρκάζεις τους εφήβους που βγήκαν στους δρόμους των βορειοελληνικών πόλεων και να ενοχλείσαι από το αμαθές «πόπολο», τη γλώσσα που μιλά και την ταυτότητα που διεκδικεί. Αυτό άλλωστε έκαναν όλων των ειδών οι καθαρευουσιάνοι στην ιστορία των γλωσσικών ζητημάτων!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας (ΕΚΠΑ)