Μεταξύ θρίλερ και ιστορικού μυθιστορήματος, η «Παραμάνα» της Γιώτας Γουβέλη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα συνδυάζει όλες τις αρετές που είχαν αναδείξει τα προηγούμενα μυθιστορήματά της.
Δυνατοί χαρακτήρες, συναρπαστική πλοκή, ανάδειξη ως πρωταγωνιστή του κοινωνικού περίγυρου, σεβασμός στα ιστορικά γεγονότα…
Αυτή τη φορά η δράση μεταφέρεται στον θεσσαλικό κάμπο στην εποχή του Κιλελέρ και στον Βόλο των «Αθεϊκών». Η σκληρή εκμετάλλευση από τους τσιφλικάδες που άρπαξαν όλη τη γη δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες –χειρότερες από την εποχή των Οθωμανών– παρουσιάζεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο και οδηγεί σε ταξικό μίσος τη Μελιχιώ – την πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Πόσο μακριά θα την οδηγήσει αυτό;
Δίπλα της ο έτερος πρωταγωνιστής, ο Λαυρέντης, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα εργάτη που θέλει να ξεφύγει, αλλά στην ουσία δεν επιδιώκει τη συνολική άνοδο και λύτρωση της τάξης του, αλλά θέλει να γίνει ο ίδιος αφεντικό. Ακόμη και με το έγκλημα.
Το ερωτικό πάθος θα παίξει κι αυτό τον ρόλο του και η ιστορία θα έχει συνεχείς ανατροπές.
«Δεν θέλω να τους κρίνω τους ήρωές μου, αλλά να τους παρουσιάσω με ρεαλισμό και νομίζω πως είναι μια ωφέλιμη διαδικασία για τον αναγνώστη να αναρωτηθεί πώς θα αισθανόταν και τι θα έκανε εκείνος στη θέση τους»
Ποια ήταν η αφορμή να γράψεις ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην εποχή των δραματικών γεγονότων του Κιλελέρ;
Ακριβώς αυτά τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν μια εποχή στην ψωμοθρέφτραγη της Θεσσαλίας. Η τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η αγροτιά για δεκαετίες μετά την απελευθέρωση και ανάγκασε τους κολίγους να διεκδικήσουν δυναμικά τη ζωή τους. Κατά κανόνα με εμπνέουν τα ιστορικά ορόσημα που καθόρισαν την τύχη της χώρας μας κι επομένως την τύχη όλων μας. Από τα σχολικά βιβλία δεν μου ήταν σαφές το γιατί οι Θεσσαλοί αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε καθεστώς δουλείας στην ουσία, ενώ στην Παλιά Ελλάδα είχε ήδη κυριαρχήσει η μικρή οικογενειακή αγροτική ιδιοκτησία. Από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου γίνεται ξεκάθαρη η απόγνωση του ήρωα: «Εξυπνάδα χρειαζόταν, κι από αυτή είχε μπόλικη. Εκείνο που δεν είχε ήταν ένα δράμι τύχη να γεννηθεί σε μια οικογένεια με παράδες. Λιγοστούς έστω, ίσα ίσα ένα μικρό βιος, μα να το ορίζουν. Αλλά δεν όριζαν τίποτα, ούτε καν το κεραμίδι πάνω από τα κεφάλια τους. Ο τσιφλικάς όριζε τα πάντα, οι κολίγοι δεν όριζαν ούτε την κουρελιασμένη βράκα που φορούσαν ούτε καν την κόρη, τη γυναίκα τους, έτσι και την έβαζε στο μάτι ο επιστάτης ή ο αφέντης. Φτώχεια, πείνα, εξευτελισμοί, δυστυχία. Και μέρα τη μέρα η κατάσταση χειροτέρευε.» Τι προκάλεσε αυτή τη φρικτή καταπίεση που οδήγησε τους ήρωές μου στα άκρα; Καθώς εξελίσσεται η αφήγηση φανερώνεται όλη η κολασμένη διαδοχή των γεγονότων που έφεραν τους κολίγους σ’ αυτή την κατάσταση. Γνώριμη και στον σημερινό άνθρωπο: Μεγάλες δυνάμεις, ομογενειακό κεφάλαιο, απουσία κρατικών πόρων, ανθρώπινη απληστία. Οι σπουδές μου στο Μαθηματικό με δίδαξαν αν μη τι άλλο να ξεμπερδεύω μεθοδικά τα προβλήματα. Θέλω να πιστεύω πως ο αναγνώστης μου θα λάβει τις απαντήσεις του απλά, καθαρά και ξάστερα, όπως έλεγε και ο (επίσης μαθηματικός) Γρηγόρης Ξενόπουλος.
Τι σε βοήθησε να αποτυπώσεις με πειστικότητα εκείνα τα χρόνια;
Είναι δικαίωση για μένα μηνύματα όπως π.χ. μιας αναγνώστριας που μου έγραψε: «…φωτίζεις εκείνη τη δύσκολη εποχή, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον αγώνα για επιβίωση και ελευθερία. Με συγκίνησε πολύ, καθότι γεννημένη και μεγαλωμένη στον Θεσσαλικό κάμπο έχω πολλά ακούσματα για εκείνα και τα μετέπειτα χρόνια από το στόμα των παππούδων μας, όπως τους τα μετέφεραν οι γονείς τους.» Τι με βοηθά στη ζωντανή ανασύσταση της εποχής; Φυσικά η σχολαστική έρευνα αλλά πρωτίστως αυτή καθαυτή η μαγεία της λογοτεχνίας και ειδικά του μυθιστορήματος. Κατ’ εμέ, η ιστορία, η πολιτική έχουν νόημα μόνο όταν αποδίδονται μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που στροβιλίστηκαν στη δίνη των γεγονότων, μέσα από τους καημούς τους, τον πόνο τους, τους έρωτες και τις απογοητεύσεις τους. Μπήκα μαζί με την ηρωίδα μου, τη Μελιχιώ, στον οντά του καλυβόσπιτού της σε ένα φτωχό καπνοχώρι του κάμπου, βίωσα μαζί της την καταπίεση του τσιφλικά και των επιστατών του, τις φοβέρες, τους βιασμούς, τη λαχτάρα της για μια ανθρώπινη ζωή, για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Μπήκα στο μυαλό της, στην ατίθαση φύση της, κρυφοκοίταξα στην ψυχή της και την ένιωσα, αντιμετώπισα μαζί της την πραγματικότητα και την ακολούθησα στον αγώνα της. Ξέρω πως η προσωπικότητα της Μελιχιώς θα εγείρει ενστάσεις, όπως και η προσωπικότητα του αγαπημένου της, του Λαυρέντη. Θεωρώ όμως πως είναι πραγματικοί άνθρωποι και όχι αγιογραφίες. Δεν θέλω να τους κρίνω τους ήρωές μου, αλλά να τους παρουσιάσω με ρεαλισμό και νομίζω πως είναι μια ωφέλιμη διαδικασία για τον αναγνώστη να αναρωτηθεί πώς θα αισθανόταν και τι θα έκανε εκείνος στη θέση τους. Για να γίνει αυτό κατορθωτό είναι απαραίτητο να βυθιστεί στον κόσμο τους, να γίνει άνθρωπος εκείνης της εποχής, να δουλέψει στο καπνομάγαζο του Βόλου με μεροκάματο πείνας, χωρίς κανενός είδους κοινωνική πρόνοια, να ερωτευτεί και να κάνει όνειρα, να βιώσει τη λαχτάρα για ζωή, τη ματαίωση, την οργή. Το διαδίκτυο έχει πολύ πλούσιο υλικό σε μαρτυρίες και αναμνήσεις ανθρώπων που έζησαν τότε ή τα άκουσαν από πρώτο χέρι. Κυρίως σε αυτές τις πολύτιμες αναμνήσεις τους βασίζομαι για να περιπλανηθώ μαζί με τους ήρωές μου στην περιπέτεια της ζήσης τους. Είναι ένα μαγικό ταξίδι στον χωροχρόνο και θα είμαι πολύ ευτυχής αν καταφέρνω να παρασύρω σε αυτή τη μαγεία και τον αναγνώστη.
Υπάρχουν κάποια πραγματικά γεγονότα πίσω από την ιστορία που αφηγείσαι;
Ναι, η ιστορία μου βασίζεται σε υπαρκτό αστικό μύθο του Βόλου. Αφορά την τραγική μοίρα της οικογένειας ενός ισχυρού άντρα της εποχής και η αφήγηση ακολουθεί πιστά τα γεγονότα που πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου από γενιά σε γενιά. Τον συγκεκριμένο μύθο τον συνόδευαν ευφάνταστα σενάρια και διαφορετικές εκδοχές ως προς τα αίτια για τις τραγωδίες της οικογένειας. Εδώ μπαίνει η μυθοπλασία και υιοθετεί την εκδοχή που εμπνέει περισσότερο και εξυπηρετεί την πλοκή του μυθιστορήματος. Η παραμάνα της οικογένειας ζει μαζί τους, γνωρίζει τα μικρά και τα μεγάλα τους μυστικά, επεμβαίνει στη μοίρα τους.
Υπάρχουν κάποια δικά σου στοιχεία στους ήρωές σου;
Πολύ φοβάμαι πως υπάρχουν, έστω κι αν προσπαθώ να το αποφεύγω. Όταν χτίζω τους ήρωές μου πρέπει να γίνω κάποιος άλλος για να μπω στο πετσί τους, αλλά αναπόφευκτα κουβαλώ και δικά μου υλικά στην κατασκευή τους.
Είναι από τα βιβλία σου που «φλερτάρουν» περισσότερο με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Τι σε έλκει σε αυτό το είδος;
Δεν με ελκύει ιδιαίτερα το αστυνομικό μυθιστόρημα με τη συνήθη φόρμα του. Όμως, πράγματι, θέλω να δημιουργώ από την αρχή σασπένς στις ιστορίες μου, απολαμβάνω περισσότερο τη συγγραφή με αυτόν τον τρόπο.