Οι Ασυμβίβαστοι – Μέρος Τρίτο
Ιδιαίτερη θέση στην ποδοσφαιρική μυθολογία μας, έχουν οι «αμφισβητίες». Άλλοτε πολιτικά αντισυμβατικοί κι άλλοτε «άσωτοι» ή αλάνια, μερικές φορές μοναχικοί ή και «αυτοκαταστροφικοί» αλλά πάντα με έναν ηθικό κώδικα που κέρδιζε την αγάπη από τους περισσότερους, την απομόνωση από άλλους, και συνήθως τον σεβασμό από όλους. Ταλέντα αυθεντικά, και όχι προϊόντα μιας μηχανής, παθιασμένοι αισθηματίες της στρογγυλής θεάς, δημιουργούσαν μια ιδιότυπη αίγλη γύρω από το όνομά τους. Η «Μπάλα αλλιώς» του Δρόμου, παρουσιάζει μια σειρά άρθρων για μερικούς από τους εκφραστές του «επαναστατικού ρομαντισμού» του ποδοσφαίρου. Μέρος τρίτο: Γιώργος Δεληκάρης.
του Δημήτρη Γιαννάτου*
Συναισθηματικός φόρος τιμής η ανάμνηση των ασυμβίβαστων του ελληνικού ποδοσφαίρου… Άγγιγμα στις αμέτρητες ώρες της παιδικής ποδοσφαιρικής ηλικίας μας. Στις ώρες που ξοδέψαμε στα σοκάκια και την πλατεία της γειτονιάς, κλωτσώντας το τόπι, βιώνοντας τον λαϊκό πολιτισμό μας, και οραματιζόμενοι τη ζωή που θέλαμε ν’ αλλάξουμε.
Αν και αθεράπευτα ΑΕΚτζής, θα γράψω για τον Γιώργο Δεληκάρη. Παρόλο που ο Μουράτης είναι η αρχετυπική μορφή του Ολυμπιακού, εκφράζοντας την αναφορά του Πειραϊκού Σωματείου στα εργατικά και φτωχικά σοκάκια που τον γέννησαν, ο Δεληκάρης ήταν ο απόλυτος μονομάχος ενός προσωπικού, υπαρξιακού αγώνα. Αγώνα που συμβολικά θύμιζε και την ίδια την περιπέτεια της Ελλάδας και του λαού της, τη δεκαετία του ΄70. Και «συναίνεση» στη χούντα και αντίσταση, «εκσυγχρονισμός» και αποθέωση του Τομ Πάπας και των διυλιστηρίων, αλλά και προσπάθεια να κρατηθούν οι αυθεντικές αρχές της λαϊκής κουλτούρας. Γρήγορα αυτοκίνητα και μαζικός πολιτισμός αλλά και επιμονή να μην σβήσουν οι αξίες της φιλίας, της ταπεινής αλλά μπεσαλίδικης καταγωγής, της περηφάνιας, της συλλογικότητας. Νταραβέρια με την αεριτζίδικη και παρασιτική εφοπλιστική τάξη, αλλά και απαξίωσή της όταν ο αυταρχισμός και η αλαζονεία της, συνέθλιβε τον άνθρωπο.
Ο Έλληνας Μπεστ
Ο Δεληκάρης, αυθεντικός, λαϊκός και μυστηριώδης. Δαντελένιος στο γήπεδο και ατίθασος απέναντι στην κάθε εξουσία, που τον εμπόδιζε να βιώνει την πειραιώτικη αύρα του Ολυμπιακού, όπως την όριζε μοναδικά ο ίδιος. Δημοφιλής και τραγικός, λιμανίσια βεντέτα των περιοδικών της εποχής και θλιμμένος ιππότης της υπαρξιακής του δίνης. Ο Έλληνας Τζορτζ Μπεστ, στα λόγια της παρέας. Στις 19 Οκτωβρίου 1981, στα 30 του χρόνια σταμάτησε το ποδόσφαιρο, στοιχείο κι αυτό μυθοποίησης και μυστηρίου, αφού ποτέ δεν μάθαμε πραγματικά αν αυτό έγινε για κάποιους κρυφούς ιατρικούς λόγους ή επειδή θέλησε να μείνει αγνός και καθαρός απέναντι στη σαπίλα των παραγόντων. Άλλωστε δε μας ενδιέφερε και πολύ να το μάθουμε Ο Δεληκάρης ήταν ό,τι νοιώθαμε. «Είναι ένα μυστικό που θα κρατήσω για τον εαυτό μου. Ίσως δεν το αποκαλύψω ποτέ. Πληγώθηκα, υπέφερα, πονάω ακόμα για την απόφαση να εγκαταλείψω το ποδόσφαιρο», είχε δηλώσει στην τελευταία συνέντευξή του.
Το 1969, από τον Αργοναύτη, στον Ολυμπιακό της καρδιάς του, με 150 χιλιάρικα, αρνούμενος 1.000.000 δραχμές του Εθνικού. Έγινε ένα με τον κόσμο και τη φανέλα και δήλωνε πάντα Πειραιώτης, ποτέ Αθηναίος. Κάποτε σ’ έναν αγώνα στην επαρχία, ο πρόεδρος της τοπικής ομάδας, κολλημένος στα κάγκελα τού φώναξε: «Πούστηδες Αθηναίοι, εδώ θα γίνει ο τάφος σας». Γύρισε ψύχραιμα προς το μέρος του και απάντησε: «Πειραιώτες κύριε, Πειραιώτες…».
Γρήγορα αμάξια, όμορφες γυναίκες και μια καριέρα που «κόπηκε» απότομα, αφού όμως είχε ήδη δώσει πολλά στον ίδιο, αλλά και στο ποδόσφαιρο και τους συμπαίκτες του. Ο Δεληκάρης πρωτοστατεί στην εξέγερση των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού που ζητούν να τις καθυστερούμενες πληρωμές τους. Σαν πραγματικός ηγέτης, υπογράφει πρωτόκολλο στο οποίο τονίζεται ότι οι ποδοσφαιριστές δεν θα κατέβουν στον επόμενο αγώνα της ομάδας, εάν δεν πληρωθούν. Η προσβολή στην εξουσία της διοίκησης που δεν συγχωρούσε ο ποδοσφαιριστής να έχει προσωπικότητα.
Ευαίσθητος και περήφανος, υπέμενε την άγρια παρεμβατικότητα στο ποδόσφαιρο από το δικτατορικό καθεστώς. Ένας από τους «διορισμένους» από την χούντα προπονητές του Ολυμπιακού ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος που την περίοδο 1970-1971 τον είχε θέσει εκτός ομάδας, παρότι την ίδια περίοδο ο Δεληκάρης κένταγε με την Εθνική ομάδα. Χρόνια όμως μετά, θα βρίσκεται στην κηδεία του Πετρόπουλου, δείχνοντας αυτή τη ατόφια λαϊκή συνείδηση που ξέρει να συγχωρεί. Κάθισε στη σκιά, δάκρυσε. Δεν μίλησε σχεδόν σε κανέναν. Οι κάμερες και τα μικρόφωνα δεν τον πρόλαβαν.

Ο πρώτος δεσμός
Ήταν ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, οι αρνήσεις και οι κόντρες στους «ισχυρούς» της εποχής –που τον είχαν ανάγκη για να στήνουν τις «λαοφιλείς» εξουσίες τους– προσωπικά και αγωνιστικά, που τον οδήγησαν να σταματήσει το ποδόσφαιρο στην πιο ώριμη ηλικία για ποδοσφαιριστή; Για μας, τους οπαδούς της μικρής γειτονιάς, ήταν μια αξία που αδικήθηκε, που έδωσε πολλά χωρίς την αντίστοιχη αναγνώριση. Όμως ο Δεληκάρης, δεν νοιάζονταν για τα λεφτά αλλά για την αλαζονεία αυτών που κονομούσαν από τις αγωνιστικές του αρετές. Ο ίδιος είχε πει: «Δεν απαίτησα χρήματα. Δεν έχω πάρει πριμ ποτέ. Οι λόγοι της απουσίας μου δεν είναι οικονομικοί. Είμαι ευαίσθητος και με επηρέασε η ψυχρή στάση της διοίκησης».
Σίγουρα πάντως προτίμησε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, παρά να κάνει συμβιβασμούς. Όπως συμβιβασμούς δεν έκανε και με την ψυχή του, όταν διωγμένος από τον Ολυμπιακό, μεταγράφηκε στον… μισητό αντίπαλο Παναθηναϊκό. Λέγεται, μάλιστα, ότι στο πρώτο παιχνίδι που βρέθηκε αντίπαλος με τους «ερυθρόλευκους», ζήτησε να μην παίξει. Κάθισε στον πάγκο, και όταν του ζητήθηκε να μπει στο δεύτερο ημίχρονο αρνήθηκε. «Θα σε τελειώσω», του είπε ο προπονητής. Η απάντηση του Δεληκάρη ήταν χαρακτηριστική και λιτή: «Στ’ αρχ…α μου», είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γηπέδου. Άλλωστε η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό, έμοιαζε σαν αντίδραση σε κείνους που ένιωθε πως του φέρθηκαν σαν σκουπίδι στον Ολυμπιακό ενώ εκείνος πρόσφερε την ψυχή του. Κάποιοι δεν τον ήθελαν με τίποτα στο λιμάνι και ακούστηκε ότι κάποτε είχαν πάει την «Άμεση Δράση» στου Ρέντη για να μην του επιτραπεί να προπονηθεί με την ομάδα. Επέλεξε τον αιώνιο αντίπαλο για να μπει στο μάτι εκείνων που νόμιζαν ότι εξαιτίας της αγάπης του θα τον είχαν εξαρτημένο για πάντα. Έμοιαζε με την ερωτική απιστία κάποιου που πρώτος απατήθηκε, πόνεσε και ήθελε να πληγώσει με το ίδιο νόμισμα, μένοντας πάντα όμως βαθιά ερωτευμένος με τον πρώτο του δεσμό. Ήταν η αντίστασή του στην αδικία που έβλεπε να πνίγει την ομάδα από τα αποδυτήρια μέχρι τη διοίκηση. Παντού ψίθυροι, μυστικοπάθεια και μισόλογα.
Από τότε ο μύθος θέριεψε, ο Δεληκάρης χάθηκε. Για δεκαετίες δεν γνωρίζαμε τίποτα γι’ αυτόν. Μόνο φήμες και υποθέσεις. Από τότε εμφανίζεται από ελάχιστα έως καθόλου διατηρώντας αυτό το συνεσταλμένο ύφος, ενός «καταραμένου ειδώλου».
Πάντα αναρωτιόμασταν: «Πού να βρίσκεται ο Δεληκάρης. Τι να κάνει;». Κατά καιρούς μαθαίναμε ότι ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες και δουλειές, όχι πάντα πετυχημένες. Αιωρούμενος ανάμεσα στην επιχειρηματική επιτυχία, τη χρεοκοπία και το κυνήγι του μεροκάματου (παπούτσια, κόσμημα, εμφιαλωμένα νερά στην Αλβανία με τον φίλο του και μακαρίτη πια, Λάκη Γκλέζο, ψαροταβέρνα στον Άγιο Νείλο, αυτοκίνητα, απλός εργαζόμενος σε σνακ μπαρ στον Πειραιά, χρηματιστηριακή εταιρεία κ.ά.). Μόλις το 2005 εμφανίστηκε στην μπουτίκ του Ολυμπιακού για να υπογράψει κάποια αυτόγραφα, δηλώνοντας μετανιωμένος που έφυγε το 1978 από τους Πειραιώτες.
Να’ ναι καλά ο Γιώργος Δεληκάρης, όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει. Μαζί με τους υπόλοιπους «θεούς της Κυριακής» που χόρευαν στο χορτάρι και μας έκαναν μύστες ενός απαράμιλλου θεατρικού είδους, γεμάτο από μπάλα και ζωή.
* Ο Δημήτρης Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος