Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε καταθέσει ως μάρτυς υπεράσπισης για άνδρες των Ταγμάτων Εφόδου και είχε επιδράσει καθοριστικά για την ελάφρυνση της ποινής. Ο ίδιος ο «Φύρερ» καταδικάσθηκε για εσχάτη προδοσία μετά το βαυαρικό «πραξικόπημα της μπιραρίας» (1923) και βγήκε από τη φυλακή-ξενοδοχείο του Λάντσμπεργκ δύο χρόνια αργότερα.
Συνθήκες συγκάλυψης
Τα παραπάνω δεν διαφέρουν ριζικά -αλλά μάλλον μοιάζουν εντυπωσιακά- από τη σημερινή αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού. Πράγματι, οι παρακρατικοί της Χ.Α., συχνά με τους βουλευτές τους επικεφαλής, ξυλοκοπούν σχεδόν καθημερινά και από καιρού εις καιρόν μαχαιρώνουν είτε εξαθλιωμένους μετανάστες είτε Έλληνες που παίρνουν το μέρος τους, καθώς και αριστερούς και αντιφασίστες αγωνιστές. Πολύ συχνά, οι δράστες δεν συλλαμβάνονται καν. Και όταν συλλαμβάνονται, οι δίκες τους διεξάγονται σε συνθήκες σκότους για τα ΜΜΕ, οι οποίες υποβοηθούν την ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους. Η λειτουργία των βουλευτών ως υποκινητών -με καθεστώς ασυλίας προς το παρόν- διευκολύνει την κάλυψη από το κράτος των εγκληματικών πράξεων της Χ.Α. και αποτελεί σημείο σύνδεσης ανάμεσα στα Τάγματα Εφόδου και στη συγκαλυπτική/ενισχυτική δράση των σωμάτων ασφαλείας και του όλου κρατικού μηχανισμού. Επίσης, η βαθιά διείσδυση των ναζιστών στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους διαμορφώνει ένα γόνιμο έδαφος για τη μη δίωξη των Χρυσαυγιτών. Σε αντίθετες περιπτώσεις, η στάση των δικαστών απέναντι σε αριστερούς αγωνιστές, στο πλαίσιο διαδηλώσεων, εξαντλεί κάθε περιθώριο αυστηρότητας καταδικάζοντας αγωνιστές σε δεκάδες μήνες ή και σε χρόνια φυλάκισης και κάθειρξης. Αυτοί οι κατηγορούμενοι δεν… αξίζουν επιείκεια. Μπορεί, μάλιστα, να προστεθεί εδώ ότι το αδίκημα/ κακούργημα της «εγκληματικής οργάνωσης» που εισήχθη με τον τρομονόμο του 2001 αλλά και εκείνο της «τρομοκρατικής οργάνωσης» που εισήχθη με τον τρομονόμο του 2004 -τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για ένοπλες οργανώσεις της Αριστεράς και μάλιστα συχνά με τρόπο που αψηφούσε τα ατομικά δικαιώματα των κατηγορουμένων- δεν αντιτάσσονται συνήθως κατά των μπράβων της Χ.Α.
Ποιος είναι ο λόγος; Τα Τάγματα Εφόδου της Χ.Α. είναι και αυτά ένοπλα, δεδομένου ότι «όπλο» κατά την ποινική νομοθεσία δεν είναι μόνο το καλάσνικοφ αλλά και το μαχαίρι, το δοκάρι και ο λοστός που σπάνε κεφάλια και ανοίγουν κοιλιές μεταναστών και αριστερών αγωνιστών. Ουσιαστικά, η Χ.Α., παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί συνταγματικά να απαγορευθεί -και ορθώς, γιατί αυτό θα οδηγούσε στη θεωρία των «δύο επικίνδυνων άκρων»-, αποτελεί έναν εσμό, μια συνάρθρωση εγκληματικών οργανώσεων και ομάδων που συνασπίζονται για την πραγματοποίηση κακουργημάτων. Πόσο μάλλον που η αόριστη σύλληψη της «εγκληματικής οργάνωσης» στον τρομονόμο δεν απαιτεί ούτε την ύπαρξη αναγκαίου εφοδιασμού ούτε την ύπαρξη συγκεκριμένου σχεδίου δράσης. Ο λόγος που η εισαγγελία και οι δικαστές δεν αντιμετωπίζουν τις ομάδες των Ταγμάτων Εφόδου με την κατηγορία της «εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης» είναι αυστηρά ταξικός, καθορίζεται από τη λογική της χρήσης τους ως εφεδρείας του κράτους κατά των φτωχών, των εργαζομένων αλλά και της Αριστεράς. Είναι ο ίδιος λόγος που ανέφερε στο έργο του ο Ερνστ Ότβαλτ.
Η λογική της φασιστικής βίας
Οι πρακτικές της Χ.Α. δεν μπορούν να κατανοηθούν μέσα στα πλαίσια ενός πασιφιστικού παραδείγματος, το οποίο καταδικάζει κάθε μορφή βίας ακόμη και τη βία ως λαϊκή αυτοάμυνα. Η φασιστική και ναζιστική βία έχει μια δική της εμμενή λογική. Είναι συγκεκριμένη και μονοσήμαντη.
Η συστηματική χρήση βίας, ιδίως κατά των μεταναστών, νόμιμων ή μη, έχει μια κατ’ εξοχήν πολιτική λειτουργία μέσα στην κοινωνική κρίση. Εκτρέπει το μεγάλο θυμό μερίδας των εξαθλιωμένων μεσαίων στρωμάτων, ανέργων και κατώτερων πληβειακών στρωμάτων της εργατικής τάξης. Τον μεταθέτει από τον ταξικό του αποδέκτη, το κεφάλαιο, εγχώριο και ξένο, και το ελληνικό αστικό κράτος, προς αυτούς που είναι οι «τελευταίοι τροχοί της αμάξης». Αξιοποιεί αντικειμενικά προβλήματα εγκατάλειψης του κέντρου των πόλεων από το κράτος και κρίσης του κοινωνικού κράτους, προβλήματα ασφάλειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης και τα ερμηνεύει μονόπλευρα με εργαλείο την ύπαρξη μεγάλου αριθμού μεταναστών – γεγονός αντικειμενικό αλλά και πολλαπλά ερμηνεύσιμο. Χτυπά έτσι τους απόκληρους, οι οποίοι δεν ευθύνονται ούτε για τα αίτια γένεσης της μεταναστευτικής ροής ούτε για τη συγκέντρωσή τους στην Ελλάδα.
Η χρήση πάλι της βίας κατά της Αριστεράς εμπεριέχει μια σαφή «προπαγάνδα της πράξης», πολύ όμοια με αυτήν των αριστερών ενόπλων οργανώσεων. Προειδοποιεί σε μαζική κλίμακα το οργανωμένο εργατικό κίνημα, τα κόμματα της Αριστεράς, τα συνδικάτα, τους αγωνιστές. Τους δείχνει προληπτικά ότι στην περίπτωση που ξεπεράσουν κάποια όρια ανάπτυξης των κοινωνικών αγώνων θα έχουν να κάνουν με μια κλιμακούμενη παρακρατική και κρατική βία μαζί με τα νέα μέτρα για τις διαδηλώσεις (μάνικες, πλαστικές σφαίρες κ.λπ.). Οι διαδηλωτές και οι εργαζόμενοι θα έχουν να κάνουν τόσο με τα ένοπλα σώματα ασφαλείας αλλά και με παρακρατικές ομάδες, οι οποίες θα ανεβάζουν σιγά-σιγά τον πήχη της βίας, φτάνοντας από τα μαχαίρια στα πυροβόλα όπλα. Με λίγα λόγια, η σημερινή συστηματική βία της Χ.Α. κατά της Αριστεράς προδιαγράφει μια βία υψηλότερης κλίμακας, μια βία εμφυλίου πολέμου. Αυτό μας θυμίζει πώς οι ναζιστές στη Γερμανία μετατράπηκαν μεταξύ του 1928 και του 1933 από συμμορίες μαχαιροβγαλτών και φορείς οδομαχιών σε ένα αιματοβαμμένο καθεστώς.
Η ιδεολογική μήτρα αυτού του «ενόπλου φασισμού» δεν χρειάζεται να αναζητηθεί σε παλιές ακροδεξιές συσπειρώσεις, τον χουντισμό, την 4η Αυγούστου, την ΕΠΕΝ κ.λπ. Αυτός που γεννά μαζικά τον νεοναζισμό είναι ο ίδιος ο νεοκαπιταλισμός και ο πλανητικός νεοφιλευθερισμός σε συνθήκες κρίσης. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός και ο νεοφασισμός είναι δίδυμα αδέλφια. Ο άγριος ατομικισμός, οι λογικές του κοινωνικού αυτοματισμού και του πολέμου εντός των εργαζομένων και των φτωχών, η ιδεολογία του Καιάδα και του κοινωνικού δαρβινισμού καλλιεργούν τον πόλεμο «όλων εναντίον όλων» και την εκτροπή της κοινωνικής δυσαρέσκειας κατά μεγάλο μέρος προς την Άκρα Δεξιά.
Και η Αριστερά; Το βασικό της ιδεολογικό καθήκον έγκειται στο να πείσει τα πληβειακά στρώματα πως μπορεί να υπάρξει βελτίωση της ζωής τους μέσα από συλλογικές, δημοκρατικές και αλληλέγγυες λύσεις και όχι μέσα από τη φυγή του «ολοκληρωτισμού». Να ακούσει τους φτωχούς και τους απελπισμένους μέσα στην κρίση, να δει τις ανάγκες τους αλλά και να παρέμβει συνειδητά κατά των μορφών «ψευδούς συνείδησης». Όπως, επίσης, να αντιμετωπίσει στο δρόμο και στην κοινωνία τις συγκροτημένες ναζιστικές οργανώσεις.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής