Με το νέο του μυθιστόρημα τα «Γλυκά δεκάξι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάπλαση, ο Γιάννης Παπαγιάννης διαφοροποιείται από τα προηγούμενα βιβλία του και μας παρουσιάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός δεκαεξάχρονου κοριτσιού. Δεν μιλά για τη σύγχρονη εποχή, αλλά είναι μια άσκηση μνήμης για μια άλλη, παλιότερη εποχή.
Αν και το βιβλίο δεν είναι αστυνομικό, ωστόσο μπορώ να πω ότι υπάρχει σασπένς και αγωνία καθώς η ηρωίδα ζει τις δικές τις περιπέτειες που έχουν να κάνουν τόσο με οικογενειακά δράματα, όσο και με την αφύπνιση της εφηβείας.
Το παράξενο είναι πως τα περισσότερα συμβαίνουν με ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος, όπου σπάει το άβατο, αναζητώντας την τύχη του αδελφού της. Θα μοιραστεί αυτή την περιπέτεια που θα την οδηγήσει σε ένα είδος ωριμότητας και θα αλλάξει τη ζωή της.
Ο συγγραφέας μιλά με γνώση και ευαισθησία και μας κάνει να νιώσουμε ότι αυτή που αφηγείται την ιστορία είναι ένα πραγματικό πρόσωπο κι όχι μια κατασκευή της φαντασίας του…
«Αυτό που φεύγει δεν γυρίζει πίσω, αλλά η πραγματικότητα εξελίσσεται σε άλλες κατευθύνσεις, ίσως καλύτερες, που δεν έχουμε φανταστεί»
Το νέο σου μυθιστόρημα κινείται σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο από το προηγούμενο. Γιατί αυτή η στροφή;
Είναι η πρώτη ερώτηση που μου κάνουν σε κάθε επικοινωνία δημοσιογραφική ή με κοινό. Μάλιστα μου το έχουν θέσει και διαφορετικά. Γιατί, έπειτα από ένα βιβλίο ιστορικής κωμωδίας ή παρωδίας, που είχε μεγάλη απήχηση κι επιτυχία και ήταν υποψήφιο για το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο του Αναγνώστη, δεν συνέχισες την ίδια πορεία, με εξασφαλισμένη ίσως επιτυχία, αλλά ακολούθησες έναν διαφορετικό δρόμο; Κι η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν το είχα σκεφτεί πριν με ρωτήσουν. Γιατί η απάντηση για εμένα είναι προφανής: το θέμα κάθε βιβλίου μου έχει να κάνει με το θέμα που με απασχολεί την εποχή που το συγγράφω. Κάθε βιβλίο μου δεν έχει μόνο στόχο το αναγνωστικό κοινό αλλά κι εμένα ως προσωπικότητα. Μετασχηματίζομαι κι ανακατευθύνομαι μέσα από τη διαδικασία της γραφής και της έρευνας που προηγείται της γραφής. Στο «ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο» το θέμα που επεξεργαζόμουν ήταν η ιστορική πορεία της Ελλάδας και το πώς συνδέεται με τη σημερινή κατάσταση. Στόχος μου ήταν να βγάλω κι εγώ κι ο αναγνώστης κάποια συμπεράσματα. Να πάρουμε κάποιες κατευθύνσεις. Δούλεψα επτά χρόνια πάνω σε αυτό το μυθιστόρημα και το υλικό και πήρα κι έδωσα όσα ήταν να πάρω και να δώσω.
Το θέμα που με απασχόλησε στη συνέχεια ήταν πολύ διαφορετικό. Ήταν το θέμα της απώλειας και της διαχείρισής της. Αφορμή στάθηκε μια ιστορία που μου αφηγήθηκε πριν πολλά χρόνια μια κοπέλα συνονόματη της βασικής ηρωίδας. Έμεινε στο μυαλό μου αυτή η ιστορία και μετά τη συνδύασα μέσα μου και με τη δική μου εμπειρία από τον θάνατο του πατέρα μου. Η ιστορία σχηματίστηκε. Χρειάστηκε μόνο μια επίσκεψη στο Άγιον όρος για να έχω την εμπειρική γνώση. Και μετά άρχισα να το γράφω.
Γιατί διάλεξες ένα 16χρονο κορίτσι ως βασική ηρωίδα;
Κορίτσι διάλεξα εκ των πραγμάτων με βάση την κεντρική ιδέα μου. Δεν θα είχε ενδιαφέρον η περιπέτεια ενός αγοριού στο Άγιον Όρος, γιατί ένα αγόρι θα μπορούσε να μπει ελεύθερα. Για να κινήσω τη μυθοπλασία έπρεπε να επινοήσω ένα κορίτσι που μεταμφιέζεται και παραβιάζει το άδυτο για να φέρει πίσω τον αδελφό της. Γιατί όμως 16; Κατ’ αρχάς και πάλι για μυθοπλαστικούς λόγους. Μια κοπέλα 16 χρονών μπορεί να μεταμφιεστεί και να υποδυθεί ένα αγόρι που δεν έχει ακόμα βαρύνει η φωνή του. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες που με οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή. Η ηρωίδα βρίσκεται σε μια ηλικία που δεν έχει ακόμα την εμπειρία του πραγματικού κόσμου κι αυτό κάνει πιο δραματική την υποχρεωτική ενηλικίωσή της μέσα από τα δύσκολα γεγονότα που της συμβαίνουν. Επίσης γιατί μια δεκαεξάχρονη (και πολλές φορές και μία ή ένας πολύ μεγαλύτερος) έχει ρομαντισμό, έχει ελπίδα και νομίζει ότι αυτό που έφυγε μπορεί να γυρίσει πίσω. Αν ήθελα να δώσω μια κεντρική θέση για το βιβλίο, μία μόνο πρόταση, αυτή θα ήταν ότι αυτό που φεύγει δεν γυρίζει πίσω, αλλά η πραγματικότητα εξελίσσεται σε άλλες κατευθύνσεις, ίσως καλύτερες, που δεν έχουμε φανταστεί. Κι αυτό πρέπει να ανακαλύψει η ηρωίδα μέσα από τη μεγάλη περιπέτεια που θα περάσει. Τέλος, αυτή η ηλικία νομίζω δίνει μια δροσιά στο μυθιστόρημα, ξυπνάει αναμνήσεις στον συγγραφέα κι ελπίζω και στον αναγνώστη και δίνει στο μυθιστόρημα μια γλυκύτητα που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε εάν η πρωταγωνίστρια ήταν ενήλικη.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να παρουσιάσει τον κόσμο μέσα από τη ματιά ενός έφηβου κοριτσιού;
Ήταν μια πρόκληση που την αποδέχτηκα κι ελπίζω να πέτυχα τον στόχο μου. Γενικώς με ενδιαφέρει κι επεξεργάζομαι την οπτική των χαρακτήρων και κάνω μεγάλες προσπάθειες να πετύχω ένα ύφος, έναν λόγο με τον οποίο μιλούν. Συνήθως περιγράφω σε μία ή δύο σελίδες τον χαρακτήρα, σαν εμπλουτισμένο βιογραφικό, πώς βλέπει τον κόσμο, τι κάνει, τι του αρέσει, πώς είναι η οικογένειά του, οι εμμονές, οι φόβοι του, στοιχεία που συνήθως δεν φαίνονται στο βιβλίο αλλά με βοηθούν στις αντιδράσεις του χαρακτήρα. Γιατί αυτή επί της ουσίας είναι η πρόκληση: πώς θα συμπεριφερθεί και τι θα πει ο χαρακτήρας όταν βρεθεί σε μια κατάσταση. Και μετά αρχίζω και γράφω το πώς μιλάει. Έναν μονόλογο. Γράφω μισή σελίδα. Δεν μου αρέσει. Τη σβήνω. Γράφω ξανά. Έπειτα από δέκα ή είκοσι φορές σχηματίζεται ένα ύφος, ένας λόγος. Και μετά μπαίνω σε αυτήν την μορφή του λόγου και μπορώ να τον αναπαράγω. Δεν ήταν μόνο η κεντρική ηρωίδα που είχε δυσκολίες. Ήταν κι ο αδελφός της, γιατί έπρεπε να αιτιολογηθεί η απόφασή του. Και ήταν ο συνοδός της, ο Κώστας, που πιστεύω είναι ο πιο δύσκολος χαρακτήρας του μυθιστορήματος για τον συγγραφέα.
Φαίνεται να έχεις μια προσωπική εμπειρία από το Άγιον Όρος. Τι σε γοητεύει και τι σε ξενίζει/ενοχλεί;
Το Άγιον Όρος το επισκέφθηκα μόνο για να γράψω το βιβλίο. Το είδα σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής που πήγε εκεί με έναν στόχο. Προσπάθησα να μιλήσω με μοναχούς κι εν μέρει το κατάφερα. Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω εκεί, αλλά μπόρεσα κάπως να καταλάβω αυτούς που επιλέγουν έναν τέτοιο δρόμο.
Το «άβατον» που παραβιάζει η ηρωίδα σου είναι κάτι που πιστεύεις πως θα έπρεπε να καταργηθεί;
Δεν έχω άποψη. Αλλά εάν καταργηθεί θα χάσει τη γοητεία του, καθώς η μεγαλύτερη ίσως γοητεία του Αγίου Όρους είναι η αίσθηση του απαγορευμένου. Επίσης εάν είχε καταργηθεί δεν θα μπορούσα να γράψω το μυθιστόρημα!