Δεν μας σταματούσε τίποτα. Κι ας ήμασταν πιτσιρικάδες, κι ας ήμασταν λαϊκοί, κι ας ήμασταν άφραγκοι, κι ας είχαμε χούντα! Ήμασταν εργατικοί, ανθεκτικοί, ενθουσιώδεις και αποφασισμένοι. Είχαμε όρεξη, είχαμε ιδέες, είχαμε αγάπες, είχαμε ουτοπίες, είχαμε φίλους και δεν κωλώναμε εύκολα. Με μερικούς απ’ αυτούς τους φίλους, που είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, δεν χωρίσαμε ποτέ. Κι ας είχαμε άλλες δουλειές, κι ας κατοικούσαμε σε διαφορετικές περιοχές, κι ας βρήκαμε πολλά εμπόδια στο δρόμο μας. Με μερικούς η φιλία είχε γίνει αόρατος διαχρονικός δεσμός. Σ’ αυτή την κατηγορία ήταν η σχέση μου με τον Γιάννη Μπασίπαγλη, από τον Κορυδαλλό που πήγαινε ακόμα στην Ιωνίδειο Σχολή όταν ήρθε και με βρήκε εκστασιασμένος, μαζί με τον Σωτήρη Νικολακόπουλο, σε μια συναυλία που παρουσίαζα τους Socrates drank the conium στον Πειραιά, το 1971! Από τότε ξεκίνησε η φιλία μας που κρατήθηκε ενεργή για πενήντα σχεδόν χρόνια. Παιδιά ήμασταν και παιδιά μείναμε.
Μαζί τρέχαμε στις συναυλίες και στα κλαμπάκια, μέχρι χειροποίητες αφίσες φτιάχναμε για τα κυριακάτικα πρωινά σε όλη την Αθήνα, από την Τερψιθέα στον Πειραιά και το Άκρον στους Αμπελόκηπους μέχρι το σινεμά Άννα Ντορ στη Γλυφάδα, με τον Πουλικάκο, τον Βαγγέλη Γερμανό, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και όλα τα δημιουργικά παιδιά της ποπ και ροκ μουσικής. Μετά, ξεθάρρεψε ο Γιάννης, έμαθε και τα κατατόπια κι άρχισε να αναλαμβάνει με τη δική μου συνδρομή τις διοργανώσεις των συναυλιών με τους Πελόμα Μποκιού, τους Μόρκα και άλλα γκρουπ, καθιερωμένα και νεοεμφανιζόμενα.
Όταν βγάλαμε τη ροκ εφημερίδα «Μουσική Γενιά», στην αρχή του 1972, ο Γιάννης ήταν στην ομάδα μας. Όχι μόνο συνεισέφερε στην ύλη της εφημερίδας, αλλά ήταν κι από τους διανομείς της εφημερίδας στα περίπτερα του Πειραιά∙ ο καθένας είχε αναλάβει μια περιοχή, κάθε δεκαπέντε μέρες παράδοση και παραλαβή, αλλά και πώληση χέρι-χέρι όπου γινόταν μουσική εκδήλωση, στο Σπόρτινγκ ή στο Κύτταρο.
Παράλληλα, μπλεκόμασταν με τα πολιτικά ρεύματα που εκδηλώνονταν σποραδικά εδώ κι εκεί. Κλεινόμασταν μέρες σε ένα φωτογραφικό εργαστήρι, στον πρώτο όροφο ενός κτηρίου στο Σύνταγμα, γωνία Μητροπόλεως και Βουλής, στο οποίο ο Γιάννης εργαζόταν ως βοηθός φωτογράφου και τυπώναμε στο σκοτεινό θάλαμο τις φωτογραφίες που τραβούσαμε στις διάφορες περιπλανήσεις μας. Εκεί, τυπώσαμε και τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει κρυφά ο Γιάννης με τα τανκς, τους στρατιώτες και τους αστυνομικούς που είχαν κατακλύσει το κέντρο της πόλης τα ξημερώματα μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο το 1973. Ήταν ασπρόμαυρες και τις τυπώναμε σε χαρτί ματ και σε διαστάσεις 20Χ30 για να αναδεικνύεται η ένταση του παράνομου περιεχόμενού τους. Μόνοι μας τις τυπώναμε και μόνοι μας τις βλέπαμε, γιατί ήταν επικίνδυνο να κυκλοφορούμε μ’ αυτές παραμάσχαλα σε μια περίοδο που εύκολα σε σταματούσαν στο δρόμο για έρευνα. Εμάς, πάντως, και μόνο η μικρή μας παρανομία ανέβαζε το ηθικό μας και μας συσπείρωνε ακόμα περισσότερο γύρω από κάτι αφανέρωτο αλλά πολύ δυνατό.
Αεικίνητος
Από την αρχή της μεταπολίτευσης «παρέσυρα» τον Γιάννη στο ΕΚΚΕ. Σπούδαζε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου και έγινε ενεργό μέλος στη μετωπική μας οργάνωση, τη «Λαϊκή Αλληλεγγύη», που είχε σοβαρή κοινωνική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Μέχρι παιδικό σταθμό για τις εργαζόμενες μητέρες είχε ανοίξει η οργάνωση. Πολιτική, μουσική, φωτογραφία, σινεμά, σε όλα ήταν δραστήριος, ευρηματικός και μπροστάρης, ο Γιάννης. Στο ΕΚΚΕ γνωρίστηκε και με την Αμαλία με την οποία απέκτησαν την Ελισάβετ.
Όταν έπιασα δουλειά στη Λύρα, του ανέθετα επαγγελματικές φωτογραφίσεις. Θυμάμαι, μια μέρα, το 1974, ανεβήκαμε στην Άνω Κυψέλη, δυο βήματα από τα νταμάρια, σε ένα κατσικόδρομο, χωρίς πολυκατοικίες ακόμα, για να πάμε να συναντήσουμε τον Γιώργο Μουφλουζέλη, τον ρεμπέτη, σε ένα σπιτάκι με ένα δωμάτιο που έμενε με το μικρό γιο του, τον Σταύρο, για να τον φωτογραφήσουμε για το εξώφυλλο ενός δίσκου που θα βγάζαμε στη Λύρα. Ο Γιάννης τράβηξε τον Μουφλουζέλη με το μπαγλαμά και το αχώριστο κομπολόι του στην κατηφόρα, στο δρόμο που ανεβοκατέβαινε ο Μουφλουζέλης τα βράδια που γύριζε στις ταβέρνες για το μεροκάματο. Ένα δρόμο με χώμα και πέτρες που γινόταν καταρράκτης όταν έβρεχε. Ευτυχώς, για την ιστορία, στο εξώφυλλο αναγράφεται το όνομα του Γιάννη.
Από τα πιο συναρπαστικά μας εγχειρήματα ήτανε δύο ταινίες που θα μείνουν ως μοναδικές για την καταγραφική τους αξία. Η πρώτη ήταν το 1978, τότε που ήμουν υπεύθυνος παραγωγής και ρεπερτορίου στη CBS και πρότεινα στον Γιάννη να σκηνοθετήσει μία ταινία για τον Τσιτσάνη με τον οποίο συνεργαζόμουν δισκογραφικά. Ο Γιάννης με το απαράμιλλο πάθος του καταπιάστηκε με τον κορυφαίο δημιουργό και δημιούργησε μία ταινία-ντοκουμέντο, νομίζω την μόνη ολοκληρωμένη ταινία που υπάρχει με πρωταγωνιστή τον Τσιτσάνη.
Αλλά και στο «ντέφι» μέσα ήταν ο Γιάννης από την αρχή, το 1982. Κατείχε, μάλιστα, μαζί με τον Σωτήρη, τον τιμητικό τίτλο του εκδότη του περιοδικού. Και η ιστορική μας συναυλία στο Θέατρο Λυκαβηττού, η πρώτη, υπό τον τίτλο «Ανατολικά της Αθήνας» με Πάνο Γαβαλά, Ρία Κούρτη, Γλυκερία, Νίκο Παπάζογλου, Δημήτρη Κοντογιάννη, Μπάμπη Γκολέ, Κατερίνα Κόρου, Ρεμπέτικη Κομπανία, Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, Γιώργο Κόρο, Αριστείδη Μόσχο, Θανάση Πολυκανδριώτη και μαέστρο τον Νάκη Πετρίδη, κινηματογραφήθηκε με φιλμ, όχι βίντεο, με τρεις κάμερες, με σκηνοθέτη τον Γιάννη ο οποίος χρησιμοποίησε ένα συνεργείο κινηματογραφιστών υψηλότατου επιπέδου (οπερατέρ οι Νίκος Καβουκίδης, Φώτης Μεσθεναίος και Δημήτρης Παπακωνσταντής, ήχο ο Θανάσης Αρβανίτης και μοντάζ ο Γιώργος Τριανταφύλλου). Η μετάδοση της ταινίας από την ΕΡΤ αποτέλεσε ηχηρό γεγονός και σηματοδότησε μαζί με το περιοδικό μια ολόκληρη εποχή.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα του Γιάννη που δημοσιεύτηκε στο «ντέφι» είχε θέμα την πρώτη παγκόσμια συνάντηση νέων που πραγματοποιήθηκε στη Χάλκη και τη Ρόδο το 1983. Ο Γιάννης συμμετείχε και κάλυψε αναλυτικά το πολυήμερο φεστιβάλ. Κι ένα άλλο κείμενό του για τις εκδιδόμενες γυναίκες ήταν τολμηρό.
Και πολλά άλλα κάναμε…
Παγιδευμένος
Τελικά, ο Γιάννης αφιερώθηκε στην κινούμενη εικόνα σε ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων, στη φωτογραφία, το ντοκιμαντέρ και τη διαφήμιση. Από τις πιο γνωστές επιτυχίες του ως παραγωγού είναι το «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα» με τον Στέλιο Κούλογλου. Μέσα στα χρόνια είχε δημιουργήσει κι ένα μεγάλο αρχείο με υλικό πολιτικό και πολιτιστικό από την Ελλάδα και τον κόσμο. Κι όταν χρειάστηκα τη βοήθειά του, το 2000, έκανα μοντάζ σε μερικά από τα ντοκιμαντέρ μου για τον Ελληνισμό της Διασποράς στο στούντιο της εταιρίας του «Λέξικον».
Τον τελευταίο καιρό, απτόητοι, κάναμε απολογισμούς και επανεκτιμήσεις, πίνοντας κρασάκι στα Εξάρχεια. Δυστυχώς, ο Γιάννης δεν είχε περάσει αλώβητος μέσα από το λαβύρινθο της σόου-μπίζνες. Σε φάση που είχε αναγνωριστεί η αξία του εμπιστεύτηκε παράγοντες της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με τους οποίους συνεργαζόταν, οι οποίοι τον παγίδευσαν και τον οδήγησαν στην άκρη του γκρεμού. Η «εμπλοκή» αυτή που κράτησε πολλά χρόνια έβλαψε πολύ σοβαρά την υγεία του και τον ανάγκασε να ξεκινήσει ξανά -υπό το μηδέν- σκληρό αγώνα για την επιβίωση. Μέχρι τη στιγμή που «έφυγε» δούλευε στο χώρο της διαφήμισης καθημερινά σε δωδεκάωρη βάση με πολύ πιεστικούς ρυθμούς. Ήταν και τελειομανής. Ευτυχώς, άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν για το έργο του και την προσωπικότητά του δεν έλειψαν από το στενό του περιβάλλον, αλλά όλη αυτή η ηθική και οικονομική ταλαιπωρία και στεναχώρια που υπέστη είχε φθείρει ανεπανόρθωτα την καρδιά του. Ήξερε ότι είναι εύθραυστος, αλλά δεν σταμάτησε να δημιουργεί, δεν παραιτήθηκε ούτε έχασε το χιούμορ και την άνεσή του να αφηγείται με πολύχρωμες εκφράσεις τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα του βίου του. Δοτικός, ακούραστος μαχητής, γεμάτος ιδέες και σχέδια, σπάνιος άνθρωπος, αναντικατάστατος φίλος, ο γλυκός μας Γιάννης…