Στους μαχαλάδες της Πόλης, τις νύχτες, κυκλοφορούσε ο Μπεκτσί Μπαμπάς επιφορτισμένος με το καθήκον να αφυπνίζει τους νοικοκυραίους σε περίπτωση που ξεσπούσε κάπου φωτιά. Δεν υπήρχαν τότε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, τηλέφωνα και λάπτοπ, ούτε μικροφωνικές εγκαταστάσεις και ηλεκτρικές ντουντούκες, ούτε περιπολικά με σειρήνες και ντρόουνς ανίχνευσης καπνού. Ο Μπεκτσί Μπαμπάς μόλις μύριζε καπνό ή έβλεπε κάποια φλόγα, για να προκαλέσει θόρυβο χτυπούσε δυνατά στο καλντερίμι ένα χοντρό ραβδί που κρατούσε στο ένα χέρι και με την παλάμη του άλλου δίπλα στο στόμα φώναζε με όλη του τη δύναμη «Γιανγκίν βαρ! Γιανγκίν βαρ!». Όλη η γειτονιά αναγνώριζε το σήμα κινδύνου που εξέπεμπε ο νυχτοφύλακας και σε χρόνο μηδέν όλες οι οικογένειες, με γυναίκες, γέρους και παιδιά, με μερικές κουβέρτες παραμάσχαλα, έπαιρναν το δρόμο για τις αλάνες που ήταν σε απόσταση ασφαλείας από τα σπίτια. Οι άντρες με κουβάδες, φτυάρια και σκούπες, αναλάμβαναν αμέσως, με αυτοοργάνωση, το ρόλο του πυροσβέστη προτού φτάσουν επιτόπου οι τουλουμπατζήδες με τις αντλίες και τις μάνικες.

Αλλά και στους μαχαλάδες και τα χωριά που δεν υπήρχαν Μπεκτσί Μπαμπάδες, ανέβαινε ο χότζας στο μιναρέ και ξυπνούσε τον κόσμο φωνάζοντας κι αυτός από ψηλά «Γιανγκίν βαρ! Γιανγκίν βαρ!» συνεπικουρούμενος από τον παπά και τον καντηλανάφτη που ανεβασμένοι στο καμπαναριό της εκκλησιάς χτυπούσαν δαιμονισμένα την καμπάνα φωνάζοντας εναλλακτικά «Γιανγκίν βαρ!» και «Φωτιά»! Έτσι κάπως ήταν οργανωμένες οι κοινωνίες στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.

Αυτά πριν από εκατό χρόνια. Από τότε, τα σπίτια έγιναν από ξύλινα πέτρινα και με μπετόν αρμέ, οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, τα πηγάδια ξεπεράστηκαν από το τρεχούμενο νερό στα σπίτια και τους ειδικούς κρουνούς, οι κουβάδες και οι τουλούμπες αντικαταστάθηκαν από σύγχρονα πυροσβεστικά οχήματα, προστέθηκαν αεροπλάνα και ελικόπτερα για την κατάσβεση, η ενημέρωση και η επικοινωνία μάς ακολουθούν ακόμα και στην τουαλέτα, οι μετεωρολογικές προβλέψεις έγιναν πιο ακριβείς, τα πάντα συνηγορούν για να είμαστε ασφαλείς και προστατευμένοι. Πού αποτύχαμε;

Ο Μπεκτσί Μπαμπάς φωνάζει «Φωτιά!» στην Κωνσταντινούπολη, δια χειρός λαϊκού ζωγράφου, 1923. (αρχείο οικογ. Ελληνιάδη)

Και τον καύσωνα τον περιμέναμε και την πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιάς το καλοκαίρι, από ξηρασία και υπερθέρμανση, από πεταμένη γόπα και μπάρμπεκιου, από βραχυκύκλωμα στις γραμμές υψηλής τάσης της ΔΕΗ και από οικοπεδοφάγους εμπρηστές. Τελευταία, έχουν προστεθεί και οι ενδεχόμενοι εμπρησμοί από πράκτορες εχθρικών δυνάμεων. Τι μας ξαφνιάζει, λοιπόν;

Το περασμένο Σαββατοκύριακο γυρίζαμε στα χωριά γύρω από το Καρπενήσι. Σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, στάβλοι και αποθήκες κολλητά το ένα με το άλλο, με έλατα, πλατάνια, βελανιδιές, καστανιές και ορτανσίες, κάθε εκατοστό καλυμμένο από εύφλεκτη ύλη, σε βουνοπλαγιές που δεν έχουν ούτε ξέφωτα ούτε φαρδιούς δρόμους, ούτε καν δασοφύλακες. Πώς άντεξαν τα χιλιάδες ελληνικά χωριά, στις πιο απομακρυσμένες και δύσβατες περιοχές της χώρας, στις υδροφόρες αλλά και τις κατάξερες, επί αιώνες;

Νομίζω ότι για την καταστροφή στο Μάτι δεν φταίνε πρωτίστως ούτε τα αυθαίρετα, ούτε τα πεύκα, ούτε ο καιρός, ούτε καν οι φλόγες. Οι οικισμοί από την αρχαιότητα ακόμη ήταν συμπαγείς, τα σπίτια ανέκαθεν ήταν το ένα μέσα στο άλλο, με ξύλο, λάσπη και πέτρα, με στενά δρομάκια που μόλις χωρούσε ένας γάιδαρος, με τρεχούμενο νερό μόνο στις κοινόχρηστες βρύσες, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς επαγγελματίες πυροσβέστες. Το Μάτι, η Ραφήνα και ο Νέος Βουτζάς δεν πρωτοκατοικήθηκαν χτες. Ούτε οι αυθαιρεσίες, οι ελλείψεις και η πυκνή δόμηση είναι νέο φαινόμενο. Άρα τι φταίει σήμερα, που τα έχουμε όλα; Και περισσότερο πλούτο και περισσότερα μέσα και μεγαλύτερη εμπειρία; Τι δεν λειτούργησε;

Πολλά μπορεί να αθροίσει κανείς, ιδίως για το άθλιο πολιτικό σύστημα, για να δώσει απάντηση, αλλά θα μείνω μόνο σε δύο ζητήματα που θέλω ιδιαιτέρως να επισημάνω:

α) Τη διάβρωση της κοινωνικής συνείδησης με την επικράτηση του ατομισμού και τη λειψή συλλογικότητα.

β) Την κόντρα και την αποκοπή της πολιτικής ηγεσίας από την κοινωνία.

Το πρώτο είναι εκφυλιστικό φαινόμενο των καπιταλιστικών συστημάτων που ορκιστήκαμε να αντιπαλέψουμε. Και το δεύτερο θεωρούσαμε ότι είναι συστατικό των νεοφιλελεύθερων αστικών κομμάτων. Κι εδώ μπαίνουν οι ευθύνες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Όχι, δεν φταίει για τη φωτιά. Η βασική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο ουσιώδης. Η κυβέρνηση έκανε ό,τι θα έκανε ή δεν θα έκανε οποιαδήποτε προηγούμενη κυβέρνηση. Θα αντιδρούσε καθυστερημένα, θα τσαλαβουτούσε μέσα στο αναμενόμενο χάος, θα έσπρωχνε στα όρια τους πιλότους, τους πυροσβέστες, τους γιατρούς, τους νοσοκόμους και τους αστυφύλακες, θα κήρυττε εθνικό πένθος, θα αντάλλασσε κατηγορίες με την αντιπολίτευση, θα ήταν ανοιχτοχέρα σε παροχές στα θύματα και σε κάθε περαστικό προκειμένου να αποσείσει από πάνω της ευθύνες για ολιγωρία και ανεπάρκεια. Déjà vu. Το έχουμε ξαναδεί. Συμπαραστάτες της οι κάθε λογής «αντικειμενικοί» σχολιαστές που ρίχνουν εντέχνως τα οξέα τους στους κατοίκους που έχτισαν χωρίς άδεια, που έφτιαξαν μάντρες κ.λπ. Στην πυρά όποιος έχτισε αυθαίρετο. Και με τα παιδιά του μαζί! Αυτό είναι το στάνταρντ σενάριο διαχείρισης κρίσεων και καταστροφών που εφαρμόζεται με παραλλαγές στην Ελλάδα από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Κι εδώ είναι το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Έχει πλήρως αφομοιωθεί.

Είναι ακριβώς όπως οι άλλοι. Συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Ό,τι κάνει είναι αντίπαλο στην κοινωνία. Εφαρμόζει την συνολική πολιτική του με εχθρότητα απέναντι στον πολίτη. Τον υποβαθμίζει στην κατηγορία σκουπιδιού. Όπως έκαναν οι προηγούμενοι. Από το 2015, απέρριψε κάθε άλλη εναλλακτική πολιτική πρόταση και ιδέα, αποθάρρυνε και αποδίωξε κάθε υγιώς σκεπτόμενο πολίτη που πίστευε ότι μόνο με άλλες πολιτικές αντιλήψεις θεραπεύονται τα κακώς κείμενα και ανατρέπονται νοοτροπίες και πρακτικές δεκαετιών, αν όχι εκατονταετιών. Υπονόμευσε κάθε δραστήρια συλλογικότητα, απογοήτευσε θανάσιμα τους νέους, απαξίωσε τον αναπτυσσόμενο εθελοντισμό και τον αντικατέστησε με τον επαγγελματικό ΜΚΟνισμό. Δεν εφάρμοσε τίποτα απ’ ό,τι οραματίζονταν (και ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε και εξήγγειλε) οι πολίτες που είχε αναπτερωθεί το ηθικό τους και εκδήλωναν έμπρακτα τη διάθεσή τους να συμμετάσχουν σε κινήματα ανανέωσης της πολιτικής ζωής, οργάνωσης των κοινωνικών δομών σε νέα βάση, με καλλιέργεια της συλλογικότητας και εξεύρεση και άσκηση νέων μορφών δράσης σε κάθε επίπεδο και ιδιαιτέρως στην προστασία του φυσικού και την ανάπλαση του δομημένου περιβάλλοντος. Όχι με μομφές σε βάρος των πολιτών που διαπαιδαγωγήθηκαν στρεβλά από μια εξουσία που έτσι έλεγχε την κοινωνία εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λεηλασία της χώρας, αλλά με εκπόνηση και προώθηση σύγχρονων, προοδευτικών και συμμετοχικών προτάσεων και λύσεων. Αντ’ αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο φανατικότερος θιασώτης και εκτελεστής κάθε εργολαβικής πρακτικής σε βάρος των δασών, λιμνών, ποταμών, κορυφογραμμών, ακτών κ.λπ. Έριξε βίαια τη γνωστή και δοκιμασμένη γραμμή του «καθίστε φρόνημα, εμείς ξέρουμε ποιο είναι το σωστό». Από το Ελληνικό ως τις Σκουριές και από τη Λευκίμμη ως το Πωγώνι και τη Ζίτσα, είναι πιο επεκτατική η κυβέρνηση από τις προηγούμενες υπέρ των καταπατητών, στέλνοντας αρνητικό μήνυμα στην κοινωνία. Εν ολίγοις, ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ εξουδετέρωσε μια άλλη αντίληψη που ήταν δυναμικά εν τη γενέσει της. Έκοψε τη φόρα της κοινωνίας. Και έτσι, συνεχώς θα βλέπουμε τις παράπλευρες συνέπειες της πολιτικής οπισθοδρόμησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον στην ίδια βάρκα με την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι μια χούφτα υπουργοί και μερικοί παρατρεχάμενοι. Δεν έχει ούτε λαϊκή μαζική οργάνωση, ούτε σχέδιο, ούτε θέλει να διακινδυνεύσει να απευθυνθεί στην κοινωνία με την οποία βρίσκεται σε αντιπαράθεση λόγω των εξοντωτικών μέτρων. Με προθυμία παίρνει γραμμή από τα ξένα κέντρα, με δυσθυμία σκέφτεται το κοινωνικό σώμα σαν ενεργό παράγοντα στο γίγνεσθαι.

Η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στον μνημονιακό Αρμαγεδώνα τσάκισε κάθε κοινωνική δυναμική προς ένα άλλο μοντέλο, εναλλακτικό, μοντέρνο, συμμετοχικό και φιλολαϊκό. Όχι μόνο προς μία άλλη αντίληψη διακυβέρνησης, αλλά και μία άλλη αντίληψη για την καταπολέμηση του ωχαδερφισμού, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του πολίτη και την ενεργοποίηση του στα κοινά. Με αυτό σαν δεδομένο, ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε ολοσχερώς στο Μάτι, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος να χτυπήσει τις καμπάνες για να μην καούν ζωντανοί οι συμπολίτες μας.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!