«Φίλος μου. Κολλητός. Ο Νικόλας όμως έφτασε στην αυτοκτονία επειδή έλεγε πως είναι ένας αλλά λέων. (Ήταν και το ζώδιό του, βλέπεις.) Το πίστεψε πολύ κι είδε στο τέλος πως ένας ή λέων ή έτσι δεν του βγήκε. Είπε μεγάλες κουβέντες κι ύστερα βάρυνε το παιδί. Τις πίστεψε τις κουβέντες δηλαδή…»
(Κατερίνα Γώγου, από συνέντευξη στον Άρη Σκιαδόπουλο, περιοδικό «Ταχυδρόμος», 11 Σεπτ. 1991)

Ήταν μια άλλη εποχή. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Νικόλας Άσιμος και η Κατερίνα Γώγου έγιναν άθελά τους ήρωες των Εξαρχείων, «άγιοι» κατά Λεωνίδα Χρηστάκη. Ενός πολυφυλετικού και πολυταξικού κόσμου ανήσυχου, διερευνητικού, εξεγερτικού, συγκρουσιακού και κυρίως νεανικού. Με τραγούδια και με ποιήματα σαν συμπλήρωμα, μουσική επένδυση, αντίθεση, σχόλιο, έκφραση ή εναλλακτική στάση στο street fighting man που κυριάρχησε σαν μορφή παρουσίας και δράσης για πολλά χρόνια στο κέντρο της Αθήνας. Σε μια εποχή που αν την προεκτείνεις χρονικά όλα άλλαζαν όπως άλλαζαν ο Παύλος, ο Νικόλας και η Κατερίνα, όχι βέβαια ομοιόμορφα και προς την ίδια κατεύθυνση. Κι αυτοί δεν ήταν οι μόνοι που απεβίωσαν. Ήταν, όμως, οι πιο γνωστοί γιατί η δουλειά τους είχε υπερβεί τα σύνορα και είχε διαχυθεί στον έξω κόσμο. Ο Σιδηρόπουλος είχε εμφανιστεί μέχρι στο Ηρώδειο με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ο Παπακωνσταντίνου και η Αλεξίου έβγαλαν από τις χειροποίητες κασέτες τα τραγούδια του Άσιμου και τα έκαναν πανελλήνια γνωστά και οι ποιητικές συλλογές της Γώγου -λένε από τον εκδοτικό οίκο- κυκλοφόρησαν σε περισσότερα αντίτυπα από τα βιβλία κάθε άλλου καταξιωμένου ποιητή! Απεβίωσαν νωρίς, αλλά επιβίωσαν δια παντός με το στίγμα τους ανεξίτηλο.

Το «άθελά τους» δεν σημαίνει και κόντρα στη βούλησή τους. Στα Εξάρχεια, ένιωθαν πιο πολύ προφυλαγμένοι, αλλά και στα Εξάρχεια απεργάζονταν τη φθορά και το χαμό τους. Ήταν μέρος του κόσμου των Εξαρχείων και ταυτόχρονα ήταν αλλού. Ήταν αλληλέγγυοι, ενώ ήταν και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Δρόμοι παράλληλοι, σε ένα κοινό χώρο με τα δικά του χαρακτηριστικά ο καθένας και με την προσωπική του εξέλιξη. Επηρέαζαν και επηρεάζονταν, δύσκολο να πει κανείς ποιο υπερίσχυε κάθε φορά. Σίγουρα, από τότε που τους γνώρισα, πέρασαν πολλές φάσεις, έκαναν και εξωτερίκευσαν τις εσωτερικές τους επαναστάσεις, αναζήτησαν να βρουν δρόμους μέσα σε ρευστά τοπία, να κάνουν αισθητή την ύπαρξή τους, να εκφραστούν και να εκφράσουν και να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους, άλλοτε ευχάριστα και απολαυστικά κι άλλοτε οδυνηρά και βασανιστικά.

ΠΑΥΛΟΣ (1948-1990)

Ο Παύλος δεν ήταν το 1970 ο Μικ Τζάγκερ της Ελλάδας. Κι όσο πλησίαζε προς αυτό το πρότυπο τόσο αυτό το πρότυπο απομακρυνόταν απ’ αυτό που επιθυμούσε και επιχειρούσε να μοιάσει ο Παύλος με την αφοσίωση και την αθωότητά του. Όταν το όμορφο και γοητευτικό παιδί που μας τραγουδούσε μπαλάντες με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, ως Δάμων και Φιντίας, έγινε ο καλλιτέχνης που συνάρπαζε με τη σκηνική του δυναμική τα νεανικά ακροατήρια στα κυριακάτικα πρωινά που οργανώναμε στους κινηματογράφους του λεκανοπεδίου, οι σπουδαίοι ρόκερ που θαυμάζαμε είχαν κιόλας γίνει δισεκατομμυριούχοι και κυκλοφορούσαν όχι με λεωφορείο από την πλατεία Αμερικής στα Εξάρχεια, αλλά με ιδιωτικά τζετ από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη και το Τόκιο, στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία με τις Ρολς Ρόις, τους σοφέρ και τους μπάτλερ. Και η «άσπρη» που προμηθευόταν ο Κιθ Ρίτσαρντ ήταν 100% καθαρή. No risk at all, που έλεγε ένας φίλος μου δημοφιλής ραδιοφωνικός παραγωγός στο Radio 1 του BBC. Είναι κι αυτό ένα προνόμιο όταν οι λογαριασμοί σου στην τράπεζα είναι εύρωστοι. Ο μικρός μας κόσμος στο βαλκανικό νότο ήταν στριμωχτός για μεγάλα ανοίγματα και ο μεγάλος, ο έξω, στον οποίο μεγαλώνοντας προσβλέπαμε με ελπίδα, ενθουσιασμό και προσμονή αποδείχτηκε πρόσκαιρος και εύθραυστος. Μέχρι να το συνειδητοποιήσουμε, το ροκ δεν ήτανε πια ροκ.

ΝΙΚΟΛΑΣ (1949-1988)

Ο Νικόλας δεν μπορούσε να περάσει ανώδυνα και αδιάβροχα την ανώμαλη διαδρομή από το λευκό πουκάμισο και το γκρι σακάκι που φορούσε όταν κατέφθασε στην πρωτεύουσα από την Κοζάνη και μας έφερε, σε μένα και τον Τάσο Φαληρέα, την πρώτη κασέτα με τα τραγούδια που είχε ηχογραφήσει πρόχειρα με μια κιθάρα, όπως έκαναν οι νέοι τραγουδοποιοί που αναζητούσαν στέγη. Απ’ αυτά διαλέξαμε τον «Ρωμιό» και τον «Μηχανισμό» για να βγάλουμε τα πρώτα του Άσιμου σε δισκάκι 45 στροφών, στη Λύρα, το 1975. Αλλά στέγη κανονική δεν βρήκε ποτέ ο Νικόλας, ακόμα κι όταν είχε σπίτι, τότε που μας έτρεχε, μια εγώ, μια η Λίνα Καρανασοπούλου, στο ειρηνοδικείο, κάθε φορά που του έκαναν έξωση. Νομάδας ήταν και νομάδας έμεινε στη μεγαλούπολη που τόσο την σχολίασε και τόσο την έγραψε και την «έγραψε», με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια, ο Άσιμος.

Τελικά, κι αυτός υπέκυψε στην ιδέα του μεγάλου χωρίς γυρισμό ταξιδιού στην άβυσσο της απεραντοσύνης που τόσο τον φόβιζε και τόσο τον προκαλούσε. Και, μάλιστα, σε μια εποχή που δεν είχε οικονομικό πρόβλημα με τα δικαιώματα από το δίσκο του Βασίλη «Χαιρετίσματα στην εξουσία» στον οποίο περιλαμβάνονταν πέντε τραγούδια του Νικόλα, «Καταρρέω», «Αγαπάω κι αδιαφορώ» και άλλα τρία –όλα σπουδαία, ασιμικά, και από τις 150 θριαμβευτικές συναυλίες που πραγματοποιήσαμε σε όλη την Ελλάδα με τον Παπακωνσταντίνου που ερμήνευε τα τραγούδια του μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, το 1987-88. Δεν χρειαζόταν, όμως, αυτό για να καταλάβουμε ότι, όσο κι αν τον ταλαιπωρούσε η απουσία τους, δεν ήταν ποτέ τα φράγκα που έλειπαν από την ψυχούλα του.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ (1940-1993)

Στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η Κατερίνα περνούσε μπροστά από το σπίτι μας στην πλατεία Καλλιγά σχεδόν κάθε μέρα με τη μικρή Μυρτώ στο καροτσάκι, παρέα τις περισσότερες φορές με τον Παύλο, σύντροφο και σκηνοθέτη της «Παραγγελιάς». Την ήξερα από το σινεμά, αλλά γνωριστήκαμε χάρη στους κοινούς μας φίλους και γείτονες της διπλανής πόρτας, την οικογένεια του ηθοποιού Γιώργου Βρασιβανόπουλου, που μας εισήγαγε στις τροτσκιστικές του ιδέες, τις οποίες συζητούσε διεξοδικά με τον Τάσιο και την Γώγου που επίσης σύχναζαν στο σπίτι του Γιώργου, της Κάκιας και της Μίτσης. Μετά οι δρόμοι τους και οι δρόμοι μας αραίωσαν. Η ζωή της Κατερίνας φαίνεται να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που ο συγγραφέας Αλέξης Πάρνης υποστηρίζει με την πλούσια εμπειρία των 95 χρόνων του. Ότι πολλοί άνθρωποι ζουν περισσότερες από μία ζωές. Δεν λείπει ο εσωτερικός σύνδεσμος, αλλά μπορεί η ζωή να έχει μια νέα αφετηρία, ή πολλές, και να είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Κι αυτό αφορά και τον χαρακτήρα και τις επιλογές του ανθρώπου. Η Κατερίνα αλλιώς ξεκίνησε μέσα στην Κατοχή και τον παρατεταμένο πόλεμο, αλλιώς έκανε καριέρα στο σινεμά και το θέατρο και μάλλον ακόμα πιο αλλιώς διάβηκε από τη στιγμή που επέλεξε την κατά μέτωπο σύγκρουση με ό,τι μέχρι τότε ήταν ο συμβατικός της περίγυρος.

Αμφισβήτηση, σύγκρουση, τριβή, κατήφορο, ανήφορο και πάλι κατήφορο, χωρίς στέντικαμ, με όρους σινεμά, δηλαδή χωρίς σταθεροποιητή, μόνη απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Και μονοδιάστατη ίσως. Αυτή, όμως, η ζωή, η δύσβατη, η αντιφατική, η τελευταία, ήταν και η πιο δική της, η πιο δημιουργική της. Με τα ποιήματα έτεινε να βρει αυτό που έψαχνε κατά βάθος. Κι αυτό, το ένιωσαν, το αγάπησαν και το πόνεσαν πολλοί περισσότεροι απ’ όσους η Κατερίνα θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Κι όταν οι δυνάμεις της εξαντλήθηκαν, είχε κιόλας αφήσει ένα έργο πολύτιμο, για πάντα.

(Από την παρουσίαση του βιβλίου «Κατερίνα Γώγου: Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του», με επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου, εκδ. Καστανιώτη 2019)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!