του Στέφανου Α. Τόκου*
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω «ποιητής»
[…]
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
[…] »
(Κατερίνα Γώγου, «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ» (απόσπ.), Ιδιώνυμο)
Μπορεί το παραπάνω ποίημα να φαίνεται «ασυμβίβαστο» -όπως ήταν και η ίδια η Γώγου- με το περιεχόμενο του παρόντος κειμένου, αλλά αδιαμφισβήτητα δεν υπάρχει πιο εύστοχος και δυνατός στίχος για να περιγράψει τον κανιβαλισμό που δέχεται τον τελευταίο καιρό ο Μίκης Θεοδωράκης από τη σημερινή κυβέρνηση. Είναι φανερό πως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. χρησιμοποίησε και αξιοποίησε, όταν έπρεπε, τον Μίκη, τον οποίο προσπαθεί να «(τε)λ(ε)ιώσει» με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο. Αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς για κάποιους, ο Μίκης δε μπορεί να το πάθει αυτό. Δεν είναι το γραφτό του να κανιβαλιστεί ουσιαστικά από κανέναν, πόσο μάλλον από θλιβερές φιγούρες που συνθέτουν (και) την παρούσα κυβέρνηση, που μόνο αριστερή δεν είναι. Όπως αριστεροί δεν είναι και αυτοί που είχαν το θράσος να πετάξουν μπογιές και να γράψουν συνθήματα στο σπίτι του.
Παρακολουθώ με περίσσια προσοχή τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες εξαιτίας του εθνικού (και όχι εθνικιστικού –όπως πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν) μας συλλαλητηρίου και μπορώ να πω πως είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα μπορεί τα Μ.Μ.Ε. και οι εκάστοτε κυβερνήσεις να “οικειοποιηθούν” κάποιες σημαντικές προσωπικότητες, να τις “προσελκύσουν” προεκλογικά για να ανέβουν στην εξουσία και μετεκλογικά, όταν πια δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, αρχίζουν σιγά-σιγά να τις εξευτελίζουν, να τις απομυζούν… να τις πετάνε σαν σκουπίδια λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Δεν είναι τίποτα γι’ αυτούς καθώς δεν έχουν τσίπα πάνω τους. Αυτή είναι η δουλειά τους και θα την υπηρετούν μέχρι τέλους, το έχουν στο αίμα τους ρε παιδί μου, πως να το κάνουμε…
Πως μπορούν κάποιοι να κρίνουν τόσο επιπόλαια και να χαρακτηρίζουν έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο ως “ακροδεξιό” και ταυτόχρονα όλο τον κόσμο που συμμετείχε στο συλλαλητήριο ως “εθνικιστή”;
Την Κυριακή (4/2/18) ο Μίκης Θεοδωράκης, υπερασπιζόμενος την ιστορία και την πατρίδα του, είχε την ατυχία να γίνει -ακούσια και αναπόφευκτα- έρμαιο ανάμεσα στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τη Χ.Α. Έφτασε στα 93 του χρόνια για να κριθεί από τα διάφορα “μπουμπούκια” του ΣΥΡΙΖΑ (Τσίπρας, Κυρίτσης, Ζαχαριάδης, Τζανακόπουλος, Σβίγκου, Πολάκης, Βούτσης, Φίλης). Κάποια άλλη προσωπικότητα έκανε την εξής προκλητική και ανήθικη -για αυτονόητους λόγους- δήλωση «Όταν θα αποχαιρετήσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη, οι φασίστες δεν θα είναι εκεί». Ήδη τον κήδεψαν και του κατέθεσαν και στεφάνι. Η δε Χ.Α. και τα μέλη της τον “σφετερίστηκαν”, τον συνεχάρησαν και του έδωσαν συγχωροχάρτι για τις ενδιάμεσες κυβιστήσεις του. Θλίψη και ντροπή. Για όλους αυτούς δε χρειάζονται και δεν αξίζουν περαιτέρω λόγια. Άλλοι ξεψάχνισαν το βιογραφικό του, σκάλισαν τη ζωή του και πάσχισαν να βρουν κάτι να του προσάψουν. Και εννοείται πως βρήκαν! Όχι μόνο ένα, αλλά πολλά! Αναφέρθηκαν στο γεγονός πως υπήρξε βουλευτής του Κ.Κ.Ε. και έπειτα της Ν.Δ., δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιδεολογική του μετατόπιση και κομματική του μεταστροφή και διάφορα άλλα…).
Οι απόψεις αρκετών συμπατριωτών μας δε μια απέραντη θλίψη… «Ο Μίκης πέθανε για εμάς σήμερα» γράψανε «γιατί συμμετείχε στο εθνικιστικό συλλαλητήριο», «Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε χτες και μας άφησε έναν πλούτο μουσικής, ένα τεράστιο έργο. Μια σημαντική παρακαταθήκη. Ήταν μια μέρα σημαδιακή και κάθε χρόνο τέτοια μέρα θα τιμούμε την μνήμη του και θα θυμόμαστε τον θάνατο του». Αποτροπιασμός και αγανάκτηση το λιγότερο. Πως μπορούν κάποιοι να κρίνουν τόσο επιπόλαια και να χαρακτηρίζουν έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο ως “ακροδεξιό” και ταυτόχρονα όλο τον κόσμο που συμμετείχε στο συλλαλητήριο ως “εθνικιστή”; Ξεχνάνε αρκετοί πως στο “ΟΧΙ” του δημοψηφίσματος συγκαταλέγονταν και οι ψήφοι της Χ.Α. Τότε γιατί δε διαμαρτυρήθηκε κανείς (πλην του Κ.Κ.Ε.); Τότε ο υπόλοιπος κόσμος που δε ψήφιζε Χ.Α. δεν ήταν “ακροδεξιός”, τώρα είναι. Όταν βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και των ΑΝ.ΕΛ. ήταν στο Καστελόριζο μαζί με βουλευτές της Χ.Α., τότε γιατί δεν ειπώθηκε τίποτα;
Είναι ηλίου φαεινότερο πως το συλλαλητήριο δεν είχε κομματική ταυτότητα –όπως ήθελαν να πιστεύουν- και πως οι ακροδεξιοί δεν ήταν παρά μια ισχνή μειοψηφία (το ξέρουν καλά άλλωστε και αυτό είναι που τους πείραξε). Είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμά τους να μη συμμετέχουν στο συλλαλητήριο για τους οποιουσδήποτε λόγους, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί να χαρακτηρίζουν έναν ολόκληρο λαό ως “ακροδεξιό”. Αυτή η συνήθης τακτική της κυβέρνησης και του περίγυρου αποτελεί πια μια αναμασημένη καραμέλα, είναι σαν τις άπειρες κόκκινες γραμμές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., τις περικοπές που δεν θα γίνουν, τα μνημόνια που θα τελειώσουν αυτό το καλοκαίρι και την ανάπτυξη που έρχεται… ή που έχει ήδη έρθει.
Όλοι αυτοί που ενστερνίζονται αυτές τις απόψεις, δεν είναι άλλοι από αυτούς που ανάγκασαν τον Σωκράτη να πιεί το κώνειο, αυτούς που έστειλαν στην εξορία τον Αναξαγόρα, τον Φειδία, τον Κίμωνα, τον Θουκυδίδη και πόσους άλλους. Αιώνες τώρα η χώρα μας τρέφεται και ζει από αυτό και γι’ αυτό. Εκπαιδευμένοι από μικροί να κατηγορούμε με ευκολία τους άλλους και να μη κοιτάμε τα δικά μας χάλια! Εμείς ξέρουμε καλύτερα, εμείς έχουμε δίκιο… Όταν δε οι άνθρωποι αυτοί είναι σπουδαίοι, τότε είναι ακόμα πιο εύκολο και ακόμα πιο ελκυστικό να τους κατασπαράξουν. Το πιο λυπηρό και τρομακτικό συνάμα είναι το γεγονός πως με αυτές τις γενικεύσεις κάποιοι ήδη είναι και κάποιοι τείνουν να γίνουν ίδιοι με αυτούς που κατηγορούν. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ας το καταλάβουνε καλά πια. Ο Μίκης δεν ανήκει ούτε στην αριστερά, ούτε στη δεξιά (με τη στενή έννοια των όρων) και στα μικροκομματικά τους συμφέροντα. Δε μπορεί να μπει σε καλούπια. Ο Μίκης ανήκει στην Ελλάδα. Και αυτό είναι που τους πονά… Θέλουν να τον εντάξουν κάπου, πρέπει να ανήκει σε έναν ιδεολογικό χώρο και να μη παρεκκλίνει από αυτόν, διαφορετικά θα πάθει, αυτό που (νομίζουν ότι) “έπαθε”.
Πολλοί έτρεξαν να τον αποτινάξουν από πάνω τους, βιάστηκαν να τον πεθάνουν. Ας αναλογιστούν με το μικρό μυαλό τους πως ο Μίκης δε μπορεί να πεθάνει… Είναι ταυτισμένος με την Ελλάδα. Θα τον βρίσκουν μπροστά τους θέλουν, δε θέλουν. Δε θα ξανακούσουν το “Ένα το χελιδόνι”, το “Θα σημάνουν οι καμπάνες” και πόσα άλλα; Το σίγουρο είναι πως η ιστορία επαναλαμβάνεται και, όταν γυρίσουν οι καιροί, σίγουρα θα τον ξαναθυμηθούν αυτοί που τον χλεύαζαν και έσπευδαν να τον καταδικάσουν. Θα τους χρειαστεί κάποια στιγμή ένας «άσσος στο μανίκι» και μια σπουδαία ιστορική φυσιογνωμία και δε θα διστάσουν να τον χρησιμοποιήσουν.
Όλοι αυτοί οι μικροαστοί θα ξεχαστούν, ο Μίκης σαφώς όχι. Η χώρα αυτή έχει αποδείξει πως μπορεί προσωρινά να ξεχνά και να θανατώνει τους ευεργέτες και τους «θησαυρούς» της και να αποθεώνει αυτούς, που είναι ένα τίποτα. Διαχρονικά όμως είναι βέβαιο πως γίνεται το αντίθετο…
Ο καλύτερος επίλογος είναι τα ίδια του τα λόγια από το συλλαλητήριο της Κυριακής μαζί με ένα σύντομο σχόλιο της Ρέας Βιτάλη (“Θεοδωράκης και μπόι” 5/2/2018):
Αλλά… Χθες… Ξανά (επιτέλους!) ο Μίκης Θεοδωράκης… Από ταράτσα μέχρι το τώρα μας… «Ναι, είμαι πατριώτης διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο πολύ απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη, σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες, σαν αυτή των μειοψηφιών που μας κυβερνούν και καταστρέφουν τη χώρα μας, οχυρωμένοι πίσω από τις εκλογικές αλχημείες των πολιτικών που είναι θλιβερές αποφύσεις ενός συστήματος που μας δαγκώνει και μας πονά επειδή πεθαίνει και το ξέρει και για αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο». Χθες ο Μίκης ξανασυνάντησε τον Θεοδωράκη. Είναι σαφώς στη φύση μας, ότι οι άνθρωποι, όσο μεγαλώνουν κονταίνουν, συρρικνώνονται. Ο Θεοδωράκης χθες ξανατίναξε μπόι.
*Υπ. Διδ. Κλασικής Φιλολογίας