Του Θανάση Παπαγεωργίου. Με πολλή ανησυχία διαπιστώσαμε το μικρό μερίδιο που δόθηκε στη λέξη «Πολιτισμός» στο δίμηνο προεκλογικό αγώνα που ζήσαμε.
Δημιουργεί δικαιολογημένο φόβο μήπως και τελικά υπερισχύσουν κάποιες θέσεις αδαών και ημιμαθών, που διαλαλούν δεξιά και αριστερά πως «εδώ δεν έχουμε Υγεία, Παιδεία και Εργασία, η διασκέδαση μας μάρανε». Φασίζουσες απόψεις που θεωρούν συλλήβδην τους πνευματικούς ανθρώπους αραχτούς στον ήλιο να στοχάζονται, και τους ηθοποιούς μαϊμούδες για να μας κάνουν να γελάμε. Είναι οι ίδιοι εκείνοι που ονομάζουν πέτρες και βράχια τα αρχαία ευρήματα, στην πραγματικότητα επειδή καθυστερούν τις εργασίες για το χτίσιμο της βιλίτσας που για την άδειά τους τόσο χρήμα ρίξαμε για να την αποσπάσουμε από τον δασάρχη. Είναι κουραστική η καθημερινή διαπίστωση πως ό,τι έχει σχέση με την ιστορία και την ψυχαγωγία είναι περιττό και άχρηστο. Και όσο η Πολιτεία δεν δίνει σ’ αυτά τη θέση που τους αξίζει, γιατί να τα σεβαστεί ο κάθε υπάλληλος που εννοεί να εξαργυρώσει στο έπακρο τη σημαντικότητα της θέσης που κατέχει;
Από μεθαύριο θα έχουμε μια καινούργια κυβέρνηση και κάθε τέτοια στιγμή όλοι μας όσοι ασχολούμαστε με την Τέχνη -θα μιλήσω για τους ανθρώπους του θεάτρου μόνο, χωρίς φυσικά να εκπροσωπώ κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό μου- μας απασχολεί ποιος θα είναι ο καινούργιος προϊστάμενος στο υπουργείο Πολιτισμού. Ενός υπουργείου εντελώς εγκαταλειμμένου τα τελευταία χρόνια, όπου περισσότερο καλυπτόταν από κάποιον που έπρεπε να του δοθεί ένα χαρτοφυλάκιο για να βγει η κομματική υποχρέωση και καθόλου για να προωθηθούν τα καυτά θέματα που το αφορούν. Οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Κι έχουμε τώρα να καμαρώσουμε για ένα Φεστιβάλ που η συρρίκνωσή του αποτελεί διεθνή ντροπή, ένα παρατημένο στο έλεός του Θεατρικό Μουσείο, δύο Κρατικές Σκηνές που η μείωση της επιχορήγησής τους οδηγεί μαθηματικά στη γραφικότητά τους, τα ΔΗΠΕΘΕ που εξαφανίζονται σιγά-σιγά από το χάρτη και φυσικά το ιδιωτικό θέατρο, το αποκαλούμενο ελεύθερο. Το μεγαλύτερο και πιο ζωντανό θεατρικό κομμάτι της χώρας από το οποίο ουσιαστικά προέρχεται η εξέλιξη και η πρόοδος αυτής της Τέχνης, περνάει μία από τις χειρότερες περιόδους του μη έχοντας καμία προστασία από την Πολιτεία που με την αδιαφορία της σπρώχνει θιάσους με ιστορία και σπάνια προσφορά να κατεβάζουν ρολά. Δεν είναι κανείς ανόητος για να απαιτεί τη χρηματοδότηση του θεάτρου σε βάρος άλλων αναγκών της χώρας. Όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει και, δικαιολογώντας ή όχι τις αιτίες, αναγκαζόμαστε να προσαρμοζόμαστε. Οι μειώσεις των κονδυλίων προς το Θέατρο όμως δεν ακολούθησαν μια ανάλογη ποσοστιαία ελάττωση, αλλά υπέστησαν μια κάθετη πτώση. Αν σ’ αυτό προστεθεί η ανεπανάληπτη αδιαφορία του τελευταίου υπουργού, με αποκορύφωμα την εξοργιστικά επιδεικτική του περιφρόνηση προς τους πάντες και τα πάντα, καταλαβαίνει κανείς το γιατί οι άνθρωποι του θεάτρου θορυβηθήκαμε περισσότερο από άλλους κλάδους, που επίσης ακολούθησαν την πτωτική πορεία που επέφερε η νέα οικονομική κατάσταση. Δεν ήταν καμιά ιδιαίτερη περίπτωση αδιαφορίας ο Γερουλάνος – όλοι οι τελευταίοι κάπως έτσι ήταν, άλλωστε. Απλώς ήταν προκλητική η στάση του. Δεν έπεισε ποτέ και κανέναν ότι θα ασχοληθεί με τα προβλήματα του υπουργείου και σε ό,τι αφορά το θέατρο κανείς μας δεν πίστεψε ποτέ ότι γνωρίζει έστω και ελάχιστες λεπτομέρειες των συνθηκών λειτουργίας του.
Τοποθέτησε κάποια άτομα, άγνωστης εμβέλειας και πρακτικότητας, για να ασχοληθούν με τα προβλήματά μας, περισσότερο φαντάζομαι για να απαλλαγεί ο ίδιος από το άγχος της άγνοιάς του παρά από διάθεση καταμερισμού, εξού και η άρνησή του να έχει επαφή όχι μόνο με τους ενδιαφερόμενους φορείς αλλά και με τους ίδιους τους έμπειρους αρμόδιους του υπουργείου του. Επί τριάντα μήνες ο κόσμος του θεάτρου δεν ήξερε αν υπάρχει υπουργός, αν το θέμα Θέατρο, και όχι μόνο, απασχολεί κάποιον -και ποιον;- μέσα στη Μπουμπουλίνας και όταν επιτέλους «κουνήθηκε» κάτι, διαπιστώθηκε ότι «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Παρουσιάσανε στον κόσμο του θεάτρου ένα εξάμβλωμα επιχορήγησης, δήθεν αυστηρής και δίκαιας μοριοδότησης, μια τεχνοκρατική αντίληψη για την αξιολόγηση της θεατρικής τέχνης, μιας τέχνης που αν με κάτι πολεμάει και κονταροχτυπιέται, είναι η ίδια η τεχνοκρατία. (Δεν είναι τυχαίο που κάποια μέλη παραιτήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Κάτι που αποδείχτηκε τελικά στην πράξη αφού, π.χ., όταν φτάσανε στην παράγραφο που εξέταζε αν τα θέατρα διαθέτουν πρόσβαση σε ΑμΕΑ (αυτό θεωρείται στοιχείο ταλέντου – μόρια πέντε), να δοθεί το σύνολο των μορίων, πέντε στα πέντε, σε αίθουσες που δεν διαθέτουν την παραμικρή δυνατότητα τέτοιας πρόσβασης και ούτε θα μπορέσουν ποτέ να την αποκτήσουν! Τόσο λεπτεπίλεπτη δικαιοσύνη. Ανήκω, μαζί με άλλους, σ’ αυτή την κατηγορία…).
Όμως, όπως λέει και αυτό το τσαλαπατημένο Σύνταγμά μας, η υποστήριξη του θεάτρου, όπως και όλων των τεχνών, αποτελεί υποχρέωση του κράτους και όλοι περιμένουμε από αυτό να αποδείξει το ενδιαφέρον του. Και η τοποθέτηση κάθε νέου υπουργού, μας γεμίζει ερωτήματα σχετικά με το αν γνωρίζει ή όχι, αν καταλαβαίνει ή όχι και, εν τέλει, αν θέλει και αν θα κάνει κάτι ή όχι. Ο Βουλγαράκης ήταν αποστομωτικός όταν παραδέχτηκε ότι δεν είχε ιδέα από τα προβλήματα αυτά και πως όπως έγινε υπουργός Πολιτισμού, αύριο μπορεί να είναι Υγείας, Παιδείας ή Ναυτιλίας, όπως κι έγινε. Είναι αυτό που αποδεικνύει την αδιαφορία τής εκάστοτε κυβέρνησης για ένα θέμα που θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά της.
Τοποθετείται λοιπόν όποιος δεν βολεύτηκε και έμεινε παραπονεμένος ή κάποιος που γνωρίζει την κρισιμότητα ενός υπουργείου Πολιτισμού, κάποιος που να καταλαβαίνει τουλάχιστον τη σημασία της λέξης Πολιτισμός; Γιατί είναι ζήτημα αν στους τελευταίους είκοσι υπουργούς, ένα ποσοστό δύο στα εκατό διέθετε τα εφόδια και ήξερε πού πήγαινε.
Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι. Υπάρχουν και τους ξέρουν όλοι. Τόλμη χρειάζεται για τη σωστή επιλογή τους και αυτήν απαιτεί όλος ο κλάδος που ασχολείται με το Θέατρο. Και είναι ο ίδιος αυτός κλάδος που δηλώνει πάντοτε σε κάθε νεοφερμένο υπουργό ότι είναι στη διάθεσή του να τον βοηθήσει στην κατανόηση των προβλημάτων και των πιθανών λύσεων, γιατί ο μόνος τρόπος να γνωρίσει τα προβλήματα είναι να τα κουβεντιάσει με εκείνους που τα ζούνε. Όχι με τους θεωρητικούς, αλλά με τους εργάτες του σανιδιού. Που θα είναι και τώρα στη διάθεσή του (ως προς αυτό μπορώ να τον διαβεβαιώσω) αρκεί αυτός να το θελήσει και να το ζητήσει. Είναι η μόνη λύση που μας απέμεινε πλέον για να λύνουμε τα προβλήματά μας. Κάτι όμως που κατά κανόνα δεν γίνεται. Γιατί άραγε; Επειδή πάντοτε εμφανίζονται οι γνωστοί επιτήδειοι ημέτεροι; Επειδή επηρεάζονται από παντογνώστες δημοσιογράφους των πολιτιστικών που για όλα έχουν γνώμη; Επειδή στελεχώνουν τα γραφεία τους με έμπιστους φίλους που έχουν ελάχιστη σχέση με τα θέματα; Επειδή παρασύρονται από τις κολακείες των πρόθυμων συναδέλφων μου που, βλέποντας κάπως πιο μακριά, σπεύδουν να χαϊδέψουν αφτιά;
Κύριε καινούργιε υπουργέ του Πολιτισμού, μην αναλάβετε τις τύχες μας αν δεν μας αγαπάτε πραγματικά. Μην ασχοληθείτε με τα προβλήματά μας αν δεν τα κατέχετε. Είναι περίπλοκη η υπόθεση του Θεάτρου και ιερή η αποστολή της δουλειάς μας. Γιατί κάνουμε μια δουλειά που δεν έχει φανερό αποτέλεσμα. Κάνουμε κάτι δύσκολο που δεν έχει όνομα, κάτι που απευθύνεται στις ψυχές κι όχι στο στομάχι. Στο μυαλό κι όχι στην τσέπη. Μπορεί εδώ να χαμογελάσετε με συγκατάβαση και να μου κλείσετε το μάτι, αλλά το επάγγελμα που κάνουμε θέλουμε -και είμαστε πολλοί αυτοί- να μην πάψει να είναι λειτούργημα και σ’ αυτό θα βοηθούσε μια υπεύθυνη πολιτική στάση.
Από μεθαύριο θα έχουμε μια καινούργια κυβέρνηση και κάθε τέτοια στιγμή όλοι μας όσοι ασχολούμαστε με την Τέχνη -θα μιλήσω για τους ανθρώπους του θεάτρου μόνο, χωρίς φυσικά να εκπροσωπώ κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό μου- μας απασχολεί ποιος θα είναι ο καινούργιος προϊστάμενος στο υπουργείο Πολιτισμού. Ενός υπουργείου εντελώς εγκαταλειμμένου τα τελευταία χρόνια, όπου περισσότερο καλυπτόταν από κάποιον που έπρεπε να του δοθεί ένα χαρτοφυλάκιο για να βγει η κομματική υποχρέωση και καθόλου για να προωθηθούν τα καυτά θέματα που το αφορούν. Οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Κι έχουμε τώρα να καμαρώσουμε για ένα Φεστιβάλ που η συρρίκνωσή του αποτελεί διεθνή ντροπή, ένα παρατημένο στο έλεός του Θεατρικό Μουσείο, δύο Κρατικές Σκηνές που η μείωση της επιχορήγησής τους οδηγεί μαθηματικά στη γραφικότητά τους, τα ΔΗΠΕΘΕ που εξαφανίζονται σιγά-σιγά από το χάρτη και φυσικά το ιδιωτικό θέατρο, το αποκαλούμενο ελεύθερο. Το μεγαλύτερο και πιο ζωντανό θεατρικό κομμάτι της χώρας από το οποίο ουσιαστικά προέρχεται η εξέλιξη και η πρόοδος αυτής της Τέχνης, περνάει μία από τις χειρότερες περιόδους του μη έχοντας καμία προστασία από την Πολιτεία που με την αδιαφορία της σπρώχνει θιάσους με ιστορία και σπάνια προσφορά να κατεβάζουν ρολά. Δεν είναι κανείς ανόητος για να απαιτεί τη χρηματοδότηση του θεάτρου σε βάρος άλλων αναγκών της χώρας. Όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει και, δικαιολογώντας ή όχι τις αιτίες, αναγκαζόμαστε να προσαρμοζόμαστε. Οι μειώσεις των κονδυλίων προς το Θέατρο όμως δεν ακολούθησαν μια ανάλογη ποσοστιαία ελάττωση, αλλά υπέστησαν μια κάθετη πτώση. Αν σ’ αυτό προστεθεί η ανεπανάληπτη αδιαφορία του τελευταίου υπουργού, με αποκορύφωμα την εξοργιστικά επιδεικτική του περιφρόνηση προς τους πάντες και τα πάντα, καταλαβαίνει κανείς το γιατί οι άνθρωποι του θεάτρου θορυβηθήκαμε περισσότερο από άλλους κλάδους, που επίσης ακολούθησαν την πτωτική πορεία που επέφερε η νέα οικονομική κατάσταση. Δεν ήταν καμιά ιδιαίτερη περίπτωση αδιαφορίας ο Γερουλάνος – όλοι οι τελευταίοι κάπως έτσι ήταν, άλλωστε. Απλώς ήταν προκλητική η στάση του. Δεν έπεισε ποτέ και κανέναν ότι θα ασχοληθεί με τα προβλήματα του υπουργείου και σε ό,τι αφορά το θέατρο κανείς μας δεν πίστεψε ποτέ ότι γνωρίζει έστω και ελάχιστες λεπτομέρειες των συνθηκών λειτουργίας του.
Τοποθέτησε κάποια άτομα, άγνωστης εμβέλειας και πρακτικότητας, για να ασχοληθούν με τα προβλήματά μας, περισσότερο φαντάζομαι για να απαλλαγεί ο ίδιος από το άγχος της άγνοιάς του παρά από διάθεση καταμερισμού, εξού και η άρνησή του να έχει επαφή όχι μόνο με τους ενδιαφερόμενους φορείς αλλά και με τους ίδιους τους έμπειρους αρμόδιους του υπουργείου του. Επί τριάντα μήνες ο κόσμος του θεάτρου δεν ήξερε αν υπάρχει υπουργός, αν το θέμα Θέατρο, και όχι μόνο, απασχολεί κάποιον -και ποιον;- μέσα στη Μπουμπουλίνας και όταν επιτέλους «κουνήθηκε» κάτι, διαπιστώθηκε ότι «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Παρουσιάσανε στον κόσμο του θεάτρου ένα εξάμβλωμα επιχορήγησης, δήθεν αυστηρής και δίκαιας μοριοδότησης, μια τεχνοκρατική αντίληψη για την αξιολόγηση της θεατρικής τέχνης, μιας τέχνης που αν με κάτι πολεμάει και κονταροχτυπιέται, είναι η ίδια η τεχνοκρατία. (Δεν είναι τυχαίο που κάποια μέλη παραιτήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Κάτι που αποδείχτηκε τελικά στην πράξη αφού, π.χ., όταν φτάσανε στην παράγραφο που εξέταζε αν τα θέατρα διαθέτουν πρόσβαση σε ΑμΕΑ (αυτό θεωρείται στοιχείο ταλέντου – μόρια πέντε), να δοθεί το σύνολο των μορίων, πέντε στα πέντε, σε αίθουσες που δεν διαθέτουν την παραμικρή δυνατότητα τέτοιας πρόσβασης και ούτε θα μπορέσουν ποτέ να την αποκτήσουν! Τόσο λεπτεπίλεπτη δικαιοσύνη. Ανήκω, μαζί με άλλους, σ’ αυτή την κατηγορία…).
Όμως, όπως λέει και αυτό το τσαλαπατημένο Σύνταγμά μας, η υποστήριξη του θεάτρου, όπως και όλων των τεχνών, αποτελεί υποχρέωση του κράτους και όλοι περιμένουμε από αυτό να αποδείξει το ενδιαφέρον του. Και η τοποθέτηση κάθε νέου υπουργού, μας γεμίζει ερωτήματα σχετικά με το αν γνωρίζει ή όχι, αν καταλαβαίνει ή όχι και, εν τέλει, αν θέλει και αν θα κάνει κάτι ή όχι. Ο Βουλγαράκης ήταν αποστομωτικός όταν παραδέχτηκε ότι δεν είχε ιδέα από τα προβλήματα αυτά και πως όπως έγινε υπουργός Πολιτισμού, αύριο μπορεί να είναι Υγείας, Παιδείας ή Ναυτιλίας, όπως κι έγινε. Είναι αυτό που αποδεικνύει την αδιαφορία τής εκάστοτε κυβέρνησης για ένα θέμα που θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά της.
Τοποθετείται λοιπόν όποιος δεν βολεύτηκε και έμεινε παραπονεμένος ή κάποιος που γνωρίζει την κρισιμότητα ενός υπουργείου Πολιτισμού, κάποιος που να καταλαβαίνει τουλάχιστον τη σημασία της λέξης Πολιτισμός; Γιατί είναι ζήτημα αν στους τελευταίους είκοσι υπουργούς, ένα ποσοστό δύο στα εκατό διέθετε τα εφόδια και ήξερε πού πήγαινε.
Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι. Υπάρχουν και τους ξέρουν όλοι. Τόλμη χρειάζεται για τη σωστή επιλογή τους και αυτήν απαιτεί όλος ο κλάδος που ασχολείται με το Θέατρο. Και είναι ο ίδιος αυτός κλάδος που δηλώνει πάντοτε σε κάθε νεοφερμένο υπουργό ότι είναι στη διάθεσή του να τον βοηθήσει στην κατανόηση των προβλημάτων και των πιθανών λύσεων, γιατί ο μόνος τρόπος να γνωρίσει τα προβλήματα είναι να τα κουβεντιάσει με εκείνους που τα ζούνε. Όχι με τους θεωρητικούς, αλλά με τους εργάτες του σανιδιού. Που θα είναι και τώρα στη διάθεσή του (ως προς αυτό μπορώ να τον διαβεβαιώσω) αρκεί αυτός να το θελήσει και να το ζητήσει. Είναι η μόνη λύση που μας απέμεινε πλέον για να λύνουμε τα προβλήματά μας. Κάτι όμως που κατά κανόνα δεν γίνεται. Γιατί άραγε; Επειδή πάντοτε εμφανίζονται οι γνωστοί επιτήδειοι ημέτεροι; Επειδή επηρεάζονται από παντογνώστες δημοσιογράφους των πολιτιστικών που για όλα έχουν γνώμη; Επειδή στελεχώνουν τα γραφεία τους με έμπιστους φίλους που έχουν ελάχιστη σχέση με τα θέματα; Επειδή παρασύρονται από τις κολακείες των πρόθυμων συναδέλφων μου που, βλέποντας κάπως πιο μακριά, σπεύδουν να χαϊδέψουν αφτιά;
Κύριε καινούργιε υπουργέ του Πολιτισμού, μην αναλάβετε τις τύχες μας αν δεν μας αγαπάτε πραγματικά. Μην ασχοληθείτε με τα προβλήματά μας αν δεν τα κατέχετε. Είναι περίπλοκη η υπόθεση του Θεάτρου και ιερή η αποστολή της δουλειάς μας. Γιατί κάνουμε μια δουλειά που δεν έχει φανερό αποτέλεσμα. Κάνουμε κάτι δύσκολο που δεν έχει όνομα, κάτι που απευθύνεται στις ψυχές κι όχι στο στομάχι. Στο μυαλό κι όχι στην τσέπη. Μπορεί εδώ να χαμογελάσετε με συγκατάβαση και να μου κλείσετε το μάτι, αλλά το επάγγελμα που κάνουμε θέλουμε -και είμαστε πολλοί αυτοί- να μην πάψει να είναι λειτούργημα και σ’ αυτό θα βοηθούσε μια υπεύθυνη πολιτική στάση.
* Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης
(Σημείωση του Δρόμου: Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε λίγο πριν τις εκλογές, ωστόσο, είναι άκρως επίκαιρο, αφού αναδεικνύει ένα πολύ σημαντικό και χρόνιο ζήτημα)
Σχόλια