Έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια ζωής με τον κορωνοϊό, μπορούμε πλέον να ορίσουμε με σχετική ασφάλεια κάποιες βασικές διαστάσεις του. Πρόκειται για μια ίωση η οποία είναι επικίνδυνη για συγκεκριμένες ηλικιακές, κοινωνικές και κλινικές ομάδες του πληθυσμού, με παγκόσμια πλέον εξάπλωση, η οποία τείνει όσο περνάει ο καιρός να γίνεται ενδημική. Ο ιός γίνεται πιο μεταδοτικός (μετάλλαξη Δ), όμως φαίνεται επίσης να γίνεται λιγότερο επικίνδυνος. Τα εμβόλια που αναπτύχθηκαν για να καταπολεμήσουν τον κορωνοϊό αποτέλεσαν ένα σημαντικό όπλο για την προστασία των πιο ευάλωτων, καθώς μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής νοσηλείας, χωρίς όμως να περιορίζουν τη μετάδοση. Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεται ότι συγκεκριμένες ιατρικές πρακτικές και φαρμακευτικές αγωγές είναι πολύ πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του κορωνοϊού και χωρίς τις παρενέργειες —ακόμα και θανατηφόρες— που καταγράφονται, έστω και σε μικρό ποσοστό, του εμβολιασμένου πληθυσμού.
ΕΝΩ ΛΟΙΠΟΝ η αντικειμενική κατάσταση παρουσιάζει αυτή την εικόνα, οι διάφοροι φορείς της αστικής διακυβέρνησης έσπευσαν όλον αυτό τον καιρό να βομβαρδίσουν την κοινωνία με μια τεράστια γκάμα τρομοκρατικών αφηγημάτων, τα οποία εντέλει οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: κινδυνεύουν και είναι επικίνδυνοι όλοι για όλους. Η ιατρική απολυτότητα θύμιζε την οικονομική γλώσσα της περιόδου του μνημονίου, αλλά και την εθνικιστική γλώσσα περί αναθεωρητικής Μακεδονίας και Τουρκίας. Να ακούτε τους γιατρούς, όπως ακούγατε τους οικονομολόγους και τους στρατηγούς!
Πάνω σε αυτή τη τρομοκρατία, τα λοκντάουν και τώρα οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί θεωρήθηκαν μονόδρομος για την καταπολέμηση του κορωνοϊού, τη στιγμή που στο διεθνές πεδίο υλοποιήθηκαν ριζικά διαφορετικές στρατηγικές, πολύ πιο επιτυχημένες ακόμη και στη στενά νοούμενη βιολογική σφαίρα. Η ιατρική και η επιστήμη πολιτικοποιήθηκαν άγρια, έχασαν την αξιοπιστία τους και το μόνο που τους απέμεινε ήταν οι λευκές ρόμπες. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι: η επιστημονική άποψη ‒συγκριτικά με τις προεπιστημονικές μορφές γνώσης‒ κρίνεται άραγε από την αυστηρή μέθοδο, τον τρόπο ανάλυσης, επεξεργασίας και τον αναστοχασμό των εννοιών και των εμπειρικών δεδομένων ή ταυτίζεται με όποιον φοράει απλώς τα ράσα;
Είναι βέβαιο ότι οι νέες τεχνολογίες θα υπαχθούν στους αλλότριους σκοπούς της κερδοφορίας και της πολιτικής καταστολής των καταφρονημένων αυτού του κόσμου
Η επίκληση της επιστημονικής γνώσης με σκοπό την νομιμοποίηση πολιτικών αποφάσεων φαίνεται ότι είναι η κατεύθυνση της άρχουσας τάξης. Οι Τσιόδρες ‒σύμβολο υποβιβασμού της επιστήμης στο επίπεδο της υγιεινιστικής προπαγάνδας‒ πλέον εμφανίζονται παντού. Στα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, η «επιστημονική» απάντηση είναι η αυτοενοχοποίηση και η ατομική ευθύνη για το αποτύπωμα του άνθρακα και την παραγωγή πλαστικών· στην ψηφιακή επανάσταση, η «επιστημονική» απάντηση είναι η μεγέθυνση της επιτήρησης σε όλο το εύρος και μήκος της κοινωνικής ζωής καθώς και η αντικατάσταση της ενσώματης και συναισθηματικά διαμεσολαβημένης ζωής από την εξατομικευμένη τηλε-εργασία, τηλε-εκπαίδευση και τηλε-διασκέδαση. Η ραγδαία είσοδος του ψηφιακού στη ζωή μας υλοποιήθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να οδηγήσει στην κοινωνία-φυλακή. Την στιγμή λοιπόν που οι νέες τεχνολογίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην υπέρβαση πολλών αντικειμενικών περιορισμών, στο πόσον ελεύθερο χρόνο έχουμε και στην αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής, στρέφονται αντιθέτως στην περαιτέρω εγκαθίδρυση των περιορισμών, της εξατομίκευσης και νέων μορφών «σκλαβιάς».
Οι αλλαγές στον καταμερισμό εργασίας, η καταστροφή μορφών χειρωνακτικής εργασίας, είναι ένα αντικειμενικό γνώρισμα της κοινωνίας που έρχεται. Δεν γνωρίζουμε ακόμα ποια θα είναι η σημασία της τεχνητής νοημοσύνης, της γιγάντωσης της υπολογιστικής ικανότητας στο εγγύς μέλλον. Όμως είναι βέβαιο ότι οι νέες τεχνολογίες θα υπαχθούν στους αλλότριους σκοπούς της κερδοφορίας και της πολιτικής καταστολής των καταφρονημένων αυτού του κόσμου. Από αυτή την άποψη η εμπειρία αυτού του ενάμιση χρόνου με τον κορωνοϊό είναι ένα παράθυρο στο είδος της πολιτικής που έρχεται. Οφείλουμε να ασκούμε κριτική απέναντι στα ερωτήματα και τον προσανατολισμό της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών. Όποιος δεν το κάνει θα βρεθεί λίαν συντόμως στη θέση να υποστηρίζει ‒εξ αριστερών‒ τις αξίες και τις πολιτικές της κοινωνικής αντίδρασης.
Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που έχει κηρυχθεί, υποτίθεται για να περιορίσει της διασπορά του κορωνοϊού, όχι μόνο παραμένει σε ισχύ αλλά καθημερινά εγκαθιδρύεται σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Η επίθεση βρίσκεται εν εξελίξει, σφραγίζοντας το πολιτικό μέλλον. Στο εδώ και το τώρα επιχειρείται στην Δύση ένα σχέδιο απομόνωσης όσων δεν επιθυμούν να συνταχθούν με την ρητορική της κορωνο-προπαγάνδας. Ο εμβολιασμός δεν παρουσιάζεται απλώς ως ένας τρόπος επιπλέον ατομικής «θωράκισης» αλλά ως κριτήριο συναίνεσης με την κυρίαρχη πολιτική. Βρισκόμαστε μπροστά σε διαδικασίες οικοδόμησης μιας κοινωνίας διακρίσεων, με σκοπό την περιθωριοποίηση όσων δεν έχουν τυποποιηθεί ως βιολογικώς κατάλληλοι να συμμετέχουν σε κοινωνικές διεργασίες. Αυτή η προσομοίωση απαρτχάιντ, πέραν του ότι λειτουργεί προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τον κορωνοϊό, αποτελεί και μια εξαιρετική ευκαιρία επίλυσης από την πλευρά του κράτους όλων εκείνων των ανειλημμένων υποχρεώσεων που είχε απέναντι στο ταξικό, ανταγωνιστικό κίνημα. Όσο περισσότερο χρόνο τούς δώσουμε, τόσο λιγότερο χρόνο και χώρο θα έχουμε για το χτίσιμο της δικής μας πολιτικής. Η συναίνεση στην τρομο-υστερία του κορωνοϊού συνιστά αλλοίωση της πολιτικής μας κουλτούρας, πράγμα το οποίο οδηγεί στον αναχωρητισμό από τα εγκόσμια καθώς όλοι θα φοβόμαστε για την προσωπική μας υγεία.
ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ότι μπροστά σε αυτές τις τρομακτικές αλλαγές, η «κόπρος του Αυγεία», αυτό που εννοούσε ο Μαρξ ως ιστορικά και πολιτισμικά κληροδοτήματα του Μεσαίωνα, η Εκκλησία, οι προλήψεις, ο οπισθοδρομικός Ρομαντισμός, θα αντιδράσουν από το δικό τους μετερίζι. Η όντως υπάρχουσα πτέρυγα του ανορθολογισμού, το παπαδαριό, οι φασίστες και οι εθνικιστές διαβάζουν όλες αυτές τις εξελίξεις άκρως επιθετικά. Η ακροδεξιά και ο εθνικισμός, ως πολιτική αποκρυστάλλωση της «κόπρου», αντιδρούν σαν αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο στις εξελίξεις αυτές. Η αριστερά και η αναρχία δεν πρέπει να κάνουν το λάθος να θεωρήσουν ότι θα μπορέσουν να οικοδομήσουν κάποιο συλλογικό αγώνα με αυτούς που θέλουν να επαναφέρουν τα παραδοσιακά απαρτχάιντ. Ιδίως έπειτα από τις εξελίξεις στην Σταυρούπολη, οι οποίες σαφώς και επικοινώνησαν με το κίνημα των ακροδεξιών «αντιεμβολιαστών» και με τα μακεδονικά συλλαλητήρια, πρέπει να μεριμνήσουμε, όχι απλώς για την περιθωριοποίηση, αλλά για το τσάκισμα αυτών των στοιχείων.