Αντέδρασε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου I. Κλάπα, στην κριτική που άσκησε η Μ. Καρυστιανού στους χειρισμούς του ανακριτή στην υπόθεση των Τεμπών, κάνοντας λόγο για «σεβασμό των θεσμών» και υπεραμυνόμενη (απέναντι στους πολίτες και όχι στη διαρκώς παρεμβαίνουσα εξουσία) την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Ας δούμε όμως πως λειτουργεί η δικαιοσύνη στη χώρα μας, καθιστώντας στην πράξη τη δικαστική εξουσία σε αναπόσπαστο τμήμα ενός ενιαίου καθεστώτος, ακυρώνοντας τον όποιο (θεσμικά και συνταγματικά επιβαλλόμενο) ελεγκτικό ρόλο απέναντι στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Κατ’ αρχάς η ανώτατη ηγεσία κάθε δικαστικού σώματος (ΣτΕ, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) επιλέγεται απευθείας από το υπουργικό συμβούλιο, με την κυβέρνηση να διορίζει έτσι το σύνολο των προέδρων, αντιπροέδρων, και ανώτατων εισαγγελέων, καθιστώντας την όποια ανεξαρτησία, τυπική.

Σε όλη την περίοδο των 50 μεταπολιτευτικών χρόνων η δικαιοσύνη ήταν βασικός πυλώνας του συστήματος. Όποτε χρειάστηκε στάθηκε αποφασιστικά (και μερικές φορές με κραυγαλέο τρόπο) υπέρ του «κατεστημένου», με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Δικαιολόγησε και νομιμοποίηση όλες τις βασικές επιλογές της ευρωκρατίας, δίνοντας το πράσινο φως για αποφάσεις που αναντίρρητα μείωσαν την εθνική κυριαρχία της χώρας. Θεώρησε συνταγματικές όλες τις μνημονιακές συμφωνίες (άσχετα αν αυτές παραβίαζαν κατάφωρα το Σύνταγμα του 1975), δεν παρενέβη αλλά διευκόλυνε όλες τις παραβιάσεις του Συντάγματος για την «πράσινη μετάβαση» και την καταστροφή του περιβάλλοντος, θεώρησε εντελώς συνταγματικές και νόμιμες τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων φορέων κοινής ωφέλειας, συγκάλυψε με άνωθεν παρεμβάσεις πολλά σκάνδαλα, δεν έκανε τίποτα όταν αποκαλύφθηκαν εκτεταμένα δίκτυα υποκλοπών, καθυστέρησε και δεν πήρε καμία έγκαιρη πρωτοβουλία σε μεγάλες καταστροφές και συστημικά εγκλήματα (π.χ. Τέμπη). Επίσης δεν «ίδρωσε το αφτί της», όταν καταπατήθηκε η απόφαση του Δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015, δεν απαίτησε ποτέ να ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου και να παραπεμφθούν όλοι οι υπεύθυνοι. Έδειξε πλήρη αδιαφορία για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης την περίοδο της πανδημίας και δεν προστάτεψε τα δικαιώματα όσων δεν ήθελαν να εμβολιαστούν, αλλά και συνολικά της κοινωνίας από το καθεστώς επιτήρησης. Κάλυψε και δικαιολόγησε όλους τους αντεργατικούς νόμους και δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει παράνομη και καταχρηστική κάθε απεργία όταν αυτό ζητήθηκε από την εργοδοσία.

Το παραπάνω μοτίβο μοιάζει να αναπαράγεται και στην υπόθεση των Τεμπών, ως μέρος του σχεδίου συγκάλυψης που ενεργοποιήθηκε με κέντρο το Μαξίμου από τις πρώτες ώρες της τραγωδίας. Από τις παραινέσεις της Γ. Αδειλίνη στους γονείς να απευθυνθούν στην εκκλησία, ως τις ολιγωρίες και τα κενά στις έρευνες των ανακριτικών αρχών που επέτρεψαν να χαθούν και να καταστραφούν σημαντικά στοιχεία για τις συνθήκες του ατυχήματος, η δικαιοσύνη αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων, δημιουργώντας εύλογες υποψίες πως ορισμένοι εκ των λειτουργών της είναι σε εντεταλμένη υπηρεσία για να κλείσει η υπόθεση χωρίς να θιγούν πρόσωπα της εξουσίας που εμπλέκονται άμεσα (π.χ. στον συντονισμό του μπαζώματος) ή έμμεσα (π.χ. με τις ευθύνες για τις συνθήκες ασφαλείας στις υποδομές) στο έγκλημα.

Με αυτά κατά νου μοιάζει απόλυτα επιβεβλημένη η αντίδραση των συγγενών θυμάτων των Τεμπών. Η μήνυση κατά του ανακριτή μοιάζει ως μονόδρομος για να κάνει η δικαιοσύνη το πραγματικό της έργο. Όπως η ενεργοποίηση των τεχνικών συμβούλων και των πραγματογνωμόνων ήταν μονόδρομος για να μην χαθούν στοιχεία και πειστήρια από την οργανωμένη αδιαφορία των αρχών.

Η Μ. Καρυστιανού, απαντώντας στην Ι. Κλάπα, έρχεται να τοποθετήσει την έννοια της δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας στην πραγματική της διάσταση: «Όσοι λοιπόν λειτουργούν κατά παράβαση των νόμων και αγνοούν τις συνταγματικές εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, ΑΥΤΟΙ και μόνο καταπατούν τη Δημοκρατία.

Ο σεβασμός κερδίζεται και αποδίδεται σε όσους και μόνο πραγματικά σέβονται τη Δημοκρατία και τους νόμους, ανεξάρτητα από τις γνώσεις, την εμπειρία και τη θέση που κατέχουν.

Στην υπόθεση των Τεμπών που έφερε στο φως κάθε πραγματική λοιδορία, προσβολή, καθύβριση και υποτίμηση των δημοκρατικών θεσμών, και ανέδειξε ότι επί δέκα και πλέον χρόνια οι πολίτες της στοιβάζονται σε βαγόνια θανάτου, διότι κάποιοι φρόντισαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια εκατομμυρίων ευρώ που αφαίμαξαν να τα διοχετεύσουν αλλού και όχι στην ασφάλεια των επιβατών, εμείς δεν παραιτούμαστε!

Πιστοί στη δικαίωση των ψυχών των παιδιών μας και αφοσιωμένοι στη συνταγματική μας υποχρέωση, θα προστατεύουμε τη Δημοκρατία εναντίον οποιουδήποτε λειτουργεί υποκριτικά και στην πράξη την καταλύει».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!