Η Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας (ΚΟΕ) είναι γνωστή σε αρκετούς για τις απόψεις και τη δράση της. Από την προηγούμενη δεκαετία έκανε επιλογές άρνησης περιχαρακώσεων και συνηθειών που μέχρι τότε έμοιαζαν απαράβατες στους χώρους της αριστεράς. Συμμετείχε σε διεργασίες, όπως αυτές των Φόρουμ και του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και αργότερα, ενεπλάκη ενεργά στην «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2012 δεν αποδέχθηκε το δίλημμα που τέθηκε να διαλυθεί ως ανεξάρτητη οργάνωση ή να μετατραπεί σε «τάση» του ΣΥΡΙΖΑ και επέλεξε να αναστείλει την αυτοτελή δημόσια έκφρασή της, θεωρώντας ότι έτσι θα συνέβαλλε στο κοινό -τότε- εγχείρημα. Το 2014 διαφώνησε ριζικά με την στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και την αντίληψη που κυριάρχησε εν όψει της διαφαινόμενης διακυβέρνησης. Διαχωρίστηκε οριστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 και στις 19 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς δήλωσε ότι δεν ισχύει πλέον η αναστολή της δημόσιας παρουσίας της. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου που ακολούθησαν, δεν υποστήριξε κανένα ψηφοδέλτιο της Αριστεράς. Ο Δρόμος, δημοσιεύει σήμερα ένα άρθρο του Γιώργου Παπαϊωάννου, εκπροσώπου της ΚΟΕ, για την τωρινή στάση της οργάνωσης. Υπενθυμίζουμε ότι η ΚΟΕ συμμετέχει ενεργά στο εγχείρημα του Δρόμου της Αριστεράς.
Για μια συλλογικότητα αναζήτησης, συμβολής και χειραφέτησης
– Κατευθύνσεις και επιλογές της ΚΟΕ σε μια απαιτητική εποχή
– Για την ανοικτή συμμετοχή σε ενδιαφέροντα εγχειρήματα και ιστορικά κινήματα
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Το «εάν» και το «πώς» υπάρχει ο καθένας δεν είναι ακριβώς δικό του ζήτημα. Τουλάχιστον για όσους πιστεύουν ότι «δεν είσαι ό,τι δηλώσεις». Γιατί ζούμε σε μια εποχή που απειλείται η ίδια η ύπαρξη της χώρας, ενώ και αυτό που είναι γνωστό σαν «Αριστερά» βρίσκεται στην κυβέρνηση, ξεπουλώντας και καταστρέφοντας. Αυτά ορίζουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο συζητάμε αν μια σχετικά μικρή συλλογικότητα ανθρώπων υπάρχει ή όχι. Αλλά και επιπλέον, οι δείκτες για το αν μια συλλογικότητα έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης δεν μπορεί να είναι μια αφίσα ή ένα πανό σε μια πορεία. Η αυτοαναφορική στάση, το να υπάρχει κανείς δηλαδή κυρίως για τον εαυτό του, με κέντρο τον εαυτό του, αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα για την Αριστερά. Η οργάνωση ή το κόμμα σαν «στέγη» για τα μέλη του και μόνο, η επένδυση των πάντων στον ιδιαίτερο οργανισμό και όχι στην γενικότερη «υπόθεση» ή στο κίνημα, χαρακτήρισαν ιστορικά τις περισσότερες προσπάθειες στο χώρο της Αριστεράς μετά τη μεταπολίτευση.
Κομμουνισμός και ριζοσπαστισμός
Χωρίς να είμαστε «προστατευμένοι» από ελλείψεις και ανεπάρκειες, ήδη από τα χρόνια των «πλατειών», ως συλλογικότητα οριστήκαμε από δύο κυρίως στοιχεία: Την κομμουνιστική αναφορά και τον ριζοσπαστισμό που εκφράζεται μέσα στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, στην πραγματικότητα, το «υπαρξιακό» ζήτημα για εμάς είναι ακόμα βαθύτερο. Γιατί οι συλλογικότητες που αυτοπροσδιορίζονται στον «χώρο» του κομμουνισμού δεν μπορούν παρά να παίρνουν υπ’ όψιν τους δύο παραμέτρους και ακόμα μία. Η πρώτη βασική παράμετρος είναι ότι διεθνώς δεν υφίσταται αυτό που θα λέγαμε «κομμουνιστικό κίνημα». Υπάρχουν άνθρωποι, κόμματα, οργανώσεις, αγωνιστές, διανοούμενοι που τοποθετούν τους εαυτούς τους στην ιστορική συνέχεια αυτού του κινήματος. Δεν υπάρχει όμως ένα στοιχειωδώς συνεκτικό ρεύμα που να συγκροτείται στη βάση κάποιων ελάχιστων κοινών παραδοχών και κατευθύνσεων και να ορίζει μια στάση σε συνάρτηση με μια κίνηση «μαζών». Όποιος φαντάζεται ότι υπάρχει ή κινείται σαν αυτό να υπάρχει, δύσκολα θα προσανατολιστεί. Ακόμα και ο μαρξισμός, αν τον καταλαβαίνει κανείς κυρίως μέσα από τα γραπτά και τη μηχανιστική μεταφορά τους στο σήμερα, δεν έχει να δώσει πολλά. Η δεύτερη βασική παράμετρος είναι ότι το κομμουνιστικό κίνημα όπως υπήρξε στον 20ο αιώνα οδηγήθηκε τελικά σε τεράστιες στρεβλώσεις και αποκλίσεις από τους διακηρυγμένους σκοπούς του, γεγονός που δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ αλλά είναι μεγάλης σημασίας. Η «ακόμα μία» παράμετρος είναι ότι και το ρεύμα που ονομάστηκε Αριστερά του 21ου αιώνα έχει διανύσει ήδη μια πορεία και βρίσκεται σε όχι «άνετη» κατάσταση σήμερα, αλλά αρκετά στριμωγμένο και χωρίς πολλά αποθέματα.
Σε σχέση με τον ριζοσπαστισμό: Η ΚΟΕ δεν αναφέρεται στον «δικό της» ή της «Αριστεράς» γενικώς, αλλά στον λαϊκό ριζοσπαστισμό με τα δικά του χαρακτηριστικά και τις δικές του μορφές έκφρασης. Από μια άποψη, η ίδια η έννοια της Αριστεράς θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να οριστεί από αυτή την συνάντηση. Ο προσανατολισμός μας προς το «υπαρκτό» φορτίο του ριζοσπαστισμού ήταν και παραμένει βασική μας μέριμνα. Δυστυχώς, σχεδόν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς αρνήθηκαν να τον εντοπίσουν ως ιδιαίτερη ποιότητα, τον «σνόμπαραν» ή τον κριτίκαραν ως ανεπαρκή, καθυστερημένο και «λαϊκιστικό».
Τι είδους συλλογικότητα;
Με βάση όλα αυτά, εμείς θέλουμε να επενδύσουμε σε μια συλλογικότητα συμβολής, αναζήτησης και χειραφέτησης και μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι δύσκολο να αναγνωστεί. Γιατί σήμερα είναι κυρίως εποχή επανεφεύρεσης απαντήσεων στα περισσότερα και σημαντικότερα ζητήματα. Οι σίγουρες για τον εαυτό τους απόψεις, οι στιβαρές τοποθετήσεις, οι σταθερές αξίες (με εισαγωγικά όλα) δεν έδειξαν μεγάλες ικανότητες πραγματικής συμβολής. Αν είμαστε ειλικρινείς, στο ζήτημα των σκοπών δεν έχουν προβληθεί σπουδαία πράγματα που να συνδέονται με την ελλαδική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Τα περισσότερο ουσιαστικά πράγματα έχουν τεθεί από τα -υποτίθεται λιγότερο «πολιτικοποιημένα»- κινήματα και κινήσεις παρά από όσους κινούνται γύρω από την «κεντρική» πολιτική σφαίρα.
Υπάρχει, λοιπόν, η ανάγκη μιας πολιτικής κατεύθυνσης κι αυτό αποτελεί ένα τεράστιο πεδίο συνεισφοράς. Αυτή, όμως, δεν μπορεί να οριστεί από δυο – τρία συνθήματα. Θα σήμαινε το πώς αντιμετωπίζει κανείς την πορεία των ιδεών, στόχων και πρακτικών που αναδεικνύει μια συλλογικότητα σε συνάρτηση με το ζήτημα των ιδεών, στόχων και πρακτικών που «κυκλοφορούν» γενικότερα μέσα στη χώρα. Με αυτή την έννοια, μιλάμε για έναν ευρύ πολιτικό προσανατολισμό και αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος που δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν όσοι φορείς μένουν στο επίπεδο της «παρέμβασης», του στελεχικού «ακτιβισμού» ή των εκλογικών διαδικασιών και μόνο.
Η ΚΟΕ είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να αποφύγει τα δυνατά ρεύματα που ταρακούνησαν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Με δεδομένη αυτή την παραδοχή, επιχειρήσαμε να αντιπαρατεθούμε με τα στερεότυπα της Αριστεράς. Με την δυαδική αντίληψη για την ταξική πάλη, αντίληψη ιδιαίτερα διαδεδομένη σε όλο το σχετικό φάσμα. Με τις απλουστευτικές αντιλήψεις για το κόμμα, τα κινήματα και τις εξεγέρσεις, όπως και για το «εθνικό ζήτημα», τον «πατριωτισμό» και τον «διεθνισμό». Με τις ανεπαρκείς αντιλήψεις για το μεγάλης σημασίας μεταναστευτικό ζήτημα και τις γεωπολιτικές του διαστάσεις. Μέσα από αυτές τις αντιπαραθέσεις και αρκετές ακόμα, έχει δημιουργηθεί ένα βασικό σώμα απόψεων που θεωρούμε σημαντικό για την ουσιαστική συνέχιση της προσπάθειάς μας. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται μόνο ή κυρίως για «απόψεις». Η οικοδόμηση οπτικών και αντιλήψεων, καθώς και κριτηρίων για μια σειρά ζητήματα, είναι το κοπιαστικό έργο που πρέπει να παραχθεί, αφού κανείς συνειδητοποιεί ότι δεν μπορούν να ανοίξουν ενδιαφέροντες δρόμοι χωρίς αυτά.
Αν μάλιστα κοιτάξουμε κατάματα τα δεδομένα, είναι πιθανότερο άλλες μορφές οργάνωσης, και όχι οι παραδοσιακές κομματικές δυνάμεις, να συμβάλλουν σε μια νέα προοπτική και μέσα από εκεί να τροποποιηθούν ορισμένοι όροι ή να προκύψουν νέες συνθέσεις. Με αυτή την έννοια, είναι «καταστατικής» για εμάς σημασίας η κριτική στην «υπαρκτή» Αριστερά, όχι με την έννοια της κατηγορίας προς πρόσωπα, αλλά κυρίως σαν κριτική και αυτοκριτική απόρριψη μεθόδων και αντιλήψεων με την προσπάθεια οικοδόμησης άλλων.
Η αναγκαία τομή
Σήμερα απαιτούνται νέα σχήματα και μορφές συλλογικότητας με περισσότερο χαρακτήρα κινήματος παρά «κόμματος». Είναι, όμως, αναγκαίο να καλλιεργηθεί ένα άλλο πνεύμα για να αναδειχτούν τέτοιες μορφές. Η μορφή-κίνημα δεν μπορεί να ακολουθήσει την πεπατημένη και την αγοραία έκφανση της πολιτικής, δηλαδή πολιτική ίσον κόμμα, εκλογές, βουλευτές, ψήφοι. Ούτε μπορεί να οικοδομηθεί στη βάση μιας γενικόλογης καταγγελτικής φωνής («κάτω», «έξω», «ανατροπή» κ.λπ.). Ανεξάρτητα με το εάν γίνεται σήμερα ευρύτερα κατανοητό, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και το όποιο υποκείμενο δεν μπορεί να απαντηθεί με όρους «στέγης» και πλατφόρμας, δεν είναι τέτοιου είδους πρόβλημα, κομματοκεντρικής δηλαδή υφής. Αν γίνει αυτή η παραδοχή, τότε αναγκαστικά θα επιλέξει κανείς να κινηθεί έξω από κομματοκεντρικά σχήματα και να μην τα αναπαράγει. Με άλλους όρους, χρειάζεται μια τομή στις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες, στις διαδικασίες που ορίζουν και συγκροτούν τα υποκείμενα. Χρειάζεται να εγκαταλειφθούν αρκετές μορφές που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες και να εφευρεθούν άλλες διεργασίες που περισσότερο να απελευθερώνουν παρά να παγιώνουν καταστάσεις και δυναμικές.
Αυτοκριτική και συνέχεια
Μετά τις εξελίξεις που καταγράφηκαν το 2015 και την διάψευση ελπίδων και προσδοκιών, δηλώσαμε ότι περνάμε σε μια αυτοκριτική στάση και σε έναν αναστοχασμό για την πορεία και την προοπτική μας. Η αυτοκριτική στάση σημαίνει κυρίως να μην επαναλαμβάνει κανείς τα λάθη του παρελθόντος, αλλά να πασχίσει να προσδιορίσει μια διαφορετική στάση στις νέες συνθήκες. Η διαδικασία αυτή δεν «κλείνει» εύκολα και με μια έννοια ταυτίζεται με το σύνολο των θεωρητικών και πρακτικών προσπαθειών που καλούμαστε σήμερα να προχωρήσουμε.
Από το καλοκαίρι που μόλις πέρασε, έχει ξεκινήσει στην ΚΟΕ μια διαδικασία ώστε με συλλογικό τρόπο να απαντηθούν ορισμένα ζητήματα και να επιχειρηθεί ένας αξιόπιστος σχεδιασμός που θα παίρνει υπόψη όσα αναφέρθηκαν. Η ΚΟΕ θα προσπαθήσει να υπάρξει κυρίως μέσα από ανοικτά εγχειρήματα, μαζί με άλλους, αναζητώντας και προβάλλοντας νέες ιδέες και πρακτικές. Η εφημερίδα Δρόμος, το φεστιβάλ Resistance, η εκδοτική προσπάθεια Α/συνεχεια, ένα δίκτυο χώρων συνεύρεσης και εκδηλώσεων σε διάφορες πόλεις, η διεθνής δικτύωση με κινήσεις και κινήματα σε πολλές χώρες του κόσμου και άλλες μορφές που υπάρχουν ή αναζητούνται, θα αποτελέσουν μέσα για αυτού του είδους την προσπάθεια. Μέσα από την προσπάθεια να συμβάλλει σε μια κατεύθυνση σαν αυτή που περιγράφεται, η ΚΟΕ απαντά στο ερώτημα πώς θα συνεχίσει. Θα επανέλθουμε.