του Νίκου Σταθόπουλου* 

Τα πάντα κινούνται στους συστημικούς ρυθμούς, σαν μια τάξη παγιωμένη που η ρουτίνα της δίνει τον τόνο στην ατομική και συλλογική ζωή. Η πανδημία μοιάζει να ήρθε σαν επιστέγασμα μιας μακρόχρονης «μόλυνσης» στο πνεύμα και τις προσλαμβάνουσες. Δεν μας προστάτευσαν οι «μάσκες» του νεοθρησκόληπτου σεχταρισμού, του νευρωτικού κοινοβουλευτικού κρετινισμού και του κυμβαλοαλαλάζοντος ακτιβισμού «των τζαμαριών» και των χουλιγκάνικων «ντουουου…». Αυτά τα (κατά Ζορμπά…) «παλιά πολιτεύματα», βοήθησαν μόνο να «αριστεροποιηθεί» η φενακισμένη «ανακουφιστικότητα» του εμπορεύματος.

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ μαθημένη να ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα, μια «πολιτική τάξη» εθισμένη εκλογικευμένα στη μεταϊδεολογία του «διαχειριστισμού», και μια «ιστορική διαλεκτική» όλο και περισσότερο εργαστηριακή και θεαμα-τική. Τα «σκοτεινά εργαστήρια» όπου τελειοποιούνται τάχα οι τύποι των «σύγχρονων συνωμοσιών», έχουν προϋπάρξει επί της ανθρώπινης και πολιτικής ουσίας πολύ καιρό πριν: Μοντάροντας μια κενή συνείδηση καινοφανών φαντασιοπληξιών με επίκεντρο του αυτάρεσκου μηδενός της τον ηττοπαθή κυνισμό της «ρεαλιστικής σκέψης». Ο οικονομισμός του αγοραίου μαρξισμού και ο χυδαιοευδαιμονισμός της αστικής πολιτικής οικονομίας: Έδωσαν στην πολιτική τη ρυπογόνο αίσθηση των χοίρων της Γραφής και νομιμοποίησαν μια φαντασμαγορική ευτέλεια.

Η «πτώση του Τείχους» ενέτεινε καίρια αυτή την αποσύνθεση σηματοδοτώντας, συνειδητές είτε μη συνειδητές αυταπάτες που, σε κάθε περίπτωση, αναθεωρούσαν τους παραδοσιακούς προσδιοριστές του συλλογικού πράττειν, δηλαδή της Πολιτικής. Ο 20ός αι. συντήρησε μια πολιτική «κουλτούρα μαζών» με τις «μάζες» είτε εντυπωσιακά απούσες (αλλά πεπεισμένες ότι «συμμετέχουν») είτε αμήχανα παρούσες σε μια «πρωτοπορία» που έπεφτε σε βαριά κατάθλιψη ανακαλύπτοντας ότι μάλλον «ανακάτευε την τράπουλα» των λανθανουσών συστημικών δυναμικών (διότι, βέβαια, το «σύστημα» είναι οργανικό Όλον και όχι συγκόλληση, οπότε, όπως είναι ευνόητο, άπαντες μπορούν και να ανατρέπουν και να αναπαράγουν…).

Άλλωστε, σημασία δεν έχει «πόσα πλήθη» καταλαμβάνουν τα «Χειμερινά Ανάκτορα» αλλά ποια «δομή λήψης αποφάσεων» εγκαινιάζεται με την ανατροπή: Και ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ιδρύονται ακατάπαυστα με την παραγωγή και διακίνηση –εκ μέρους των μάνατζερ και των ηγεσιών– ψευδαισθήσεων συμμετοχής και συνδιοίκησης.

ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ μετά το Τείχος, και με αφορμή την πανδημία, ζούμε το «σοκ και δέος» της πιο ακυρωμένης και περιφρονημένης (αντικειμενικής) αναγκαιότητας όλων των εποχών: Της αναγκαιότητας να πολεμήσουμε ενάντια σε έναν κοινωνικό-πολιτισμικό μηχανισμό που όχι απλά επιβάλλει συνθήκες εκμετάλλευσης και αδικίας αλλά ανυψώνει σε αυτοοργανωτικό του πρόταγμα τη ριζική μετάλλαξη του ανθρώπου και την «εξέλιξη» της κοινωνίας σε υλοποιημένο video game.

Η κοινωνική εξουσία, διατηρώντας τους διαμορφωτικούς της πυλώνες, το Κέρδος και το Άρχειν, καβαλάει το «μαγικό σκουπόξυλο» της υπερτεχνολογίας και πραγματώνει, σε κρεσέντο φασιστικής τρέλας μεγαλείου, το πλήρες Τεχνητό Είναι. Μόνο έτσι ο μεταβιομηχανικός καπιταλισμός μπορεί να επεκτείνει πολύ τον ορίζοντα των αντιφάσεών του και να «τελειοποιήσει» το ιδρυτικό αστικό όραμα (το πανκυρίαρχο «άτομο της πρωτοβουλίας») υπό τη μορφή της απόλυτης ηγεμονίας του «επιστημονικού ναρκισσισμού».

Σε αυτό το «γίγνεσθαι» (λέμε τώρα…), η Πολιτική δε μπορεί παρά να υποστεί μύριους όσους μετασχηματισμούς: Ο Φόβος, η Δυνατότητα, ο Έλεγχος, το Θέαμα, το Ξερίζωμα, καθορίζουν ένα ρευστό στάτους οργανικής αμηχανίας όπου το «υποκείμενο» νιώθει ασήμαντο και ξένο χάνοντας πια και τα παραδοσιακά του καταφύγια – τον Θεό, την Πατρίδα, την Οικογένεια, τον Έρωτα. Εκτόνωση και υποκατάστατο, δηλαδή το απόλυτο της ουσίας του εμπορεύματος και του «σοσιαλισμού της ανάθεσης», γίνονται οι όροι ενός είναι όχι απλά «αλλοτριωμένου» αλλά συνειδητά συμφιλιωμένου με την πολυδιάσπαση και το σκόρπισμά του.

Η «επιστροφή» στις βασικές δομές της Λογικής, της Ηθικής και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, είναι sine qua non όρος για μια Νέα Συνείδηση που θα διασφαλίζει την πειθώ της ανθρώπινης μοίρας απέναντι στην ψυχοπάθεια της Νέας Ομιλίας και στον (εκ)μηδενισμό της Τεχνολογικής/Ψηφιακής Διαμεσολάβησης

Μάζες με ψευδοζωή σε «κλίμα» πεθαμένης πολιτικής, ορίζουν το περιεχόμενο μιας «εποχής» όπου αποθεώνεται η μεταδημοκρατία της συνταγματικότητας των «καταστάσεων εξαίρεσης» και αυτή η εμπειρία γίνεται ένα θλιβερό «αυτονόητο» της πιο ωραριοποιημένης καθημερινότητας της ιστορίας. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι «πώς θα προσελκύσουμε τους πολίτες»(αυτό ίσχυε σε άλλους καιρούς των τυπικών και σχηματικών διεργασιών εξουσίας) αλλά «πώς θα διαπαιδαγωγήσουμε πολίτες», δηλαδή πώς θα «συντηρήσουμε φωλιές νερού μέσα στις φλόγες». Είναι καίριο να καταλάβουμε ότι ζούμε τη στιγμή της «επανεκκίνησης», όχι της «Μεγάλης» των συστημικών Κέντρων, αλλά της δικής μας, των όρων της συνείδησής μας, των συστατικών του λόγου μας, των «ψηφίδων» του στρατηγικού μας οράματος, της κουλτούρας μας περί ανθρώπου.

Τα περιβόητα γκραμσιανά «Τέρατα» είναι πλέον μια διάχυτη νεομικρομεσαία συνείδηση που αυτοβιώνεται ως «κυβερνοόν» και ζει συμπεριφορικά. Οι παραδοσιακές διαμεσολαβήσεις των κοινωνικών ζυμώσεων και επιδιώξεων «αποπαραδοσιοποιούνται» σε μια διαλεκτική κατάργησης του «εγώ» και του «εμείς» προς ένα νέο σχήμα όπου και τα δυο θα χωνεύονται σε μια νέα, ακαθόριστη ακόμα, «προσωπική αντωνυμία» ψηφιακής συμπεριληπτικότητας.

ΤΟ ΘΕΜΑ είναι αν «πας με τα νερά» αυτής της «εξέλιξης» ή της εναντιώνεσαι οργανικά: Το πρώτο σημαίνει ένα μοντέλο «πλατιάς» και «ανοιχτής» πολιτικής σχέσης βασισμένο στη Γλώσσα και την Εικόνα, και το δεύτερο μια διασυνδεδεμένη πολυεστιακή αμεσοδημοκρατικότητα με όρους πολιτισμικής συνέχειας και ανθρώπινης ριζικότητας. Η ιστορική «ήττα των ιδεολογιών» έχει ως φυσικό αποτέλεσμα κάθε «ιδεολογική» διεργασία και σύνθεση να είναι «εκ γενετής» συστημικό στοιχείο, δηλαδή να «ανασκευάζεται» αυτοματικά μέσα σε ένα ιστορικό πνευματικό κύκλωμα όπου το marketing προσδιορίζει πάσα «απάντηση».

Η καθολική εξουσία του εμπορεύματος και η τεχνολογιοκεντρική αναδιάρθρωση της ταξικής κυριαρχίας: «Συντάσσουν» μια ρυθμιστική δυναμική καθημερινής αναπαραγωγής του Συστήματος, η οποία ταυτίζει, στο φαντασιακό σε όλη τη διαβάθμισή του, το «οράν»(βλέπω), το «σκέπτεσθαι» και το «πράττειν», δημιουργώντας ένα δυσμάχητο στάτους εκλογικευμένης/αυτονοητοποιημένης εναλλαγής αντιφάσεων. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η «επιστροφή» στις βασικές δομές της Λογικής, της Ηθικής και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, είναι sine qua non όρος για μια Νέα Συνείδηση που θα διασφαλίζει την πειθώ της ανθρώπινης μοίρας απέναντι στην ψυχοπάθεια της Νέας Ομιλίας και στον (εκ)μηδενισμό της Τεχνολογικής/Ψηφιακής Διαμεσολάβησης.

Η «Διαλεκτική», η «Οικονομία», η «Κοινωνιολογία», ο «Θετικισμός», το «Κόμμα»-«Εκκλησία»-«Επιστήμονες»: Καταδίκασαν την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου σε μια «τεχνοκρατία χειρισμών-διευθετήσεων», όπου η διάσπαση του εαυτού από τη σκέψη και των δυο από τη συνείδηση, καθόρισε μια νέου τύπου μαζοποίηση και πολτοποίηση της πνευματικότητας. Χρειαζόμαστε μια Πολιτική που θα επανασυνδέει το υποκείμενο με την ιστορία του και θα μετουσιώνει την κατασυκοφαντημένη γήινη μεταφυσική του σε πάθος ζωής με αυθεντικά υλικά χαρακτηριστικά σε ένα πλούσιο και ανένδοτο συναίσθημα. Αυτή η «επανάκαμψη του ρομαντισμού» δεν αφορά μια λαϊκιστική αισθηματολογία αλλά μια πρωτίστως ανθρωποκεντρική οργάνωση του «προγράμματος»: Τίποτα δεν υιοθετείται που δεν στερεώνει τον άνθρωπο στη γη και τη μοίρα του και δεν προάγει τη γνήσια διαλεκτική των εξωστρεφειών που συνδέουν την ανθρωπότητα σε ένα «κύκλωμα» αλληλέγγυων Προσώπων.

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ επανασύνδεσης της Πολιτικής με τη Φιλοσοφία και την Υπέρβαση: Αλλιώς, αυτό το έργο θα το διεκπεραιώσει (όπως ήδη κάνει…) το τελειοποιημένο Θέαμα στα χρόνια της «Μεγάλης Επανεκκίνησης». Τι θέλουμε να είμαστε; – πρωτοπόροι ενός Νέου ανατρεπτικού Διαφωτισμού ή χρήσιμοι ηλίθιοι μιας καλοδεχούμενης ψευδοεναλλακτικής;

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!