του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
I.
Αποτελεί κοινό τόπο η επισήμανση ότι στην όλη εξέλιξη, των, ευρισκόμενων σε κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι, ΝΑΤΟ και Ε.Ε. κομβικός είναι ο ρόλος της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες ανέκαθεν υπήρξαν η ατμομηχανή της ΕΟΚ και της Ε.Ε., όπου αναμφισβήτητος υπήρξε ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας. Δεδομένου ότι οι σχέσεις Σολτς-Μακρόν, παρά την επιφανειακή εγκαρδιότητα και τις εκδηλώσεις ομοψυχίας, δεν διακρίνονται για την ιδιαίτερη χημεία τους, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η εξέλιξή τους μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον θεωρούμενο ως «φιλογάλλο» Μερτς. Υπό την οπτική αυτή, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι στην πρόσφατη «Διάσκεψη των Ηττημένων» στο Λονδίνο, καίτοι τυπικά ορθώς η Γερμανία εκπροσωπήθηκε από τον «υπηρεσιακό» Καγκελάριο Σολτς, δεν προσκλήθηκε, ή, πάντως, δεν παρευρέθηκε ο Φ. Μερτς, ο οποίος, καθώς τον επόμενο μήνα θα είναι και τυπικά στο τιμόνι της Καγκελαρίας, θα είναι εκείνος που, ως ο ηγέτης της ισχυρότερης ευρωπαϊκής χώρας, θα πρωταγωνιστήσει στον σχεδιασμό του φιλοουκρανικού μετώπου. Πολλώ μάλλον καθώς το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στη Γερμανία ευνοεί τον σχηματισμό του γνώριμου και δόκιμου μοντέλου ενός «Μεγάλου Συνασπισμού».
II.
Η ευνοϊκή για την υλοποίηση του κυβερνητικού αυτού σχήματος και η αποτροπή επανάληψης σχηματισμού ενός άκρως επισφαλούς συνασπισμού (CDU-CSU, SPD και Πρασίνων) οφείλεται στην ήττα δύο μικρών κομμάτων των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και του νεοϊδρυθέντος από την, αποχωρήσασα από το κόμμα Die Linke, Ζάρα Βάγκενκνεχτ, BSW. Και ναι μεν η ήττα του FDP ήταν καθόλη την προεκλογική περίοδο δημοσκοπικά προδιαγεγραμμένη. Όμως η ήττα του BSW υπήρξε το απροσδόκητο αποτέλεσμα μιας παράδοξης, περιπετειώδους έως και αγωνιώδους προεκλογικής πορείας. Είναι, έτσι, χαρακτηριστικό ότι το BSW μέχρι τέλους του 2024, ενισχύοντας την αρχική ανοδική δυναμική του, εμφάνιζε ένα ποσοστό 7-8%, ενώ το Die Linke κατέγραφε ένα μόλις 3%. Ωστόσο, από την ανατολή του 2025 μέχρι και τις εκλογές άρχισε να καταγράφεται βαθμιαία μια αντίστροφη, πτωτική εξέλιξη, ενώ αντιθέτως, το Die Linke βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Πρόκειται για μια σπάνια, αν όχι μοναδική στην ιστορία των δημοσκοπήσεων, ανατροπή της εικόνας του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ όμορων ιδεολογικών κομμάτων. Η διαγραφόμενη πλήρης αντιστροφή κορυφώθηκε προ των εκλογών, όπου το μεν BSW εκινείτο μεταξύ 3-4%, ενώ το Die Linke ερωτοτροπούσε με 8+%!
Τελικά, μετά μία αγωνιώδη καταμέτρηση των ψήφων, το BSW για μόλις 13.372 ψήφους αποκλείστηκε από τη Βουλή. Ωστόσο, παρά τις δημοσκοπικές αναπαραγόμενες από ΜΜΕ κασανδρικές προβλέψεις για συγκέντρωση μόλις ενός 3-4%, κατόρθωσε να συγκεντρώσει 4,972%, απώλεσαν την είσοδό τους στη Βουλή για μόλις 14.375 ψήφους. Ενώ από την άλλη πλευρά το Die Linke δικαίωσε τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, συγκέντρωσε το θριαμβευτικό όσο και αναπάντεχο, ακόμη και για τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, 8,8%.
III.
Βεβαίως, όσο απροσδόκητη και να υπήρξε η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης μεταξύ των κομμάτων της γερμανικής «νέας Αριστεράς», δεν συντελέστηκε στο ιστορικό κενό ούτε υπήρξε προϊόν εύνοιας μιας μεταφυσικής υπέρ του Die Linke παρέμβασης, αλλά αποτέλεσμα ορισμένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, παραγόντων που χρήζουν ιδιαίτερης έρευνας. Ωστόσο, πρέπει ήδη να παρατηρηθεί, ότι δεν φαίνεται να υπήρξαν τόσο σοβαροί λόγοι, προκύψαντες κυρίως τον Φεβρουάριο, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν ή θα εξηγούσαν τη συντελεσθείσα ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων. Αντιθέτως, ορισμένα γεγονότα που έλαβαν χώρα το κρίσιμο προεκλογικό δίμηνο, όπως οι τρομοκρατικές ενέργειες, θα μπορούσαν μέχρις έναν βαθμό να ευνοήσουν το BSW, το οποίο στο προεκλογικό του πρόγραμμα περιλάμβανε την ανάγκη εξορθολογισμού της κρατούσας μεταναστευτικής πολιτικής. Έτσι, όπως ήταν επόμενο, τα γεγονότα αυτά ευνόησαν πρωτίστως το AfD, ως ένα «καθαρόαιμο» αντιμεταναστευτικό και αντιπροσφυγικό, ακροδεξιό κόμμα. Ανεξαρτήτως της όποιας έκβασης, των υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων και παραμέτρων στο απρόσμενο για τα κόμματα της «νέας Αριστεράς» αποτέλεσμα, που απετέλεσε την «έκπληξη» των γερμανικών εκλογών, ο πειρασμός μιας πρώτης στοιχειώδους κριτικής προσπάθειας αποκρυπτογράφησης εμφανίζεται ακαταμάχητος.
Εν πρώτοις άξιος ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης είναι ο ρόλος των δημοσκοπήσεων στη διαμόρφωση του επίμαχου εκλογικού αποτελέσματος, ιδίως κατά το τελευταίο προεκλογικό 20ήμερο. Και ναι μεν μια, ολική ή μερική, διάψευση των δημοσκοπήσεων και η συχνά ακολουθούμενη αμφισβήτηση της αμεροληψίας και αντικειμενικότητάς τους δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Στη θέση αυτή αξίζει να ανακληθεί στη μνήμη μας ένα πασίγνωστο δημοσκοπικό παράδειγμα. Πρόκειται για την κραυγαλέα διάψευση του κυριαρχήσαντος κατά τον πρόσφατο προεκλογικό αγώνα στις ΗΠΑ, δημοσκοπικού αφηγήματος υπέρ της Κ. Χάρις, το οποίο κατέληξε σε προεκλογικό φιάσκο.
Ωστόσο, στην επίμαχη περίπτωση το στοιχείο εκείνο που, σπανίως εμφανίζεται είναι η πραγματοποίηση, βασικά 3 εβδομάδες προ των εκλογών, της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ δύο «ομοαίματων» κομμάτων· με αποτέλεσμα, το BSW, το οποίο μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 2024 εθεωρείτο ως το ακατανίκητο φαβορί, «όλως συμπτωματικά», λίγο πριν ανοίξει η κάλπη, κατρακύλησε στο 3-4%. Το αν και κατά πόσο οι ανατροπές αυτές αποτελούν «συμπτώσεις», οφειλόμενες σε εσφαλμένες εκτιμήσεις των δημοσκόπων, ή «συμπτώματα» μιας «κακόβουλης δημοσκόπησης», δηλαδή μιας παραποιούσας την πραγματικότητα, καταγραφής υπέρ συγκεκριμένων κομμάτων, κατά παράβαση της οφειλόμενης, σύμφωνης με τον σκοπό τους, υποχρέωσης αντικειμενικότητας και lege artis επεξεργασίας των δεδομένων, αξίζει ιδιαίτερης και ενδελεχούς έρευνας, ανήκουσας στους ειδικούς. Πάντως στον περιορισμένο χώρο του παρόντος άρθρου δυνατή όσο και χρήσιμη θα ήταν η διατύπωση ορισμένων κριτικών παρατηρήσεων.
IV.
Όπως ήδη παρατηρήθηκε, η απροσδόκητη δημοσκοπική μεταστροφή του εκλογικού σώματος υπέρ του Die Linke, σε συνδυασμό με την ήττα του, μέχρι πρότινος κυρίαρχου στον χώρο της Αριστεράς, BSW, δεν φαίνεται να οφείλεται σε κάποια απρόβλεπτη μεταβολή των κρατουσών προεκλογικών συνθηκών. Εξάλλου, όπως προκύπτει από μία στοιχειώδη έρευνα, η αντιμετώπιση του κόμματος αυτού από τα ΜΜΕ όχι μόνο δεν τήρησε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των κομμάτων, αλλά πολύ περισσότερο υπήρξε σχεδόν εχθρική έναντι του BSW, φθάνοντας μέχρι και τον αποκλεισμό του από σχετικές δημόσιες συζητήσεις.
Χαρακτηριστικός της, απαράδεκτης για μία ευνομούμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στάσης αυτής των ΜΜΕ, υπήρξε η καλλιεργούμενη ψευδής και χαλκευμένη πολιτικοϊδεολογική εικόνα του BSW ως ενός, «συμπλέοντος» με το AfD κόμματος, λόγω κυρίως των δήθεν «αντιμεταναστευτικών» και «φιλορωσικών θέσεών» του. Η προκαλούμενη μέσω προβολής της εικόνας αυτής, σύγχυση για την πολιτικοϊδεολογική ταυτότητα του BSW, θα μπορούσε, όπως είναι ευνόητο, να αποτρέψει αριθμό συμπαθούντων το BSW ψηφοφόρων να το ψηφίσουν.
Οι επισημάνσεις αυτές ήταν επόμενο να οδηγήσουν το BSW στην έντονη αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος. Στο πλαίσιο της σχετικής αμφισβήτησης άξιας ιδιαίτερης προσοχής είναι η διατυπωθείσα κατά της δημοσκοπικής εταιρείας Forsa μομφή για συστηματικά στοχευμένες, αρνητικές προγνώσεις, μέχρι μάλιστα του σημείου, ένα 48ωρο προ των εκλογών να εμφανίζει το BSW καθηλωμένο στο 3%, το οποίο όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, παρά τις αντίξοες και άνισες προεκλογικές συνθήκες πλησίασε το 5%. Είναι έτσι ευκόλως αντιληπτή η επιρροή μιας τέτοιας πρόγνωσης, ιδίως στους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους, οι οποίοι, με τη λογική της «χαμένης ψήφου» οδηγούνται είτε στο συγγενές κόμμα Die Linke είτε στην αποχή. Μιας λογικής η οποία μέσω της κοινωνικής δικτύωσης αποκτά μια ενισχυτική δυναμική. Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι το BSW σκέφτεται, σύμφωνα με τις υποδείξεις συνταγματολόγων, να αμφισβητήσει νομικά το εκλογικό αποτέλεσμα, προσφεύγοντας στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Πολλώ μάλλον καθώς, σημαντικός αριθμός των ψηφοφόρων που είχαν δηλώσει την επιστολική συμμετοχή τους στις εκλογές, δεν μπόρεσε να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι, καθώς η αιτηθείσα από το BSW επανακαταμέτρηση των ψήφων σε τρία εκλογικά τμήματα της Βρέμης, απεκάλυψε απώλεια 31 ψήφων, που δόθηκαν στο συγγενούς τίτλου κόμμα BD, αξιώθηκε η επανακαταμέτρηση σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Παρά τον απρόσμενο αποκλεισμό του BSW από τη γερμανική Βουλή το γεγονός και όχι μόνο ότι συγκέντρωσε 5% σε συνδυασμό με τις γνωστές επιτυχίες του σε εκλογές κρατιδίων Ανατολικής Γερμανίας, δείχνει όχι μόνο ότι το επιχειρηθέν από το κόμμα αυτό πείραμα δεν απέτυχε· αντιθέτως μπορεί και πρέπει να συνεχιστεί.
V.
Ωστόσο, πέραν από τους προαναφερθέντες εξωγενείς παράγοντες, δεν πρέπει να παραγνωριστούν και εσωγενείς, ενδοκομματικοί λόγοι οι οποίοι φαίνεται να συνέβαλαν στην ήττα. Παρατηρητέον εν πρώτοις ότι, ο, εμφανιζόμενος ως αρνητικός παράγοντας, προσωποπαγής χαρακτήρας του BSW, δεν φαίνεται να συνετέλεσε, όπως φρονούν ορισμένοι σχολιαστές, στο αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα, πολλώ μάλλον καθώς η επίμαχη επωνυμία του κόμματος, ήδη από την ίδρυσή του μέχρι τέλους του 2024, δεν επηρέασε αρνητικά το εκλογικό σώμα. Αντιθέτως, το κόμμα ανέπτυξε μία πρωτόγνωρη για το νεαρό της ηλικίας του δυναμική. Ωστόσο φαίνεται να υπήρξαν ορισμένοι εσωγενείς λόγοι που επέδρασαν ανασταλτικά στην ανοδική πορεία του κόμματος. Στους λόγους αυτούς ανήκουν ορισμένες, συνδεόμενες μέχρις ένα βαθμό και με το νεαρόν της ηλικίας του κόμματος, οργανωτικές αδυναμίες, όπως π.χ. η πλημμελής ή και ανύπαρκτη εκπροσώπηση σε νομαρχιακό και τοπικό επίπεδο, ιδίως στις μικρές πόλεις και κοινότητες της Δυτικής Γερμανίας. Αρνητικά, εξάλλου, φαίνεται να επέδρασαν και ορισμένες εσωκομματικές τριβές και διαφοροποιήσεις, οφειλόμενες βασικά στο κρίσιμο ζήτημα της εγγραφής νέων μελών, όπου λόγω του φόβου παρείσφρησης ακροδεξιών στοιχείων και του κινδύνου αλλοίωσης της πολιτικοϊδεολογικής φυσιογνωμίας του, η εγγραφή νέων μελών υπήρξε άκρως φειδωλή. Στο πλαίσιο αυτό, βλαπτικά φαίνεται να επέδρασαν οι εσωκομματικές διενέξεις που έλαβαν χώρα στο Αμβούργο, όπου ανέκυψε διαφωνία μεταξύ κομματικής ηγεσίας και τοπικής οργάνωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές ίσως δεν είναι άδικη η μομφή ότι το BSW ασκεί μία πολιτική «Clossed-Shop» (βλ. σχετικά A. Wehr, Elite statt Basis: Warum Wagenknechts BSW an sich selbst scheiterte, o5. Rz. 22025, https://www.telepolis.de/features/Elite-statt-Basis-Warum-Wagenknechts-BSW-an-sich-selbst-scheiterte-10305334.html). Μια πολιτική, η οποία όμως επηρεάζει σημαντικά την οργάνωση και τη διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα.
VI.
Ωστόσο, πέραν αυτών, όπως αποκαλύπτεται από την έρευνα των κομματικών προτιμήσεων των κάτω των 30 ετών ψηφοφόρων και τη συμβολή τους στο εκλογικό αποτέλεσμα, υπήρξε και ένας άλλος παράγοντας που φαίνεται ότι συνέβαλε σημαντικά, αν όχι αποφασιστικά, στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ BSW και Die Linke: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα, έτσι, με τη σχετική έρευνα το κόμμα Die Linke κυριάρχησε έναντι όλων των κομμάτων, καθώς επρώτευσε με 26%, με δεύτερο, ωστόσο, κόμμα το, ευρισκόμενο στον διαμετρικά αντίθετο πολιτικοϊδεολογικό χώρο, AfD, που έλαβε το 21%. Αντιθέτως το BSW κατέλαβε την προτελευταία θέση με 6% έναντι 5% του τελευταίου FDP. Οι επιλογές αυτές της νεολαίας, δηλαδή των ψηφοφόρων των ανηκόντων στις γενιές Ζ (γεννηθέντες μεταξύ 1995-2010) και Α (γεννηθέντες μεταξύ 2010-2025), δεν υπήρξε βεβαίως, τυχαία και συγκυριακή. Τούτo δε καθώς οι ψηφοφόροι αυτοί, βιώσαντες πολλαπλές κρίσεις και πολύπλευρη ανασφάλεια, ιδίως οι ασκήσαντες για πρώτη φορά το εκλογικό τους δικαίωμα, ανασφάλεια που επιδεινώθηκε δραματικά από τις συνέπειες του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, ήταν φυσικό να στραφούν προς, ασκούντα κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές, κόμματα, ανεξαρτήτως «συστημικότητης» ή «αντι-συστημικότητης» τους. Το γεγονός δε ότι οι επίμαχες γενιές ως οι γενιές του διαδικτύου και της ψηφιακής εποχής, αποτελούν τους βασικούς χρήστες της ψηφιακής επικοινωνίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προεξάρχοντος του περιβόητου tik-tok, ήταν ευνόητο να επηρεαστούν πρωτίστως από τα κόμματα εκείνα, τα οποία αξιοποίησαν κατά τον βέλτιστο τρόπο τα μέσα αυτά για την προβολή και προώθηση των προγραμμάτων τους. Το κόμμα Die Linke, ως πρωτοπόρο και ευρηματικό στον καίριο αυτόν τομέα, ήταν αναμενόμενο να κυριαρχήσει στην κρίσιμη αυτή κατηγορία ψηφοφόρων. Πέραν, ωστόσο, αυτών πρέπει να παρατηρηθεί ότι μεγάλος, αν όχι ο μεγαλύτερος αριθμός των ψηφοφόρων αυτών, κινείται εντός ενός, κυριαρχούμενου από το Life Style και το Live Streaming, πνεύμα των καιρών. Αυτό τον καθιστά ανοικτό και επιρρεπή στη συμπόρευση ή την υιοθέτηση θέσεων που προβάλουν, εμφανιζόμενα ως αντισυστημικά, ακτιβιστικά κινήματα, όπως είναι ο, ευρισκόμενος πάντως, σε πορεία εκτροπής από τα αρχικά αξιακά του προτάγματα, αντιρατσιμός, νεοφεμινισμός και δικαιωματισμός.
VII.
Από την άλλη πλευρά, καθώς το πνεύμα των καιρών χαρακτηρίζεται από μια κοσμοπολίτικη και ψευδοανθρωπιστική αντίληψη, είναι επόμενο ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας, να εκφράζει μια φορτισμένη μεν συναισθηματικά όμως απροϋπόθετη και ανορθολογική συμπάθεια και αλληλεγγύη στους μετανάστες και την πολιτική «ανοικτών συνόρων». Καθώς δε πρόκειται για θέσεις και αφηγήματα τα οποία κυριαρχούν στο πρόγραμμα του Die Linke ήταν επόμενο να προσελκύσουν μεγάλο μέρος της νεολαίας. Βεβαίως η επιτευχθείσα από το κόμμα αυτό κυριαρχία στους ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών δεν φαίνεται να απετέλεσε την αποφασιστική αιτία της εκρηκτικής ανόδου του. Τούτο δε καθώς οι λόγοι αυτοί υπήρχαν και κατά την προ του 2025 προεκλογική περίοδο. Είναι εμφανές ότι το ευνοϊκό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται σε σημαντικό επίσης βαθμό και στους προαναφερθέντες ανασταλτικούς της ανοδικής πορείας του BSW, εσωκομματικούς παράγοντες. Εξάλλου και ο εστιασμός της προεκλογικής εκστρατείας του Die Linke πέραν του μεταναστευτικού, όπου και παρουσιάστηκε ως το μοναδικό κόμμα υποστήριξης μεταναστών και των «ανοικτών συνόρων», και σε ζωτικής σημασίας για τον μέσο εκλογέα, ιδίως νεαρής ηλικίας, κοινωνικά ζητήματα, πρέπει να συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην «απρόσμενη» εκλογική νίκη-έκπληξη.
VIII.
Ωστόσο, πέραν όλων αυτών στην «πολιτική νεκρανάσταση» του Die Linke φαίνεται να συνέβαλε αποφασιστικά η χαρισματική προσωπικότητα της ηγέτιδας του προεκλογικού αγώνα του, κορυφαίας υποψήφιας βουλευτίνας Χάιδω Ράιχινεκ, η οποία αναδείχτηκε στη μεγάλη σταρ των γερμανικών εκλογών. Ως σημείο καμπής της συμβολής της εκρηκτικής Χάιδως με το απεικονίζον τη Ρόζα Λούξεμπουργκ τατουάζ στο αριστερό χέρι θεωρείται η πραγματοποποιηθείσα στη γερμανική Βουλή ομιλία της, κατά την οποία εξαπέλυσε, με έντονη συναισθηματική φόρτιση, μύδρους κατά του Φ. Μερτς για τη δημιουργία κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με τους ψήφους του AfD αναφορικά με πρόταση αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό δε της απήχησης και της ταχύτητας διάδοσης της ομιλίας αυτής και της επιρροής της στους νέους ψηφοφόρους είναι το γεγονός ότι σχετικό συνοπτικό της βίντεο ειδώθηκε από 6,6 εκατομμύρια χρήστες του τικ-τοκ! Δεν εκπλήττει έτσι η εκθετική αύξηση των μελών του Die Linke κατά το τελευταίο δίμηνο του προεκλογικού αγώνα.
ΙΧ.
Παρά τον απρόσμενο αποκλεισμό του BSW από τη γερμανική Βουλή το γεγονός και όχι μόνο ότι συγκέντρωσε 5% σε συνδυασμό με τις γνωστές επιτυχίες του σε εκλογές κρατιδίων Ανατολικής Γερμανίας, δείχνει όχι μόνο ότι το επιχειρηθέν από το κόμμα αυτό πείραμα δεν απέτυχε· αντιθέτως μπορεί και πρέπει να συνεχιστεί. Τούτο δε καθώς δεν αποτελεί μόνο μια γενναία φωνή κριτικής έναντι του μητρικού κόμματος Die Linke κυρίως για την υιοθέτηση από αυτό των αφηγημάτων της woke ατζέντας και του κοσμοπολιτισμού, αλλά πολύ περισσότερο και κατά του όλου κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, των fake news, της πολιτικής ορθότητας, της φίμωσης του ελεύθερου λόγου, της αχαλίνωτης μεταδημοκρατικής μετάλλαξης και των πολιτικών του «κόμματος του πολέμου» που διέπουν τη μοιραία, άβουλη και αυτοκτονική ευρωενωσιακή γραφειοκρατεία και την κομματική κατεστημένη νομενκλατούρα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών-μελών. Αλλά πέραν αυτού σηματοδοτεί επίσης, έστω και αμυδρά, ότι το γερμανικό αυτό παράδειγμα μιας όχι κατ’ όνομα αλλά εν τις πράγμασι νέας Αριστεράς, κινούμενης στον δρόμο επανάκτησης της ιστορικής, ιδεολογικής και αξιακής της ταυτότητας, αρνούμενης τη διάσταση εθνικού-κοινωνικού, την αντικατάσταση της κοινωνικής διαπάλης από τον ανταγωνισμό φυλών και φύλων, όχι μόνο των βιολογικών, αλλά και των «κοινωνικών», του «διεθνισμού των πατρίδων» από τον «κοσμοπολιτισμό», του οικουμενικού κοινωνικού ανθρωπισμού από έναν αυτάρεσκο, υποκριτικό φιλανθρωπισμό, θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.