Η επιτυχία της Μέρκελ και οι φρούδες ελπίδες για αλλαγές. Του Κώστα Μελά
Μετά τις εκλογές, στις 22 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των πολιτικών αναλυτών, η καγκελάριος Ά. Μέρκελ βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος της. Αρκετοί τη θεωρούν την ισχυρότερη γυναίκα του πλανήτη. Δεν γνωρίζω αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά αν πράγματι έχουν έτσι, τότε θα πρέπει να περιμένουμε ότι οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο, σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα, δεν μπορούν να εξελιχθούν σύμφωνα με το εκφρασμένο εδώ και καιρό πρόγραμμα της καγκελαρίου. Η τρέχουσα συγκυρία σηματοδοτεί τη χρυσή εποχή της Α. Μέρκελ. Από τώρα και στο εξής, όμως, όλα θα γίνουν πιο δύσκολα. Άλλωστε, στην Ιστορία είναι γνωστό ότι το επόμενο στάδιο του απώτατου σημείου ισχύος δεν μπορεί παρά να είναι σίγουρα κάτι χαμηλότερο.
Κατ’ αρχάς η εικόνα που παρουσιάζει η Ευρώπη, με έντονα διαφοροποιημένους ρυθμούς μεγέθυνσης μεταξύ των χωρών-μελών, αλλά και έντονα διαφοροποιούμενα επίπεδα ευημερίας (οι χώρες του περιφέρειας βιώνουν απίστευτες μειώσεις του ΑΕΠ για αναπτυγμένες οικονομίες, υψηλή ανεργία, και τρομακτική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους) είναι βέβαιον ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί επί μακρόν, καθώς η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική εντείνει τις διαφοροποιήσεις και καθιστά τις μεταξύ τους αποκλίσεις κύριο χαρακτηριστικό της. Η οικονομική πολιτική της Μέρκελ επιδιώκοντας την απεικόνιση της «πραγματικής» οικονομικής πραγματικότητας ως βασικής προϋπόθεσης λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ωθεί τις οικονομίες σε πολύ χαμηλά επίπεδα «ισορροπίας», μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που δημιουργούνται ως κόστη ευκαιρίας.
Επιχείρημα και αντεπιχείρημα
Η αντίληψη αυτή, δεδομένου ότι προκαλεί κραδασμούς υψηλής ισχύος στις περιφερειακές χώρες, αλλά πλέον και σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική των συγκεκριμένων χωρών είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσει έντονες πιέσεις στη Γερμανία για ενεργότερο ρόλο της οικονομικής πολιτικής στην πλευρά της ανάπτυξης και της συνοχής.
Το επιχείρημα με βάση το οποίο η Μέρκελ κέρδισε με εντυπωσιακό τρόπο τις τελευταίες εκλογές πείθοντας τους Γερμανούς ψηφοφόρους, δηλαδή, οι επιτυχίες της Γερμανίας στο εξωτερικό εμπόριο, στην μείωση της χρηματοδότησης της οικονομίας της αποτελεί για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους των χωρών του Νότου το βασικό αντεπιχείρημα για αλλαγή κατεύθυνσης της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Οι χώρες της περιφέρειας μπορούν να αντιτάξουν το επιχείρημα, το οποίο απορρέει από την προσεκτική μελέτη της ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών, ότι τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης δεν προκύπτουν σε καιρούς γενικής οικονομικής στασιμότητας, αλλά αντιθέτως συμπίπτουν με περιόδους κατά τις οποίες η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται ενώ οι υπόλοιπες οικονομίες βυθίζονται. Αυτό συνέβη την περίοδο 1992-1993, μετά την ενοποίηση της χώρας, προκαλώντας την συναλλαγματική κρίση εκείνης της περιόδου και επαναλαμβάνεται και σήμερα με την κρίση χρέους των μελών της Ε.Ε. μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Όμως, παρά τα συντριπτικά επιχειρήματα τα οποία μπορούν να αρθρώσουν οι χώρες της περιφέρειας, η Α. Μέρκελ δεν προτίθεται να κάνει αλλαγές στη γενική προσέγγιση της μακροοικονομικής πολιτικής, παρ’ ότι, το πλέον πιθανό είναι ότι θα σχηματίσει κυβέρνηση με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Και δεν πρέπει να υποτιμούμε την τάση του SPD προς την «ορθοδοξία», όταν βρίσκεται στην κυβέρνηση. Το κόμμα θα συνεχίσει να υποστηρίζει την τρέχουσα περιοριστική δημοσιονομική στάση στην Ευρωζώνη. Οι όποιες αλλαγές στην εγχώρια γερμανική πολιτική (π.χ. αλλαγές στη φορολογία) δεν θα σηματοδοτήσουν ουσιαστικές αλλαγές.
Τυπικά και ουσιαστικά… κωλύματα
Συγκεκριμένα, θα τεθεί στις ελληνικές καλένδες οποιαδήποτε ιδέα να χρησιμοποιήσει η Γερμανία τους βαθμούς ελευθερίας που υπάρχουν στην εγχώρια δημοσιονομική της πολιτική για να βοηθήσει την ανύπαρκτη αναπτυξιακή πολιτική των χωρών της περιφέρειας. Σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές της γερμανικής κυβέρνησης θα προταθούν, κατ’ αρχάς, νομικά επιχειρήματα, τα οποία θα ανασύρει είτε από το ευρωπαϊκό δίκαιο είτε από το γερμανικό σύνταγμα. Είναι γνωστό, επίσης, ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκών συνθηκών το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο την ευνοεί. Όλα τα μέλη της Ευρωζώνης συνυπέγραψαν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που υποχρεώνει τους πάντες να εφαρμόζουν αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές για να μειώνουν το δημόσιο χρέος τους. Δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχουν ρήτρες σε αυτούς τους νόμους και τις συνθήκες που να επιτρέπουν στις χώρες να αναβάλουν τη μείωση του χρέους σε μεγάλη περίοδο, για χάρη ενός καλύτερου μακροοικονομικού μίγματος πολιτικής. Το ότι την τελευταία περίοδο η Ευρωζώνη αναδύεται αργά από την ύφεση οφείλεται στην χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων. Όμως αυτή η χαλάρωση, σύμφωνα με την ακολουθούμενη και θεσμοθετημένη οικονομική πολιτική, δεν μπορεί να συνεχισθεί. Επομένως, το πλέον πιθανό είναι να επιχειρηθεί να εφαρμοστεί μια πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, σύμφωνη με το ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο. Στην περίπτωση αυτή διαφαίνεται κάποια αντίδραση εκ μέρους των κρατών μελών που θα κλιθούν να λάβουν τέτοιου είδους μέτρα; Μέχρι τώρα η απάντηση είναι αρνητική.
Για την Ελλάδα ο δρόμος του μαρτυρίου δεν πρόκειται να μεταβληθεί, παρά τα θρυλούμενα από τη μεριά των κυβερνητικών παραγόντων. Το γερμανικό σχέδιο θα συνεχισθεί με απόλυτη ακρίβεια και χωρίς έστω μικρές και ασήμαντες υποχωρήσεις από τη μεριά της τρόικας. Απτή απόδειξη αποτελούν οι συνομιλίες της τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση, την ώρα που γράφονται αυτές οι σκέψεις. Όχι μόνο υποχωρήσεις δεν υπάρχουν από τη μεριά των τροϊκανών αλλά περισσότερες απαιτήσεις (π.χ. η πλήρης απελευθέρωση των μισθώσεων επαγγελματικής στέγης). Οι όποιες ελπίδες για χαλάρωση του προγράμματος μετά από τρία έτη έχουν αποδειχθεί φρούδες. Η γερμανική αντίληψη για τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής είναι δεδομένη, διαχρονική και αποτελεί μύθο ότι μπορεί να μεταβληθεί προς χάριν της Ελλάδος.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός