Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με την τηλεκπαίδευση και σε καμιά βαθμίδα της. Δεν είναι μόνο οι άπειρες τεχνικές δυσκολίες που την υποσκάπτουν και τα τάμπλετ που ακόμα αναμένονται, μιλώντας για την ελληνική περίπτωση. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή της, «όλο αυτό» είναι εξαιρετικά φτωχό. Ως λύση ανάγκης, θα έπρεπε να υποστηριχτεί και όχι να εφαρμοστεί μπακαλίστικα, χωρίς βασικές προϋποθέσεις και χωρίς καμιά παιδαγωγική ματιά. Δεν υπάρχουν εδώ «ειδικοί» για να μιλήσουν για το ολημερίς «κάψιμο» πάνω από την οθόνη του κινητού; Για τις διαφορές και τα μορφωτικά ζητούμενα ανάλογα με την ηλικία; Αλλά και για το τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει μια περίοδος με «κλειστό σχολείο» για το μαθητικό πληθυσμό;
Τα σχολεία «πληρώνουν» σήμερα την κρατική αδιαφορία για τον έλεγχο της μετάδοσης στην κοινότητα. Κι όπως παντού, επιλέγεται κι εδώ η χασάπικη μέθοδος: «Κλείστε τα όλα για να είμαστε σίγουροι». Γιατί η υιοθέτηση ενός άλλου τρόπου θα απαιτούσε πόρους που δεν είναι στο πρόγραμμα και ολοκληρωμένο σχεδιασμό που δεν υπάρχει. Κι όχι μόνο από ανικανότητα. Η μέριμνα της Πολιτείας δεν είναι να σκεφτεί και να οργανώσει τί και πώς μπορεί να λειτουργήσει αλλά τί και πώς μπορεί να διαλυθεί από το δημόσιο σχολείο. Κι αυτό γίνεται ολοένα και πιο καθαρό.
Αντί να επιχειρηθεί για παράδειγμα ένας σχεδιασμός πιο ευέλικτος που θα μπορούσε να περιλαμβάνει πολλά ανοιχτά σχολεία (σε περιοχές που δεν είναι επιβαρυμένες, που είναι πιο απομονωμένες, με διενέργεια τεστ κ.ο.κ.), η κυβέρνηση δίνει στη δημοσιότητα τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη για την Παιδεία. Αυτή είναι η καούρα της με όλα τα σχολεία κλειστά, το πώς θα ξημερώσει η μετα-πανδημία εποχή με τον μαθητή ως πελάτη και «ανθρώπινο κεφάλαιο» για τις μετρήσεις PISA.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι «μόνο» να μη βγουν λαβωμένοι οι μαθητές –πράγμα που απαιτεί τεράστια προσπάθεια- αλλά το να μην χτυπηθεί το ίδιο το δημόσιο σχολείο. Δεν πρόκειται απλά για την υπεράσπιση του «φυσικού χώρου των παιδιών», ούτε της κανονικής τάξης σε αντίθεση με την ψηφιακή αλλά για την προσπάθεια να αντέξει το δημόσιο σχολείο ως μορφωτικός και παιδευτικός χώρος, ως κοινότητα. Θα μοιάζει αυτό πολυτέλεια, με ό,τι θα έχει αφήσει πίσω του ο κορωνοϊός συνολικά στο κοινωνικό πεδίο; Πάντως στις ΗΠΑ, για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μαθητών στο σχολείο τούς περιμένει το μοναδικό τους γεύμα.
Θέλοντας και μη, μαθητές και εκπαιδευτικοί είμαστε εν μέσω ενός μεγάλου πειράματος. Η εμπειρία αυτή μπορεί να γίνει αφορμή για ευρύτερες και βαθύτερες συζητήσεις που τόσο λείπουν στους χώρους της εκπαίδευσης. Άλλοτε βομβαρδιζόμενοι/υποτασσόμενοι σε «προγράμματα», «καινοτομίες» και «νέα μέσα» κι άλλοτε στην καθημερινή μας βολή. Στις δύσκολες στιγμές είναι που αναδύονται τα βασικά ερωτήματα: Σε ποιους τελικά απευθύνεται η εκπαίδευση και με ποιο τρόπο τους αντιμετωπίζει. Πώς και τι μαθαίνουν τα παιδιά στον 21ο αιώνα; Είναι δημόσιο και κοινωνικό αγαθό ή μια υπηρεσία που προσαρμόζει τους νέους στη μισή ζωή;