του Θανάση Μουσόπουλου*

Ο Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992», μιλώντας  για το μυθιστόρημα αναφέρεται  σε συγγραφείς της δεκαετίας του 1920 που χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της «φυγής». Σημειώνει: «Ο Φώτης Κόντογλου είναι ο πρώτος από τους πρόσφυγες συγγραφείς, τους ξεριζωμένους από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που καθιερώθηκε ως λογοτέχνης στη νέα του πατρίδα».

Αναφέρεται σε έργα του και τονίζει ότι η «φυγή» του Κόντογλου δεν απομακρύνεται τόσο από την πραγματικότητα και παρατηρεί ότι «Ολόκληρη η παραγωγή του  (κυρίως διηγήματα) αποτελείται από περιπετειώδεις ιστορίες ή από περιγραφές που εκτυλίσσονται σε μακρινές χώρες, ή από νοσταλγικές περιγραφές της απλής ζωής των χωρικών στον τόπο καταγωγής του, τη Μικρά Ασία, δοσμένες όχι τόσο ρεαλιστικά όσο με τις θρησκευτικές αποχρώσεις ενός επίγειου παραδείσου» (σελ. 151).

Ο Φώτης Κόντογλου, που φέτος τιμούμε τα 60 χρόνια από τον θάνατό του,  είναι δημιουργός εκλεκτός και του λόγου και της εικόνας. Θα πάρουμε στοιχεία για τη ζωή και το έργο του κυρίως από σχετικό κείμενο της Εθνικής Πινακοθήκης.

Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 8 Νοεμβρίου του 1895. Ορφανός από πατέρα, καθιέρωσε το επώνυμο της μητέρας του. Φοίτησε στο γυμνάσιο των Κυδωνιών. Το 1913 γράφτηκε στην τρίτη τάξη της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, δύο χρόνια όμως αργότερα διέκοψε τις σπουδές του και, αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, εγκαταστάθηκε έως το 1919 στο Παρίσι, όπου και έγραψε το βιβλίο του «Pedro Cazas». Επέστρεψε στην πατρίδα του και δίδαξε γαλλική γλώσσα και καλλιτεχνικά μαθήματα στο γυμνάσιο. Μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή κατέφυγε ως πρόσφυγας στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα και εργάστηκε για το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη. Το 1923 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και ήλθε σε επαφή με τη βυζαντινή ζωγραφική. Εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας (1930), στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου (1933) και στο Μουσείο της Κέρκυρας (1934-1935), ενώ από το 1936 δούλεψε για τη συντήρηση και τον καθαρισμό των τοιχογραφιών της Περίβλεπτου στο Μυστρά. Το 1932, με βοηθούς τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο, ζωγράφισε με την τεχνική της νωπογραφίας τις τοιχογραφίες του σπιτιού του, που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, και το 1933 πήρε το δίπλωμά του από τη Σχολή Καλών Τεχνών.

Συμμετείχε σε Καλλιτεχνικές Εκθέσεις στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Στα 1937-1939 φιλοτέχνησε κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία τις τοιχογραφίες του Δημαρχείου της Αθήνας. Το 1960 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το δίτομο βιβλίο του «Έκφρασις», ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αστήρ, καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος, ενώ το 1965 έλαβε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.

Πλούσιο και ποικίλο είναι το πεζογραφικό του έργο, με προσωπική γλώσσα (στοιχεία γλώσσας θαλασσινών, συναξάρια αγίων και εξωτικό κοσμοπολιτισμό). Το συγγραφικό έργο του Κόντογλου διακρίνεται σύμφωνα με τον Γιώργο Παγάνο «Φώτης Κόντογλου – Παρουσίαση ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. τ. Εʹ,  Αθήνα: Σοκόλης, 1992,  σε: λογοτεχνικό (πρωτότυπα έργα, ταξιδιωτικά, θαλασσινές ιστορίες, λυρικές περιγραφές), διασκευές θαλασσινών ιστοριών από την εποχή των Ανακαλύψεων, βιογραφίες ιστορικών προσώπων, οσίων και αγίων της Εκκλησίας, άρθρα ή δοκίμια για την παράδοση και τις αξίες της, τη βυζαντινή τέχνη, πολεμικά κατά του καθολικισμού και των ευρωπαϊκών προτύπων, και ποικίλα θρησκευτικά κείμενα προς οικοδόμησιν των πιστών.

Λίγα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, για να γευθούμε τον κόσμο του Φώτη Κόντογλου

  1. «Μυστικὰ ἄνθη»

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. […] Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. […] Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας.

  1. «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»

«Ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶναι ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὸν κόσμο. Εἶναι ἁγιασμένη».

Ἡ σκλαβιὰ ποὺ ἔσπρωξε τοὺς Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε καταπάνω στὸν Τοῦρκο δὲν ἤτανε μονάχα ἡ στέρηση κι ἡ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ ὅτι ὁ τύραννος ἤθελε νὰ χαλάσει τὴν πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς τους καὶ σφάζοντας ἢ κρεμάζοντάς τους, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιότανε τὴν πίστη τους γιὰ νὰ γίνουνε μωχαμετάνοι. Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, κ᾿ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε δὲν ἤτανε μοναχὰ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους.

  1. «Αϊβαλί  η πατρίδα μου»

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ’ Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής».

«Πιάνω πάλε σήμερα να γράψω μια παλιά ιστορία. Δε φταίγω αν λέγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ο κόσμος άλλαξε ολότελα, πάνε πλια κείνα τα χρόνια που οι ανθρώποι είχανε αντρειωσύνη, φιλότιμο, μεράκια λογιώ-λογιώ. Κι από τέτοια-τέτοια χαρίσματα γίνουνται οι ιστορίες, και διαλαλιούνται στον ντουνιά ονόματα και πίθετα π’ ως τα τότες ήτανε σαν το δικό μου και σαν το δικό σου.

Από δω που κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε από μοβόρους παλληκαράδες και τώρα τους αυλακώνουνε τα ξυλάλετρα. Αντίκρυ απ’ το παραθύρι που κάθουμαι φαίνουνται μέσα στο θολό πέλαγο τα βουνά της Τουρκιάς. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι αν ήτανε κανένας παρών τώρα που κοιτάζω κατά κει, θαν έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα. Μα κ’ εδώ, σε τούτο το νησί που πατώ, και πέρ’ από δω, τα χώματα είναι βασανισμένα απ’ τον Τούρκο. Όπου πατήσεις και όπου σταθείς, βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότη αυτουνού του σκύλου, που ξεπέζεψε σα μερμηγκιά απάνου σε τούτα τ’ αρχαία χώματα, μπήκε μέσ’ στα σπίτια μας, πατσαβούριασε την τιμή μας, ρούφηξε το αίμα μας».

Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε τον Στρατή Δούκα.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!