Μετά τη φονική επιδρομή στα πλοία με την ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Γάζα, το Ισραήλ, με αλλεπάλληλες δηλώσεις για το «δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», για  «αλήτες και τρομοκράτες και όχι ακτιβιστές», «μεταφορά όπλων»  και πλήθος άλλων ασύστατων και ανόητων δικαιολογιών, αγωνιά να εμφανίσει αρραγές εσωτερικό μέτωπο.

Πράγμα εμφανώς ακατόρθωτο, αφού δεν μπορεί να αγνοηθεί, ακόμη και από πολύ φιλικούς παρατηρητές, η ακραία τρομοκρατική συμπεριφορά, η οποία επιπλέον οδήγησε σε μια περαιτέρω υπονόμευση της δημόσιας εικόνας του Ισραήλ διεθνώς και άνοιξε τoν ασκό για ποικίλες δυσμενείς εξελίξεις. Ενδεικτική η αποστροφή άρθρου των Α. Χαρέλ και Α. Ισάτσαροφ στη Haaretz (3/6): «Ανώτατα στελέχη του πολιτικού, διπλωματικού και πολιτικού κατεστημένου […] διεξάγουν μια μάχη ανάσχεσης: μίνιμουμ παραδοχή των λαθών, επίρριψη ευθύνης στον αντίπαλο, ολοκληρωτική άρνηση ότι η επιχείρηση ήταν αποτυχημένη». Διότι είναι αδύνατο να παραβλεφθούν τα προφανή.

Πρώτον, το Ισραήλ με την πράξη επίθεσης σε διεθνή ύδατα και σε πλοία με ξένες σημαίες ουσιαστικά προέβη σε πολεμική ενέργεια εναντίον τριών κρατών. Το ότι αυτό δεν επισημαίνεται οφείλεται στη στάση των ισχυρών χωρών. Δεν είναι τυχαίο ότι, πριν από λίγες ημέρες, η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσε έκθεση που καταδίκαζε τις δυτικές δυνάμεις για το μπλοκάρισμα των διεθνών διπλωματικών ενεργειών εναντίον του Ισραήλ.

Δεύτερον, εμφανίστηκε διεθνώς ως κράτος-παρίας, που δεν εφαρμόζει στοιχειωδώς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η απόφαση του Σ.Α. του ΟΗΕ για ανεξάρτητη διεθνή έρευνα εμμέσως υπογραμμίζει αυτό το γεγονός. Ακόμη και η μεσοβέζικη πρόταση των Αμερικανών, να υπάρξουν στην εθνική επιτροπή έρευνας ξένοι παρατηρητές, ο εξής ένας,  κι αυτός Αμερικανός(!), φανερώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στην αμερόληπτη κρίση αλλά και στην παροχή στοιχείων από τις ισραηλινές Αρχές. Εξ ου και η κάθετη άρνηση του Νετανιάχου, σύμφωνα με την εφημερίδα Haaretz (3/6).

Τρίτον, με την πράξη του το Ισραήλ έδειξε ότι παραπαίει ως κράτος που μπορεί να παίξει ευρύτερο διπλωματικό και πολιτικό ρόλο στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, σε ένα περίπλοκο και επικίνδυνο περιβάλλον, όπου οι ηγεμονικές δυνάμεις σήμερα δεν χρειάζονται μόνο «μαντρόσκυλα», αλλά και παράγοντες που ασκούν θετική επιρροή.

Τέταρτον, όξυνε περαιτέρω τις σχέσεις του με την Τουρκία, σε μια εσκεμμένη αναμέτρηση, με δολοφονίες Τούρκων υπηκόων, μια επίδειξη πυγμής η οποία προκάλεσε ομιλία του Τ. Ερντογάν σε απευθείας μετάδοση, σε 25 χώρες, και με ταυτόχρονη μετάφραση στα αραβικά και τα αγγλικά. Εδώ δεν μετρά το πόσο θα υλοποιήσει η Τουρκία τις προειδοποιήσεις (ήδη έχει αρχίσει να ρίχνει τους τόνους), αλλά η εικόνα που δίνει στα πλήθη των μουσουλμάνων πολιτών Δύσης και Ανατολής.

Πέμπτον, με την αιματηρή επίθεση, τις συλλήψεις πέντε ηγετών της αραβοϊσραηλινής κοινότητας, μεταξύ των οποίων και της βουλευτίνας της Κνεσέτ που επέβαινε στο «Μαβί Μαρμαρά», πιθανώς δρομολογεί εξελίξεις που μπορεί να καταλήξουν σε ξεσηκωμό των Ισραηλινών Αράβων, όπως φοβούνται Ισραηλινοί σχολιαστές (Ά. Χαρέλ, Haaretz, 31/5).  Έκτον, προκάλεσε δημόσια συζήτηση για την πολιτική ανεπάρκεια και την ικανότητα σχεδιασμού του στρατού και των πολιτικών, με αποτέλεσμα να τεθεί το θέμα της διερεύνησης όλων των αποφάσεων, σε κάθε επίπεδο, που οδήγησαν από τον αποκλεισμό της Γάζας μέχρι την επίθεση της περασμένης Δευτέρας. Αμφισβητείται πλέον ανοιχτά το δόγμα που συνδέει τον αποκλεισμό της Γάζας με την ύπαρξη και την ασφάλεια του Ισραήλ.

Δεκαοχτώ μήνες μετά την επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας, όπως εκτιμά ο Τζ. Κουκ (Άμπου Ντάμπι, The National, 1/6) το Ισραήλ βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από ποτέ. Μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με την ένταση της καταστολής, με το να διώχνει τους διανοούμενούς του, με το να προπηλακίζονται σεβαστοί δικαστές, όπως ο Ρ. Γκόλντστοουν, που υπέδειξε, ύστερα από έρευνα, ότι διαπράχθηκαν «εγκλήματα πολέμου» στη Γάζα, με το να φυλακίζονται δημοσιογράφοι ή να θεωρούνται ανεπιθύμητοι άνθρωποι, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι; Πολλοί, όπως ο Τζ. Κουκ, το αμφισβητούν, αν και βλέπουν ότι αυτές οι αντιδραστικές τάσεις της ισραηλινής πολιτικής θα βαθύνουν, τους μήνες και τα χρόνια που έρχονται.

Χαρακτηριστικός ήταν ο Μέιρ Νταγκάν, αρχηγός της Μοσάντ (1/6), καταθέτοντας στην Επιτροπή Άμυνας και Ενόπλων Δυνάμεων της Κνεσέτ. Το Ισραήλ προσφέρει σήμερα λιγότερα πλεονεκτήματα  και γίνεται βαρίδι για τις ΗΠΑ, είπε, οι οποίες επί Ομπάμα υιοθετούν μια πιο «ήπια προσέγγιση» και πιστεύουν ότι ο τρόπος που χειρίζεται το Ισραήλ το παλαιστινιακό πρόβλημα δεν συνάδει με τις τρέχουσες αντιλήψεις τους. Εξέφρασε μάλιστα το φόβο του ότι μπορεί να επιβληθεί στο Ισραήλ μια λύση του παλαιστινιακού. Για να καταλήξει: «Ίσως γεγονότα, όπως αυτά με το στολίσκο, να οδηγήσουν τα πράγματα εκτός ελέγχου, και η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί με ακραίο τρόπο».

Πόσο τυχαίο είναι άλλωστε το ότι εμφανίζονται άρθρα σε μεγάλες δυτικές εφημερίδες όπου παράγοντες της Χαμάς φέρονται να δηλώνουν ότι οι Αμερικανοί τούς έχουν στείλει αρκετούς αντιπροσώπους, αλλά δεν έχουν τη γενναιότητα να το δηλώσουν δημοσίως; (Χαλέντ Μεσάλ, Guardian, 30/1.)

Αριάδνη Αλαβάνου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!