Το χθες και το σήμερα του θεσμού
Ο άνεμος θα μας πάρει
Του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου
Τι σχέση, άραγε, μπορεί να έχει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης του παρελθόντος με το σύγχρονο; Από το ιστορικό κέντρο της πόλης στο Λιμάνι, από την αίθουσα της ΕΜΣ στο Ολύμπιον, από τον Σεπτέμβριο στον Νοέμβριο.
Οι εποχές και τα χθες άλλαξαν ξεκάθαρα και η πολλαπλή κρίση έχει αφήσει πλέον ανεξίτηλα ίχνη. Τα τελευταία είναι και θεσμικά και καλλιτεχνικά και ιδεολογικά και ιστορικά, αλλά έχουν να κάνουν -για μένα τουλάχιστον- με την ηθική της νέας κοινωνιολογίας, με την άλλη ματιά και θέση και ιδίως με τη διαιρετική διάθεσή τους.
Αναμασώντας χιουμοριστικά το παλιό, πολιτικό σύνθημα, το μεταλλάσσω σε ένα είναι το σινεμά. Ως εκ τούτου, αυτή η εμμονή στο καλλιτεχνικό ή αυτό που ορίζεται καλλιτεχνικά έρχεται σε τεράστια αντίφαση με την πλατιά, ψυχαγωγική δύναμη της έβδομης τέχνης, που πρέπει να την αντιμετωπίζουμε και ως γεγονός.
Έτσι, οι θεατές που στο παρελθόν, από τις 6 το πρωί, περίμεναν ουρές για να αγοράσουν ένα εισιτήριο για το Ελληνικό Διαγωνιστικό Τμήμα, δεν ήταν πλανημένοι αλλά ενταγμένοι σε μια διάσπαρτη γιορτή που, όσο τα χρόνια περνούσαν, περιχαρακώνονταν. Εξάλλου, το σινεμά από μόνο του μπορεί να αποδείξει την αξία του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του ‘60 προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο απαγορευμένος Πόλεμος τελείωσε του Αλέν Ρενέ. Ακόμα, η αναζήτηση πιθανών «διαμαντιών» σε άγνωστες κινηματογραφίες εμπεριέχουν και πολύ ρίσκο. Τις ταινίες δεν τις κάνουν τα φεστιβάλ αλλά οι θεατές.
Όσο για κάποια αφιερώματα, η ευρύτητα πνεύματος μπορεί να τα μετατρέψει σε πολύ δημοφιλή, μια και το παλιό και το κλασικό ποτέ δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί παρακατιανό. Είναι διαχρονικό, μπορεί να γεμίσει αίθουσα. Σκεφθείτε πόσο κόσμο θα μάζευε, π.χ., ένα αφιέρωμα-αναδρομή στον Μπίλι Γουάιλντερ.
Αλλά όλα αυτά είναι τελικά προσωπικές σκέψεις, που θα τις πάρει ο άνεμος, όπως και το Φεστιβάλ.
Απουσιολόγιο φεστιβάλ
Του Στράτου Κερσανίδη
Με έναν προϋπολογισμό που φτάνει μόλις τις 700 χιλιάδες ευρώ, πραγματοποιείται φέτος το 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο πιο σημαντικός πολιτιστικός θεσμός της χώρας και ένα από τα πιο σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ κινηματογράφου. Βλέπετε, η πολιτεία θεωρεί τον πολιτισμό ως πολυτέλεια που αφορά κάποιους αλαφροΐσκιωτους παλαβούς που σκοτώνουν την ώρα τους.
Κι όμως, παρά τον υπόγειο πόλεμο που υφίσταται, καταφέρνει και φέτος να διατηρήσει το κύρος του και να μην υποβιβάσει την ποιότητά του.
Παρ’ όλα αυτά, το φεστιβάλ δεν είναι όπως ήταν. Εδώ και μερικά χρόνια τού έχουν ξεριζώσει την καρδιά, εκείνο το τικ-τακ που γύρω του μάζευε όλη την εγχώρια κινηματογραφική κοινότητα: Το Ελληνικό Διαγωνιστικό Τμήμα. Κι έτσι χάσαμε τις ταινίες, μα πάνω απ’ όλα χάσαμε τους ανθρώπους. Τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς, τους τεχνικούς, τους παραγωγούς, τους εκπροσώπους φορέων και σωματείων. Μεγάλη η ευθύνη της πολιτείας αλλά και του ίδιου του Φεστιβάλ που πούλησε την ψυχή του για λίγη χρυσόσκονη γκλαμουριάς που, όμως, και τούτη την απώλεσε πριν καλά-καλά την αποκτήσει.
Μια περίεργη κατάσταση, με έναν διευθυντή που κάποτε έφερε την ανανέωση που αρνείται τώρα να ανανεώσει. Με έναν διευθυντή κολλητό του πρωθυπουργού που όταν δεν του γράφει μαντινάδες, προεδρεύει.
Και, τέλος, ένα φεστιβάλ χωρίς τους κριτικούς που η διεύθυνση αποφάσισε να εξοστρακίσει μην αντέχοντας την κριτική.
Καλό φεστιβάλ!
Η νομοτέλεια της ανανέωσης
Του Βασίλη Κεχαγιά
Εάν δεν υπήρχε η ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) το 1992, να καταθέσει πρόταση ανανέωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μέσω της διεθνοποίησής του, ενδεχομένως ο θεσμός να βρισκόταν στο ίδιο μνήμα με το Φεστιβάλ Τραγουδιού. Με την εποχή του μαχητικού και «πολιτικού» Β´ Εξώστη να τη διαδέχεται ο χαβαλές της κλάκας και με το ελληνικό σινεμά στο κιβούρι που συμβολικά κατέβασαν από τα «ορεινά» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών οι κλακαδόροι (όχι άστοχα), το Φεστιβάλ ξεπνοούσε με τη νοσταλγία καρφωμένη στα μάτια του. Κι όπου νοσταλγία, συντήρηση και θάνατος…
Εάν δεν υπήρχε ο Μισέλ Δημόπουλος (πάλι με πρόταση της ΠΕΚΚ, της οποίας ήταν μέλος) να αναλάβει την υλοποίηση αυτής και της σύνδεσης του Φεστιβάλ με το διεθνές κινηματογραφικό τοπίο, πάλι θα πνιγόταν ο θεσμός από έλλειψη οξυγόνου (νέων αισθητικών προτάσεων και επαφής τους με το βαλτωμένο ελληνικό σινεμά). Εκτός αυτού ο Μισέλ Δημόπουλος ήταν αυτός που έφερε στην Ελλάδα το σημερινό διευθυντή του Φεστιβάλ Δημήτρη Εϊπίδη να αναλάβει τους τότε πρωτοποριακούς «Νέους Ορίζοντες και το ντοκιμαντέρ.
Εάν δεν υπήρχε η προστακτική επιθυμία του νέου να αντικαταστήσει τη φθορά του παλιού, τους γκρεμισμένους σοβάδες της δόξας των ετών του ’60 και του ’70, το Φεστιβάλ θα αποτελούσε αντικείμενο επιτάφιου θρήνου.
Τώρα που το Φεστιβάλ πέρασε μέσα από την μπόρα της σπατάλης και της μεγαλομανίας της τέως διευθύντριας Δέσποινας Μουζάκη· τώρα που η ανανέωση έγινε μανιέρα (ως γνωστόν ο μανιερισμός σκότωσε την Αναγέννηση)· τώρα που μέλη της ΠΕΚΚ απαγορεύεται να εισέλθουν στο Ολύμπιον όταν διατυπώνουν δημόσια απόψεις εναντίον υπουργών και των νομοθετημάτων τους όπως ο Παύλος Γερουλάνος -εκλεκτός του οποίου υπήρξε ο σημερινός διευθυντής, Δημήτρης Εϊπίδης-, σε μια πρωτόφαντη κινηματογραφική δικτατορία, μήπως ήρθε η στιγμή ν’ αφουγκραστούμε ξανά τις απαιτήσεις της ανανέωσης;