Η εφαρμογή των μέτρων είναι κάτι πολύ παραπάνω από την ανακοίνωση και τη δημοσίευση τους σε κάποιο ΦΕΚ. Ειδικά στην περίπτωση του κορωνοϊού όπου η στάση της κοινωνίας αποτελεί κρισιμότατο μέγεθος για αρνητικές ή θετικές εξελίξεις. Η συνεχής κυβερνητική κατήχηση −πότε σπαραξικάρδια με αναφορά στο φιλότιμο, πότε αυστηρή με τη ματιά στα πρόστιμα− δε φτάνει. Στην πραγματικότητα, όσο δε συνοδεύεται από ανάλογες ενέργειες, μπορεί να λειτουργεί και αντίστροφα. Κι εδώ δεν θα αναφερθούμε στο γενικό φόντο του ανορθολογισμού, του κυνισμού και του μηδενισμού που σηκώνουν κεφάλι αλλά σε πιο περιορισμένες εικόνες.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι μια σημαντική πλευρά που φαίνεται να διογκώνεται με αρκετές μάλιστα συνιστώσες. Για παράδειγμα, όταν η Επιστημονική Επιτροπή θέτει εύκολα εκτός αρμοδιότητάς της μια σειρά ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο −τοποθετώντας τα στην κατηγορία των «πολιτικών αποφάσεων»− δημιουργείται ένα ορισμένο πρόβλημα. Πόσο μάλλον όταν έρχεται να επικυρώσει επιστημονικά αυτές τις αποφάσεις δίχως να εξηγεί και να αναλύει τα επιχειρήματά της. Γιατί σαφώς υπάρχει το «γίναμε όλοι γιατροί στην Ελλάδα», υπάρχει όμως και το «είμαστε πολίτες που πρέπει να γνωρίζουμε». Εκτός κι αν η επιδημιολογία δεν ασχολείται με τέτοια πεζά θέματα, λες κι η στάση των ανθρώπων δεν είναι εσωτερικός της συντελεστής.
Τα μέτρα θέλουν πολλαπλή υποστήριξη. Για παράδειγμα, δε ζητάς απλά από έναν πληθυσμό να κάνει τεστ αλλά πρέπει με κάποιους τρόπους να το υποστηρίζεις και να το παλεύεις. Να κινητοποιείς όλων των ειδών τους φορείς και τις δυνάμεις για να πείσουν με τα πιο διαφορετικά επιχειρήματα και τρόπους. Γιατί τα γενικά καλέσματα δεν αρκούν. Στο νησί που εργάζομαι φέτος ως καθηγητής, λίγοι άνθρωποι προσήρθαν για τεστ κατά την επίσκεψη του ΕΟΔΥ. Κάποιοι φοβήθηκαν το στίγμα, άλλοι σκέφτηκαν τις δουλειές τους σε περίπτωση που τεθούν σε καραντίνα, ενώ ορισμένοι πονηροί ότι «με τα πολλά θετικά θα πάμε στο πορτοκαλί επίπεδο και θα χτυπηθεί οικονομικά το νησί». Και μπορεί οι ενδοιασμοί να μοιάζουν αδικαιολόγητοι, κανένας όμως από αυτούς δεν είναι εντελώς εξωπραγματικός.
Έπειτα υπάρχει κι ένα θέμα δικαιοσύνης. Όταν ζητιούνται θυσίες και υπομονή οφείλει αυτός που τα ζητά να δίνει πρώτος το παράδειγμα. Όταν η καθημερινότητα των πολλών χτυπιέται αλλά η συνήθεια βασιλεύει στο πολιτικό τοπίο, ξανά υπάρχει πρόβλημα. Όλοι, από τους εργαζόμενους μέχρι τις μικρές επιχειρήσεις και τα νήπια με τις χρωματιστές μάσκες μέχρι την παράξενη φοιτητική ζωή πολλών νέων, έχουν θυσιάσει κατιτίς. Μόνο οι ιεραρχήσεις των ολίγων μένουν απελπιστικά ίδιες, αρνούμενοι να σπάσουν αυγά και να θέσουν την οικονομία τους σε δεύτερη μοίρα. Γιατί στην πραγματικότητα, θα ήταν ίσως αναγκαία ακόμα πιο αυστηρά μέτρα, με τη διαφορά ότι οι εν μέσω λοκ-ντάουν θα έπρεπε να διασφαλίζεται το εισόδημα των ανθρώπων.
Τέλος, κι επειδή ο Σωτήρης Τσιόδρας έκανε αναφορά στην «ελεύθερη επιλογή» και τη συνείδηση. Είναι πολύ σωστό ότι υπάρχουν αποφάσεις που καθένας από εμάς οφείλει να πάρει, συλλογιζόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης. Από την άλλη όμως, δεν μπορεί να περιγράφεται η κοινωνική ζωή σαν να μην έχει καταναγκασμούς (κάπου εργάζεσαι, κάπως πας στη δουλειά σου κ.ο.κ.), ως ένα μοτίβο ελεύθερων επιλογών και μάλιστα αποκλειστικά στο πεδίο του ελεύθερου χρόνου. Λες και ο μέσος άνθρωπος στήνει κάθε βράδυ γλέντια στις ταβέρνες…