Σφοδρές αντιδράσεις έχει προκαλέσει η διαρροή στοιχείων (ηλεκτρονικών διευθύνσεων αλληλογραφίας) Ελλήνων του εξωτερικού που αποκαλύφθηκε με την αποστολή προεκλογικού χαρακτήρα ηλεκτρονικά μηνύματα από την ευρωβουλεύτρια της Ν.Δ., Μισέλ Ασημακοπούλου. Τα κοινωνικά δίκτυα κατακλείστηκαν από καταγγελίες αποδήμων ότι συμπεριλήφθησαν στην λίστα ενημέρωσης της Μ.. Ασημακοπούλου χωρίς να έχουν προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή τους, με αρκετούς να δηλώνουν αποφασισμένοι να κινηθούν νομικά, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR).
Το γεγονός πήρε γρήγορα διαστάσεις, με τα κόμματα τις αντιπολίτευσης να κατηγορούν τη Ν.Δ. για παράνομες και καθεστωτικές πρακτικές, συνδέοντας την υπόθεση με τη γενικότερη θεσμική δυσλειτουργία της χώρας (υποκλοπές, λειτουργία δικαιοσύνης και ανεξάρτητων αρχών κ.ο.κ.), αλλά και με το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας που πλέον περιλαμβάνει και την επιστολική ψήφο.
Η ξεκάθαρη παραβίαση του GDPR προκάλεσε και την παρέμβαση της δικαιοσύνης με τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, Αντώνη Ελευθεριάνο, να διατάσει έρευνα για τη μαζική διαρροή των e-mail, με τα αδικήματα υπό διερεύνηση να αφορούν την παραβίαση της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα καθώς και την παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου. Παράλληλα εσωτερικός έλεγχος έχει διαταχθεί και στο υπουργείο Εσωτερικών, για να διερευνηθεί τυχόν εμπλοκή του στην υπόθεση.
Από την άλλη πλευρά, οι εξηγήσεις που μέχρι στιγμής δίνει η Μ. Ασημακοπούλου δεν πείθουν. Η ίδια ισχυρίζεται, παρά τις περί του αντιθέτου καταγγελίες, ότι συνέλεξε τις διευθύνσεις από την επαφή της με απόδημους τα πέντε χρόνια που είναι στην Ευρωβουλή, προσθέτοντας μάλιστα ότι «το ίδιο πράττει όλο το πολιτικό σύστημα». Δεν είχε την ευθιξία να πει ούτε ένα «συγνώμη για την ενόχληση», αλλά με το γνωστό αλαζονικό στυλ που την έχει αναδείξει σε πρωταγωνίστρια του επικοινωνιακού μηχανισμού του Μαξίμου και της Ν.Δ. έσπευσε να μιλήσει για «σκευωρία» δυνάμεων που θέλουν να βλάψουν τη χώρα.
Έκθετο το ΥΠΕΣ
Το υπουργείο Εσωτερικών είναι έκθετο και επιβάλλεται να δώσει άμεσα απαντήσεις για τη διαρροή. Πώς βρέθηκαν στα χέρια του επιτελείου της Μ. Ασημακοπούλου οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις ανθρώπων, που μόλις τις προηγούμενες μέρες έκαναν, μέσω της πλατφόρμας του υπουργείου, εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους αποδήμων; Προς το παρόν, το υπουργείο κρύβεται πίσω από ολιγόλογες δηλώσεις που υπενθυμίζουν πως οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα να λάβουν αντίγραφο των εκλογικών καταλόγων στους οποίους δεν αναγράφονται στοιχεία όπως το τηλέφωνο και η ηλεκτρονική διεύθυνση αλληλογραφίας. Ενώ και ο αρμόδιος γραμματέας Αποδήμου Ελληνισμού της Ν.Δ., Νίκος Θεοδωρόπουλος, έκανε λόγο για «άδικη επίθεση» με σκοπό «να χτυπηθεί η επιστολική ψήφος».
Οι ίδιοι οι απόδημοι όμως έχουν άλλη άποψη. Σύμφωνα με την καταγγελία του Μανώλη Μαυραντωνάκη, ενός εκ των παραληπτών του επίμαχου newsletter, η διαρροή έχει πραγματοποιηθεί ξεκάθαρα από το υπουργείου Εσωτερικών, καθώς η διεύθυνση στην οποία έλαβε το προεκλογικό e-mail της Μ. Ασημακοπούλου χρησιμοποιείται από τον ίδιο αποκλειστικά για την εγγραφή του στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «όταν λοιπόν κάναμε register στο υπουργείο Εσωτερικών για τις εκλογές κάποιοι από εμάς το κάναμε με το e-mail «[email protected]» ή «[email protected]» ή «[email protected]». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα όταν λάβαμε τα e-mail από την Ασημακοπούλου να ξέρουμε ακριβώς και πέραν πάσης αμφιβολίας από που έγινε η διαρροή της λίστας. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αυτό.»
Σε μια κανονική χώρα η αλαζονική και έκνομη πράξη της Μ. Ασημακοπούλου θα είχε οδηγήσει στον αποκλεισμό της από τις προσεχείς ευρωεκλογές, θα είχε προκαλέσει εκτεταμένη έρευνα των υπεύθυνων αρχών για τις «τρύπες» στις βάσεις δεδομένων των δημόσιων οργανισμών, θα πάγωνε τη διάταξη για την επιστολική ψήφο τουλάχιστον μέχρι να διασφαλιστεί πλήρως το αδιάβλητο της διαδικασίας. Το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε ως κοινωνία είναι να μην αποδεχτούμε ως νέα κανονικότητα τη διαρκή καταπάτηση των κανόνων και της δημοκρατίας από το πολιτικό σύστημα.
Πολιτικά παιχνίδια με τις ευρωεκλογές και τους απόδημους
Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου, τείνουν να μετατραπούν σε ένα μεταδημοκρατικό πείραμα. Χωρίς κανείς να ασχολείται με τα πραγματικά πολιτικά επίδικα, με τη μονοπολική κυριαρχία της Ν.Δ. να εμπεδώνεται από την απουσία αντιπολίτευσης και τον αντιθεσμικό καθεστωτισμό του συστήματος Μητσοτάκη να επιβάλλεται ως μονόδρομος για τη χώρα, ανοίγει η όρεξη για επιθετικές κινήσεις από το πολιτικό σύστημα με σκοπό να αλλάξουν οι ίδιοι οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.
Κάπως έτσι πάμε σε εκλογές, χωρίς να είναι σαφές το οριστικό εκλογικό σώμα (με τους ειδικούς καταλόγου εξωτερικού να κάνουν ασαφή τα «σύνορα» του σώματος των εκλογέων), χωρίς να έχει διασφαλιστεί πλήρως η ασφάλεια της επιστολικής ψήφου (με τα κενά και τις περιπτώσεις νοθείας όπου εφαρμόστηκε –βλέπε ΗΠΑ– να γεννούν ανησυχία) και τη διάταξη της ψήφου με εξουσιοδότηση να δημιουργούνται επιπλέον κενά. Παράλληλα η δυνατότητα ψήφου των αποδήμων δημιουργεί μια νέα διευρυμένη εκλογική πελατεία, χωρίς τα παραδοσιακά κανάλια επικοινωνίας και πολιτικής συμμετοχής και χωρίς ίσως τις πολιτικές και κοινωνικές δεσμεύσεις των κατοίκων του εσωτερικού.
Τα κόμματα, κυρίως τα τρία μεγάλα συστημικά (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), που από κοινού στήριξαν τις παραπάνω διατάξεις, επιδίδονται σε μια κούρσα συλλογής ψήφων σε αυτή την αχαρτογράφητη εκλογική δεξαμενή. Στην προσπάθεια αυτή η Ν.Δ., ως «ιδιοκτήτης του κράτους», φαίνεται να χρησιμοποιεί (για μια ακόμη φορά), παράτυπα, τους θεσμούς και τις δυνατότητες που αυτοί δίνουν ως κομματικό εργαλείο προς όφελος της. Είναι άσχετο αν η Μ. Ασημακοπούλου και το επιτελείο της έδρασαν από μόνοι τους (ως αχόρταγοι πολιτικάντηδες ή ως λαγοί ενός συστήματος ασυδοσίας) ή αν πρόκειται για γενικευμένο φαινόμενο.
Το συγκεκριμένο γεγονός, και ειδικά η εξώφθαλμη εμπλοκή του ΥΠΕΣ (ως αρμόδιου υπουργείου για την εκλογική διαδικασία) ως μέρος μιας αλυσίδας καθεστωτικών πρακτικών (στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας), γεννούν αντικειμενικά ερωτήματα για το αδιάβλητο των εκλογών και τις δυνατότητες θεσμικής νόθευσης της βούλησης των πολιτών. Δεν είναι κινδυνολογία, ούτε συνωμοσιολογία, μια τέτοια διαπίστωση ειδικά αν συνυπολογίσουμε τη συνολικότερη τάση μαρασμού της δημοκρατίας σε όλη τη Δύση και την ανάδυση ενός νέου τεχνοκρατικού και θεσμικού εκφασισμού. Απέναντι σε αυτή την τάση, η απαίτηση για πραγματική δημοκρατία κόντρα στο καθεστώς που χτίζουν οι ελίτ και το πολιτικό σύστημα είναι μονόδρομος.
Να μην συνηθίσουμε
Συνηθίζουμε –και εκπαιδευόμαστε μεθοδικά– στην ιδέα ότι η ιδιωτικότητά μας είναι διάτρητη. Με τη μισή ζωή μας να έχει μεταφερθεί στον ψηφιακό κόσμο, τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους (και το κράτος) να γίνονται όλο και περισσότερο απρόσωπες και τα δεδομένα μας –κάθε τύπου (στοιχεία ταυτότητας, υγειονομικό προφίλ, καταναλωτικές προτιμήσεις κ.ά.)– να είναι υποχρεωτικά προσβάσιμα σε κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, θα έπρεπε τα αντανακλαστικά μας για ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικότητας να είναι πιο οξυμένα και ευαίσθητα.
Δεν είναι ατύχημα η διαρροή τέτοιων δεδομένων. Είναι η παράπλευρη απώλεια ενός συστήματος που μετατρέπει τα μεταδεδομένα της ζωής μας σε εμπόρευμα και εργαλείο ελέγχου και χειραγώγησης. Δεδομένα, πωλούνται και αγοράζονται, κόντρα στους κανόνες που έχουν θεσπίσει τα κράτη και οι υπερκρατικοί οργανισμοί. Χωρίς διαρκή κοινωνικό έλεγχο, χωρίς απαίτηση διαφάνειας στη συλλογή, στην αποθήκευση και τη χρήση των δεδομένων, χωρίς μια κουλτούρα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, τα περιστατικά εξόφθαλμης παρανομίας, ακόμη και με την εμπλοκή του επίσημου κράτους, θα αυξάνονται.
Η προσπάθεια να μην περάσει «στα ψιλά» και αυτό το σκάνδαλο, στη λογική ότι «έλα μωρέ, αυτά γίνονται» (όπως έγιναν οι παρακολουθήσεις, έγιναν τα κάθε λογής pass, έγινε η «παραχώρηση» των στοιχείων των μαθητών στην Cisco με την τηλεκπαίδευση) είναι κρίσιμος κρίκος για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της εκατέρωθεν εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών.