Μετά από πολλές ώρες μοναχικής οδήγησης μέσα στην έρημο, με μοναδική ένδειξη ζωής μερικά κτίρια που αχνοφαίνονται πίσω από την αιωρούμενη σκόνη, ξεπροβάλλει μια φιγούρα.
***
Λίγο νωρίτερα, ξεπλύθηκε και αναδύθηκε από μια μικρή λίμνη. Περπατώντας προς την εθνική οδό, ανακαλούσε πάλι το ίδιο περιστατικό. Αυτό που βίωσε αρκετά χρόνια πριν και τον στιγμάτισε για μια ζωή. Μπορεί για πολλούς να ήταν ένα ακόμη τροχαίο, αλλά για τον τετράχρονο πιτσιρικά ήταν η πρώτη του επαφή με τον θάνατο. Πίστευε μάλιστα πως το πνεύμα του νεκρού ινδιάνου εργάτη στην εθνική οδό που περνά από τη Santa Fe, βρέθηκε μέσα του.
Indians scattered on dawn’s highway bleeding / Ghosts crowd the young child’s fragile / Egg-shell mind
***
Η φιγούρα πρόταξε το χέρι και σήκωσε τον αντίχειρα. Είναι άραγε ένας ακόμη συνηθισμένος ταξιδιώτης; Ή μήπως είναι τελείως διαφορετικό; Η διαδρομή συνεχίζεται χωρίς προβλήματα, με τις αναγκαίες στάσεις για καύσιμα, για ένα καινούργιο βιβλίο, για συνηθισμένες συναναστροφές με τυχαίο κόσμο –ακόμη και με έναν περαστικό αστυνομικό– μέχρι τη δύση του ήλιου και θα οδηγήσει στο Whiskey a Go Go, στο Los Angeles. Στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου έξω από το μπαρ είναι ο ποιητής του «Mercedez-Benz», Michael McClure. Του αποκαλύπτει πως σκότωσε τον οδηγό του αυτοκινήτου στο οποίο έκανε ωτοστόπ.
***
Η μπάντα συγκεντρώθηκε για ακόμη φορά στο στούντιο να προβάρει καινούργιο υλικό για τον επερχόμενο δίσκο. Στο διάλλειμα ακούγεται από την κιθάρα το θέμα του «(Ghost) Riders in the Sky: A Cowboy Legend» του Stan Jones. «Έχω στίχους για αυτό! »:
Riders on the storm / Riders on the storm / Into this house we’re born / Into this world we’re thrown»
«Οι στίχοι είναι πολύ ωραίοι, αλλά δεν μπορούμε να τους βάλουμε σε μια καουμπόικη μελωδία. Δώσε μου λίγο χρόνο, να δω τι μπορώ να κάνω».
Λίγο αργότερα ακούγεται για πρώτη φορά η ξεχωριστή εισαγωγή του Riders on the storm και το τελευταίο τραγούδι του δίσκου «L.A. Woman» αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Ίσως παραπάνω από λίγο μιας και η ιδιαίτερη μπασογραμμή (από Ε σε Αm) μοιάζει απλή στο πιάνο, αλλά στο μπάσο του Jerry Scheff είναι βουνό και τελικά παίζεται από τα πλήκτρα του Ray Manzarek.
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι κατά ένα σημαντικό μέρος αυτοβιογραφικοί. Πέρα από το βίωμα του τροχαίου στον αυτοκινητόδρομο του New Mexico, συμπυκνώνονται στους στίχους η εμπειρία των πολλαπλών ταξιδιών με το ωτοστόπ από Tallahassee στο Clearwater, που είναι περίπου 300 χλμ , όταν το 1962 είχε σχέση με τη Mary Werbelow, που ζούσε εκεί, καθώς και η πειραματική ταινία μικρού μήκους «HWY: An American Pastoral», που έφτιαξε μαζί με τους Frank Lisciandro, Paul Ferrara και Babe Hill, το καλοκαίρι του 1969.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν οι επιρροές από το «(Ghost) Riders in the Sky», το οποίο αποτελεί ένα λαϊκό παραμύθι για την αιώνια κατάρα των αμετανόητων καβαλάρηδων να «προσπαθούν να πιάσουν το κοπάδι του διαβόλου στους απέραντους ουρανούς» καθώς και από το πραγματική ιστορία του, κατά συρροή δολοφόνου, που έκανε ωτοστόπ και σκότωσε 6 ανθρώπους σε διάστημα 22 ημερών στη διαδρομή Missouri-California.
Μέσα στους σκοτεινούς και γεμάτους θάνατο στίχους του Morrison, για ακόμη μια φορά αναδύεται η αγάπη:
Girl, ya gotta love your man / Take him by the hand / Make him understand / The world on you depends / Our life will never end
Τραγουδούσε την αγνή και βαθιά του αγάπη για την Pam Courson και προσπαθεί να ξεπλύνει τα λάθη του παρελθόντος.
Δικαίως ο Ray Manzarek θέλησε άλλη μουσική για αυτούς τους στίχους. Η αίσθηση ότι μας έχουν πετάξει σε αυτό τον κόσμο, ο φονιάς στον αυτοκινητόδρομο, η αγάπη και η συγνώμη δεν μπορούσαν να ταιριάξουν πόσο μάλλον να αναδειχθούν από τη αρχική μελωδία που χρησιμοποίησε ο Stan Jones.
Χρειαζόταν κάτι πιο σκοτεινό και στοιχειωμένο. Κάτι πιο blues και jazz.
Βροχή στην έρημο. Κεραυνοί… Η ατμοσφαιρική μπασογραμμή, τα πλήκτρα σαν το νερό της βροχής, το βιμπράτο της κιθάρας, η σταθερότητα των τυμπάνων, τα ιδιαίτερα φωνητικά του Jim.
Με αυτό τον τρόπο ντύθηκαν οι σκοτεινές σκέψεις της ιδιαίτερης φιγούρας του Morrison. Μιας φιγούρας που αναζητούσε στον Martin Heidegger, την αιτία που μας πέταξαν σε αυτό τον κόσμο και πως θα μπορέσει κανείς να βρει πλήρως το νόημα της ύπαρξης του. Που σοκαρίστηκε από το θάνατο αλλά ταυτόχρονα εθίστηκε σε αυτόν και φλέρταρε μαζί του. Που φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό, αφού σε αυτόν αναγνωρίζει άλλον ένα δολοφόνο στον αυτοκινητόδρομο. Που αναζητά την εξιλέωση και την αγάπη της γυναίκας που ήταν πάντα δίπλα του.
Αν προσέξει κανείς τα φωνητικά θα ακούσει ένα περίεργο –ιδίως για την περίοδο της ηχογράφησης– εφέ. Δεν πρόκειται για κάποια επεξεργασία, αλλά για δεύτερα φωνητικά. Ο Morrison ηχογράφησε ξανά του στίχους, ψιθυρίζοντάς τους. Αποφάσισε με αυτό τον τρόπο να στοιχειώσει τους ίδιους του τούς στίχους και τη φωνή του. Και μαζί με αυτά, ολόκληρο το τραγούδι.
Αυτή ήταν και η τελευταία ηχογράφηση, που έκανε. Η τελευταία φορά που συναντήθηκε με την υπόλοιπη μπάντα, αφού λίγες μέρες μετά θα έφευγε για το Παρίσι με την Pam. Κίνηση η οποία αρχικά ξένισε τα μέλη της μπάντας, αλλά σε δεύτερη σκέψη ήταν μια καλή ιδέα. Φεύγοντας από το rock ‘n roll Los Angeles, θα άφηνε πίσω τον ροκ σταρ, τις συνεχείς καταχρήσεις σε αλκοόλ και ουσίες. Πηγαίνοντας στο καλλιτεχνικό Παρίσι του ’70, θα μπορούσε να γυρίσει ξανά στην αρχή. Στον νεαρό, ευαίσθητο, καλλιτέχνη ποιητή της περιόδου του Venice.
Έφυγε πριν καν ολοκληρωθεί η επεξεργασία του δίσκου. Αυτή τη φορά την παραγωγή δε θα έκανε ο Paul Rothchild, οποίος ακούγοντας το «Love her madly» θεώρησε πως ετοιμάζεται ένας δίσκος «μουσικό κοκτέιλ». Φυσικά δεν είχε ακούσει το «Riders on the storm». Έτσι αυτή τη φορά η παραγωγή έγινε από τον μηχανικό ήχου Bruce Botnick και τους ίδιους τους Doors. Την ημέρα της ηχογράφησης ο Morisson είχε αποφασίσει ήδη ότι θα φύγει για το Παρίσι, αλλά δεν το είχε ανακοινώσει, νωρίτερα. Θα επέστρεφε μερικούς μήνες μετά, μένοντας ήσυχος για το αποτέλεσμα της επεξεργασίας του ήχου. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, δήλωσε τηλεφωνικά στον John Densmore ότι του άρεσε πολύ το αποτέλεσμα και ανυπομονούσε να βγουν σε περιοδεία με τα νέα τραγούδια.
Μια περιοδεία που δε θα γινόταν ποτέ, αφού στις 3 Ιουλίου βρέθηκε νεκρός στην μπανιέρα του, μαζί με τα ποιήματα του Παρισιού.
Η ηχογράφηση έγινε πριν από μισό αιώνα, τον Δεκέμβρη του 1970. Ο Morrison μόλις είχε κλείσει τα 27 χρόνια. Η τριάδα συμπληρώθηκε 8 μήνες μετά. Και αγιοποιήθηκε…